Η ταινία λέγεται «The Simpson - Η ταινία», για να διευκρινιστεί πως πρόκειται για τη γνωστή τηλεοπτική σειρά κινούμενων σχεδίων, γυρισμένα για τον κινηματογράφο, πια. Πράγμα που σημαίνει, υπαινίσσονται οι δημιουργοί, πως όλα έχουν γίνει με άλλες, πιο καλλιτεχνικές, προδιαγραφές.
Πάντως, και κατά καιρούς, το τηλεοπτικό καρτούν προβλημάτισε τους Αμερικανούς. Το ίδιο προσπαθεί να κάνει και το κινηματογραφικό. Αλλοτε το καταφέρνει και άλλοτε όχι!
Ακούγονται οι φωνές: Νταν Καστελανέτα, Τζούλι Κάβνερ, Νάνσι Κάρτραϊ, Χάρι Σιάρερ, κ.ά.
Η αφίσα της ταινίας με τους πρωταγωνιστές |
Εντάξει, θα πείτε, ταινία είναι. Και μάλιστα ερωτική κομεντί. Τίποτα σοβαρό. Μια προσπάθεια να σκάσει το χείλη μας και, παράλληλα, να συγκινηθούμε. Ετσι, ακριβώς, έχουν τα πράγματα. Οπως τα λένε. Αν αυτά σας φτάνουν και σας ικανοποιούν, πηγαίνετε να τη δείτε! Α, να μην το ξεχάσω. Ολοι οι πρωταγωνιστές της είναι όμορφοι και καλοί. Στους καλούς κολλάει και ο Ντάνι Ντεβίτο.
Παίζουν: Γκουίνιθ Παλτρόου, Πενέλοπε Κρουζ, Μάρτιν Φρίμαν, Ντάνι Ντεβίτο, Μίκαελ Γκάμπον, Κέιτ Αλεν.
Αν είστε αιμοσταγείς και φασίστες και ενδιαφέρεστε, όπως θα ήταν πολύ φυσικό, για την προέλευση του ανθρωποφάγου Hannibal (ξέρετε αυτού που ενσάρκωσε με μεγάλη επιτυχία ο Aντονι Χόπκινς (Οσκαρ Α΄ αντρικού ρόλου), για τα παιδικά του και τα εφηβικά του χρόνια, για τις «συνθήκες» που τον διαμόρφωσαν, τότε πηγαίνετε να δείτε την ταινία. Ωστόσο, ακόμα και αν είστε αιμοσταγείς και φασίστες, πάρτε μαζί σας σακούλες για τον εμετό. Η ταινία προκαλεί μεγάλη αναγούλα! Είναι ένα σίχαμα!
Ο Hannibal, λέει, γεννήθηκε στη Λιθουανία. Το 1944 είδε με τα μάτια του τους γονείς του, να δολοφονούνται από τους Γερμανούς (με την τυχαία βοήθεια των Ρώσων). Και είδε, επίσης, τους Λιθουανούς φασίστες, συνεργάτες των Γερμανών, να τρώνε (στην κυριολεξία) τη μικρούλα του αδερφή.
Αυτά τα περιστατικά αντί να τον κάνουν άνθρωπο τον έκαναν ανθρωποφάγο! Οταν μεγάλωσε, έφηβος δηλαδή, τρυφερό άτομο ακόμα, πήρε στο κατόπι όλους αυτούς που έλαβαν μέρος στη δολοφονία και την ανθρωποφαγία της αδερφής του, και έναν - έναν τους σκότωνε και τους έτρωγε! Κάποιους, μάλιστα, τους μαγείρεψε (κιόλας) με μανιτάρια. Αλήθεια, λέω, δεν είναι ψέματα!
Μετά απ' όλα αυτά νομίζω πως τους αξίζει ένα «αϊ σιχτίρ, μπάσταρδοι» και εσείς και οι ταινίες σας!
Παίζουν: Γκασπάρ Ουλιέλ, Γκονγκ Λι, Ρις Ιφάνς.
Το «Αλήθειες και Ψέματα» περισσότερο ενδιαφέρει το ρεπορτάζ παρά την κριτική. Η ταινία είναι ξαναγύρισμα (remake) της ταινίας του Τεό Βαν Κονγκ, του Ολλανδού σκηνοθέτη, τον οποίο σκότωσε ένας φανατικός ισλαμιστής, αντιδρώντας στο προκλητικό, κατά τη γνώμη του, ντοκιμαντέρ, για τις κακοποιημένες γυναίκες του Ισλάμ (Submition: Part I).
Ο φόβος, λέει το ρεπορτάζ, μήπως κάποιος άλλος ισλαμιστής θελήσει να «εμποδίσει» το γύρισμα μιας ταινίας που, έστω και πλαγίως, σχετίζεται με τον δολοφονημένο προκλητικό κινηματογραφιστή, ανάγκασε την πρωταγωνίστρια της ταινίας να προσλάβει σωματοφύλακες! Αυτά όλα, βέβαια, μπορεί να είναι και διαφημιστικά τεχνάσματα. Απαραίτητα, όταν τα καλλιτεχνικά έργα χρειάζονται «υποστήριξη» για να υπάρξουν!
Τώρα στην κριτική! Το «Αλήθεια και Ψέματα» θα μπορούσε να είναι ένα έξυπνο αστικό, μικροαστικό, θεατρικό έργο. Η δομή του, ο ένας και μοναδικός χώρος που διαδραματίζεται, το δυο και μοναδικά πρόσωπα που εμφανίζονται, οι διάφορες «εξωτερικές» παρεμβάσεις, οι οποίες γίνονται (χωρίς εικόνα) για να πλουτίσουν τη δράση, η οποία φυσικά και δεν υπάρχει, σε θεατρικό έργο παραπέμπουν. Δεν είναι τυχαίο πως ο δημιουργός της ταινίας κατέφυγε σε «τηλεοπτική» κινηματογράφηση. Αντί για μια μηχανή λήψης, με την οποία, συνήθως, γυρίζεται η κινηματογραφική ταινία, αυτός χρησιμοποίησε τρεις, όπως κάνουν τα τηλεοπτικά θεατρικά προγράμματα ή οι μεταφορές από τη σκηνή στην οθόνη θεατρικών έργων! (Την ίδια τεχνική είχε ακολουθήσει και ο δολοφονημένος για τη δική του ταινία).
Ενας «σοβαρός» δημοσιογράφος - αρθρογράφος βρίσκεται σε παρακμή. Ο εκδότης του τον υποβαθμίζει στέλνοντάς τον να παίρνει συνεντεύξεις από τηλεοπτικές σταρ. Η ταινία παρακολουθεί τη γνωριμία του δημοσιογράφου με μια τέτοια καλλιτέχνιδα. Μια γνωριμία γεμάτη ανατροπές. Το «άμυαλο» κορίτσι και ο «μυαλωμένος» δημοσιογράφος, παρότι μοιάζουν διαφορετικοί, τελικά, είναι της ίδιας πάστας άτομα. Ψεύτες, εαυτούληδες, αλλά, την ίδια στιγμή, τρυφεροί και έτοιμοι να θυσιαστούν. Οι άνθρωποι, λέει η ταινία, δεν είναι αυτό που φαίνονται.
Αν φτάσετε στην αίθουσα δε θα γίνεται σοφότεροι, αλλά δε θα πλήξετε κιόλας! Ο σκηνοθέτης της ταινίας, που συνέγραψε το σενάριο με τον Τεοντόρ Χόλμαν και είναι και ο πρωταγωνιστής της, πήρε σοβαρά το έργο του, ασχολήθηκε στις λεπτομέρειες μαζί του. Ο ίδιος αποδίδει πολύ καλά το ρόλο του, τον βοηθάει πολύ το «σκαμμένο» από την πείρα πρόσωπό του (γράφει στο πανί), παρασύροντας και τη συμπρωταγωνίστριά του. Και οι δύο είναι χαριτωμένοι, συναισθηματικοί, κυνικοί, και ό,τι άλλο απαιτούν οι ρόλοι τους. Γι' αυτό που κάνουν είναι, πράγματι, «ιδανικοί».
Παίζουν: Στιβ Μπουσεμί, Σιένα Μίλερ.
Η περίπτωση του Οτάρ Ιοσελιάνι αξίζει μελέτης. Είναι ο άνθρωπος που λειτούργησε βάσει σχεδίου. Ενώ απολάμβανε των προνομίων, που του παρείχε με αφθονία η χώρα του, εκείνος με τις πράξεις του και τις ταινίες του, που πλήρωνε το σοβιετικό κράτος, έβαζε υποθήκη για τη μετάβασή του στον «παράδεισο» της Δύσης. Στο σχέδιό του βοήθησαν και Δυτικοί παράγοντες, διευθυντές φεστιβάλ, κριτικοί (μαζί με το διεθνές συνδικαλιστικό τους όργανο FIPRESCI), οι οποίοι «αγκάλιασαν» τον Ιοσελιάνι, τις ταινίες του και, προπαντός, τις πράξεις του, προσφέροντάς του άλλοθι. (Οι ταινίες του χωρίς να εντάσσονται σε αυτές που αλλάζουν την 7η τέχνη, απόκτησαν υπερβολική δημοσιότητα και υποστήριξη).
Φυσικά, η βοήθεια των Δυτικών δε δόθηκε χωρίς ανταλλάγματα! Ο Ιοσελιάνι, ήταν ένα από τα πιο γνωστά αντισοσιαλιστικά στοιχεία. Μέχρι να φύγει οριστικά από τη Σοβιετική Ενωση το 1982, έκανε ό,τι μπορούσε να βοηθήσει τη δυτική προπαγάνδα, η οποία φώναζε για δήθεν έλλειψη ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης στην ΕΣΣΔ. Κάθε του ταινία ήταν και μια πρόκληση. Μια πρόκληση την οποία η χώρα προσπαθούσε να την αντιμετωπίσει (αμυντικά). Αναγκαζότανε να δυσκολεύει την πλατιά προβολή των ταινιών του. Αυτές οι δυσκολίες έριχναν καινούριο λάδι στη φωτιά της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας.
Τονίζουμε πως παρότι σχεδόν όλες οι ταινίες του Οτάρ Ιοσελιάνι ήταν αντισοσιαλιστικές, ποτέ ο ίδιος δεν έπαψε να εργάζεται και να γυρίζει νέες ταινίες. Με χρήματα, βέβαια, του σοβιετικού κράτους! Οι οποίες, τελικά, όλες βγήκαν στις αίθουσες. Και όλες, βέβαια, πήγαιναν στα διάφορα διεθνή φεστιβάλ, τα οποία τις επέλεγαν και με το σκεπτικό που προαναφέραμε.
Ο σοσιαλισμός, ωστόσο, τιμωρεί! Φεύγοντας ο Ιοσελιάνι από την ΕΣΣΔ και φτάνοντας στον δυτικό παράδεισο (Γαλλία), σχεδόν τελείωσε σαν σκηνοθέτης! Τα διάφορα διεθνή φεστιβάλ και οι κριτικοί έπαψαν, πια, να «ενθουσιάζονται» μαζί του, όπως έκαναν όταν εργαζότανε στην «ανελεύθερη» ΕΣΣΔ! Μια-δυο ακόμα παρουσιάσεις ταινιών του σε κάποια φεστιβάλ, και κάποια αφιερώματα από κάποια άλλα (και από το τριτοκοσμικό δικό μας Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) και κάποιες βραβεύσεις από τους κριτικούς (2002) που τον ξαναθυμούνται και τον ξαναβραβεύουν, ήταν οι τελευταίες πιστολιές στον αέρα. Ο Ιοσελιάνι μένει, πια, γυμνός.
Με μια γύμνια που βγαίνει και στο έργο του (σημερινό). Το έργο του στην ΕΣΣΔ, παρόλο τον αντικομμουνισμό του, πρέπει να δεχτούμε, πως διέθετε αρκετή σπιρτάδα (σάτιρα) και ποίηση (σουρεαλισμός στις εικόνες). Το δυτικό έργο του ακολούθησε μια φθίνουσα πορεία. «Οι κήποι του Φθινοπώρου», είναι μια κουρασμένη ταινία. Μια ταινία που δε θυμίζει Ιοσελιάνι. Η σάτιρά της δεν έχει καμία αιχμή. Είναι τόσο προβλέψιμη. Ενας υπουργός αποπέμπεται και αυτό του δίνει την ευκαιρία να ξαναγίνει άνθρωπος! (Τόσο εύκολα). Πέρα, όμως, από το άσφαιρο περιεχόμενο, άσφαιρη είναι και η φόρμα. Καμία ποιητική εικόνα, καμία σουρεαλιστική εικόνα. Πού είναι, λοιπόν, ο Ιοσελιάνι;
Σήμερα ο Ιοσελιάνι κρατάει «ουδέτερη» στάση και για την άγρια δοκιμαζόμενη χώρα του (Γεωργία). Πού και πού κάνει κάποια δήλωση, ότι «ανησυχεί», και ύστερα βουβαίνεται. Εχει περάσει, φαίνεται, οριστικά στο περιθώριο.
Παίζουν: Οτάρ Ιοσελιάνι, Μισέλ Πικολί (αξίζει να προσεχτεί, παίζει τη μάνα του ήρωα!), Σεβεράν Μπλανσέ, Ζακίνθ Ζακέ.
Δικαιώνει την Τέχνη και δικαιώνεται!
Η ζωή δε σταματάει και δεν πρέπει να σταματήσει. Μιλάω για όλη αυτήν την τραγωδία που έπληξε τη χώρα. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο άνθρωπος στις δύσκολες ώρες του, καταφεύγει (και) στην Τέχνη για να βρει ανακούφιση. Αλλο ζήτημα, βέβαια, αν η Τέχνη είναι εκεί για να εκτελέσει την αποστολή της. Πάντως, αυτή τη βδομάδα των παθών, μια ταινία, από τις έξι, είναι παρούσα. Πρόκειται για το αντιπολεμικό ποίημα του Αλεξάντερ Σοκούροφ, «Αλεξάνδρα». Αυτή, πράγματι, δικαιώνει και δικαιώνεται από την Τέχνη.
«Οι Κήποι του Φθινοπώρου» του φυγάδα στη Δύση Οτάρ Ιοσελιάνι, είναι μια άσφαιρη πολιτική - ο «θεός» να την κάνει πολιτική - σάτιρα. Το «Αλήθειες και Ψέματα», του Στιβ Μπουσεμί, είναι μια συναισθηματική και, παράλληλα, κυνική «θεατρική» κομεντί. Ακολουθεί το ανθρωποφαγικό κινηματογραφικό σίχαμα «Hannibal - Η Αρχή». Και το «γλυκό» και «ονειροπόλο» (αλλά, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε) «Ονειρα Γλυκά», του Τζακ Παλτρόου. Και, τέλος, το τηλεοπτικό, που γυρίστηκε για τον κινηματογράφο καρτούν «The Simpson - Η Ταινία», του Ντέιβιντ Σίλβερμαν.
Αυτή, λοιπόν, η θαυμάσια τραγουδίστρια, η γυναίκα που σπούδασε και δημιούργησε καλλιτεχνικά μέσα στο σοσιαλισμό, παρ' όλη τη φυγή της στη Δύση, εξακολουθεί να κρατάει μέσα της όλες τις μεγάλες ουμανιστικές ερμηνευτικές συμπεριφορές που σπούδασε και βίωσε στην πατρίδα της. Στην ταινία του Αλεξάντερ Σοκούροφ «Αλεξάνδρα», άλλη περίπτωση βαθιά μπολιασμένου από το σοσιαλισμό καλλιτέχνη, έστω και αν δεν το εμφανίζει, φέρνει, με τον καλύτερο τρόπο, πάνω στην οθόνη, τη φυσιογνωμία και τον ψυχισμό της σοσιαλιστικής μάνας. Της μάνας που έχει μάθει να αγαπάει τον κόσμο, να πιστεύει στον άνθρωπο.
Εχει δίκαιο ο Σοκούροφ που δήλωσε: «...ήθελα, οπωσδήποτε, να γυρίσω μια ταινία με την εξαιρετική ηθοποιό Γκαλίνα Πάβλοβα Βισνέφσκαγια. Είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η ανάγκη μου να κάνω μια ταινία γεμάτη καλοσύνη και καλούς ανθρώπους συνέπεσε με την επιθυμία μου να προσφέρω στις επερχόμενες γενιές το πιο υπέροχο δώρο, αυτό μιας ηθοποιού που πραγματικά αντιπροσωπεύει το λαό μας, μια "γνήσια" Ρωσίδα».
Πράγματι, βλέποντας την Γκαλίνα Βισνέφσκαγια στην «Αλεξάνδρα», έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις όλες τις Ρωσίδες μάνες που έχασαν τα 20.000.000 γιους τους στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις όλες τις Ρωσίδες μάνες του καλού ρώσικου κινηματογράφου, όλες τις Ρωσίδες μάνες που γέννησαν όλους αυτούς οι οποίοι σε «δέκα μέρες συγκλόνισαν τον κόσμο», οι οποίοι, τελικά, άλλαξαν τον κόσμο, οι οποίοι απέδειξαν πως μπορεί και πρέπει να αλλάξει ο κόσμος.
Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, κάτω από την καθοδήγηση του ποιητή σκηνοθέτη Αλεξάντερ Σοκούροφ, μας οδηγεί στην εμπόλεμη Τσετσενία και με πολύ λεπτές κινήσεις, με τρομερή αυτοσυγκράτηση και παράλληλα τρομερή δύναμη, με απαράμιλλο κύρος, χωρίς κραυγές και κατάρες, αλλά με ένα τεράστιο βουβό πόνο και την ίδια στιγμή με αποφασιστικότητα, μας καταγγέλλει τον πόλεμο.
Η πρωταγωνίστρια βίωσε η ίδια τον πόλεμο. Παιδί, ακόμα, έζησε στο αποκλεισμένο Λένινγκραντ. Δε χρειάστηκε, λοιπόν, να κάνει ψεύτικες κινήσεις και μούτες. Εγινε ένας τεράστιος καθρέφτης, χωρίς προσωπικά συναισθήματα και υποκειμενισμούς, ένας τεράστιος καθρέφτης που αντανακλούσε όλες τις εμπειρίες του κόσμου. Αντανακλούσε όλες τις καταστροφές του πολέμου. Από την εποχή του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας. Οι γυναίκες της Τσετσενίας, του Αφγανιστάν, του Ιράκ, παλιότερα του Βιετνάμ, της Αγκόλας. Ολες οι Τρωαδίτισσες της Γης, όλων των εποχών και των αιώνων!
Η ταινία είναι, στ' αλήθεια, μια κινηματογραφική πρόταση! Ο φακός του Σοκούροφ, αφαίρεσε όλα τα περιττά. Δεν ασχολήθηκε με τα τετριμμένα. Δεν παρουσίασε πολεμικές σκηνές, ανατινάξεις, κομμένα πόδια και χέρια, δεν κατέφυγε στη φθηνή βία. Δεν έφτιαξε μια πολεμική ταινία. Ο πόλεμος είναι παντού, αλλά δεν τον βλέπουμε στην οθόνη. Οπως στις αρχαίες τραγωδίες. Ακολουθώντας τη μέθοδο των ποιητών κράτησε την ουσία. Με λίγες κινηματογραφικές λέξεις, με μικρές κινηματογραφικές προτάσεις, με ήρεμη και μετρημένη φωνή φώναξε «Κάτω ο πόλεμος!». Κάτω ο πόλεμος, που δεν είναι απαραίτητος και αναπόφευκτος, και ας μας παρουσιάζεται σαν τέτοιος. Δεν είναι απαραίτητος και αναπόφευκτος, τουλάχιστον για τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν άλλους, πιο ανθρώπινους, τρόπους, για να συνεννοούνται. Αυτούς που μας έδειξε η Ρωσίδα γιαγιά («Αλεξάνδρα»), και οι Τσετσένες γυναίκες που αντάμωσε στο εμπόλεμο Γκρόζνι (πρωτεύουσα της Τσετσενίας).
Η Ρωσίδα γιαγιά «Αλεξάνδρα» φτάνει στην Τσετσενία αναζητώντας τον αξιωματικό εγγονό της. Παρότι ο πόλεμος έχει τελειώσει όλα εξακολουθούν να είναι απαγορευτικά. Παντού εχθροί. Παντού τα όπλα έτοιμα να ξαναρχίσουν. Εκείνη, όμως, δε βλέπει εχθρούς. Βλέπει παντού φίλους. Ανθρώπους που μόλις νιώσει την ανάγκη τους, εκείνοι τρέχουν να τη βοηθήσουν. Ανθρώπους που θέλουν να συνεχιστεί η ζωή! Ανθρώπους οι οποίοι θα συνεχίσουν τη ζωή. Και δεν τα βλέπει αυτά επειδή είναι τρελή. Τα βλέπει γιατί υπάρχουν και γιατί ξέρει να τα ανακαλύψει. Γιατί θέλει να υπάρχουν. Και αν δεν υπάρχουν ακόμα, πρέπει να τα δημιουργήσει! Απλώνει το χέρι και, παρ' όλη την καχυποψία, η οποία έντεχνα εξακολουθεί να καλλιεργείται, βρίσκει ανταπόκριση.
Αυτή είναι η ταινία. Ενας ύμνος στον άνθρωπο. Μια φιλοσοφική συνηγορία στον άνθρωπο. Ο οποίος, σε καμία περίπτωση, δεν έχει γεννηθεί για να σκοτώνει! Αυτό είναι προνόμιο των ζώων. Αντίθετα ο άνθρωπος έχει γεννηθεί για να γεννάει ζωή. Να δημιουργεί ζωή. Φτάνει, βέβαια, να είναι άνθρωπος. Να διακατέχεται από ανθρωπιστικές ιδέες. Να πιστεύει στον άνθρωπο. Η ταινία, πάντως, πιστεύει! Και το διατυμπανίζει.
Για τη φόρμα, τι να πεις για τη φόρμα; Στην «Αλεξάνδρα» ο Σοκούροφ χρησιμοποίησε «φυσικό» ντεκόρ, δεν προσπάθησε να αναπλάσει και σκηνογραφικά την πραγματικότητα, όπως συνηθίζει στις ταινίες του. Χρησιμοποίησε το αληθινό βομβαρδισμένο Γκρόζνι. Εικόνες που μιλάνε από μόνες τους. Ο φακός του και οι επιλογές των θέσεων της μηχανής (φωτογραφία Αλεξάντερ Μπούροφ), ήταν τα εργαλεία του, η γλώσσα με την οποία εξέφρασε την αγωνία του. Λιτές, λοιπόν, εικόνες. Λιτές ποιητικές εικόνες, ο οποίες, στη συνέχεια, μπήκαν στη «σειρά» (μοντάζ Σεργκέι Ιβάνοφ), και με τη βοήθεια της πολύ λειτουργικής μουσικής (Αντρέι Σιγκλ - είναι και ο παραγωγός της ταινίας), βοήθησαν να ξεδιπλωθούν μεγάλα ανθρώπινα συναισθήματα.
Μια εξαιρετική ταινία που δικαιώνει την τέχνη και δικαιώνεται από αυτή.
Παίζουν: Γκαλίνα Πάβλοβα Βισνέφσκαγια, Βασίλι Σερβτσόφ, Ταΐσα Ζικαέβα, Εβγκέι Τκατσούκ, Αντρέι Μπογκντάνοφ.