...έδωσε στο κοινό ο Γιάννης Γουρζής, χαράκτης και ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ
Χαρακτήρισε τον Τάσσο «αρχιτέκτονα, μαέστρο» και εξήγησε ότι «ο χαράκτης είναι ένας μαέστρος, που τα όργανα της ορχήστρας του είναι τα εργαλεία του».
Τόνισε επίσης ότι «όλα έχουν να κάνουν με τη γεωγραφία, το πού γεννιέται κάποιος, γιατί αν ο Τάσσος γεννιόταν π.χ. στην Μπανγκόκ δεν θα ήταν ο Τάσσος», για να προσθέσει ότι «είναι η γεωγραφία που δημιουργεί Ιστορία» αλλά και ότι «η Ιστορία δεν βγάζει συχνά τέτοιους ανθρώπους».
Η κεντρική ιδέα για ένα έργο τέχνης - εξήγησε - είναι η αρμονία, η οποία ξεκινάει εδώ για γεωγραφικούς λόγους, και συνιστώσες της είναι η αντίθεση, ο ρυθμός και η επανάληψη. Στην οθόνη προβολής έδειξε αυτά τα στοιχεία, με λιτές γραμμές αρχικά, σε ένα απλό επιτύμβιο, και ακολούθως σε έργα του Τάσσου, σε αρχαιοελληνικά θέματα στρατιωτών, σε θέματα αγροτικών εργασιών κ.ά., ξεχωρίζοντας τα μοτίβα με απλές γραμμές και κάνοντας παραλληλισμούς ότι αυτά τα στοιχεία, της αρμονίας, του ρυθμού και της επανάληψης, τα συναντάμε και σε μια μουσική σύνθεση και στα έργα άλλων τεχνών.
Τόνισε για τον Α. Τάσσο ότι «ήταν εφευρετικός, πολυμήχανος και μορφωμένος», ενώ μετέφερε τις διηγήσεις της συζύγου του Τάσσου, Λουκίας Μαγγιώρου, για το πόσες ώρες τη μέρα δούλευαν και οι δυο τους. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να προκύψει αλλιώς όλο αυτό το γιγάντιο έργο του!
Διάλεξε έπειτα και έδειξε το χαρακτικό του Τάσσου για την Αντζελα Ντέιβις, επαναλαμβάνοντας με τις γραμμές του τα μοτίβα της αρμονίας, καλώντας το κοινό να πονηρεύεται απέναντι σε ένα έργο τέχνης, να ψάχνει τι βρίσκεται από κάτω, και προσθέτοντας ότι για να κάνει ακόμα και ένα συναισθηματικό έργο ο καλλιτέχνης πρέπει να γνωρίζει. Γι' αυτό και συνεχίζει να δουλεύει ακούραστα και μετά το πρώτο σχέδιο, γιατί θέλει να διαμορφώσει το έργο ακόμα και στη λεπτομέρειά του, το πού θα βάλει το χέρι της, το καθετί, και αυτό απαιτεί κόπο, όπως είπε.
Ετσι όμως - συνέχισε - προκύπτουν τα αρμονικά και αξιοθαύμαστα έργα του Α. Τάσσου, που τα κάνει τέτοια το περιεχόμενό τους. Τότε έδειξε το σχέδιο του έργου «Η συνέλευση των καπεταναίων στη Λαμία, 16 Νοεμβρίου 1944» (από το οποίο δύο ξύλινες πλάκες εκθέτονταν στο φουαγιέ της αίθουσας όπου έγινε η εκδήλωση), για να επισημάνει ότι ακόμα κι αν η ξυλογραφία του έργου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ο κοπιαστικός προβληματισμός του καλλιτέχνη πάνω σε κάθε λεπτομέρεια είναι ξεκάθαρα φανερός από το πρώτο ακόμα σχέδιο.
Στο πολύπλευρο έργο του χαράκτη αναφέρθηκε ο Δημήτρης Παυλόπουλος, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και αναλυτική παρουσίαση, που ανέπτυξε πλευρές της καλλιτεχνικής εξέλιξής του και το «παρασκήνιο» εμβληματικών έργων του, με τα παραπάνω να εναλλάσσονται με στιγμιότυπα και σταθμούς της παρουσίας και δράσης του Τάσσου στις μεγάλες στιγμές της λαϊκής πάλης που τα ενέπνευσαν, «για τη λευτεριά και για το ψωμί». Αναδείχθηκαν το ανεξίτηλο στίγμα που έχει αφήσει ο μεγάλος κομμουνιστής χαράκτης, ο ρόλος του μαχόμενου κομμουνιστή καλλιτέχνη.
Ο ομιλητής ξεκίνησε από τις καταβολές της οικογένειας του Τάσσου, με αγωνιστές και δύο οπλαρχηγούς που πήραν μέρος και διακρίθηκαν σε μάχες στην Πελοπόννησο. Αναφέρθηκε στη δράση του από τα εφηβικά χρόνια, παραθέτοντας το πώς αντιμετώπισε ο ίδιος τη σύλληψη και φυλάκισή του «προληπτικά» ενόψει της Πρωτομαγιάς, για να «σωφρονιστεί». Ο Τάσσος είχε πει σχετικά: «Και, πραγματικά, όταν με άφησαν ελεύθερο "φρονηματίστηκα": Ζήτησα αμέσως και οργανώθηκα στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας».
Ακολούθησε εκτενής αναφορά στις σπουδές γλυπτικής, ζωγραφικής, χαρακτικής, στην τέχνη του βιβλίου, φτάνοντας στην πρώτη ατομική έκθεση, η οποία, μετά από δημοσίευμα στο οποίο σημειωνόταν πως «ο νέος καλλιτέχνης κατηγορείται ότι κομμουνίζει», είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από τη σχολή του.
Αναβίωσαν στιγμές από τη δεκαετία του '40, τη σύνδεση με τον αγώνα των κομμουνιστών, «στον δρόμο τον ασυμβίβαστο», με τη συμβολή του στην έκδοση εντύπου μαζί με μια ομάδα με ΕΠΟΝίτικη καθοδήγηση τον Δεκέμβρη του 1943, τη συμμετοχή του σε λευκώματα μαζί με άλλους καλλιτέχνες που υπηρέτησαν την Τέχνη της Αντίστασης, το κόστος για το πρωτοποριακό, ανατρεπτικό του έργο.
Ενδεικτικό της άμεσης σύνδεσής του με τους αγώνες του λαού είναι το ότι μία μέρα μετά τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου ο Τάσσος ξεκινά να δουλεύει την ομώνυμη μεγάλη σύνθεσή του, ενώ το 1974, μετά την εισβολή στην Κύπρο, φιλοτεχνεί το «προσφυγόσημο».
Ο ομιλητής αναφέρθηκε σε ένα πολύπλευρο έργο και μια ζωή συνεχούς δημιουργίας με έμπνευση από τον ηρωικό αγώνα του λαού, βραβεύσεων, διδασκαλίας με «καλλιέργεια ήθους», έμπνευσης από τη μεσσηνιακή γη, επιρροών από τη βυζαντινή παράδοση, συμμετοχής σε πλήθος εκδόσεων και συμπόρευσης με μεγάλες μορφές της προοδευτικής Τέχνης, όπως η Βάσω Κατράκη, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Σεφέρης, η Σωτηρία Μπέλλου και πολλοί άλλοι.
Για να φτάσει στην ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Τάσσου, τη δεκαετία του '80, και στη διαρκή παρουσία του, έως το τέλος, στο πλευρό των συντρόφων του, δίπλα στην ΚΝΕ, στα Συνέδρια και Φεστιβάλ της.
Με μια σεμνή εκδήλωση η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ τίμησε τα 40 χρόνια από τον θάνατο του χαράκτη Α. Τάσσου (1914 - 1985). Τίμησε τον σπουδαίο κομμουνιστή δημιουργό, την πολύτιμη προσφορά του στην Τέχνη και τη λαϊκή πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση.
Στην εκδήλωση μίλησαν οι: Γιάννης Γουρζής, χαράκτης, ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ, Δημήτρης Παυλόπουλος, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ, Εύα Μελά, ζωγράφος - χαράκτρια, μέλος του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ. Ακόμα, χαιρετισμό εκ μέρους της οικογένειας του Α. Τάσσου απηύθυνε η Ροζίτα Αλεβίζου.
Στην εκδήλωση παρευρέθηκε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας.
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την προβολή της ταινίας «Ο Χαράκτης Α. Τάσσος» του Τάκη Παπαγιαννίδη, μέσα από την οποία ο ίδιος ο Τάσσος μιλά για τη ζωή και το έργο του. Στην εκδήλωση το «παρών» έδωσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης Τ. Παπαγιαννίδης.
Οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που έδωσαν το «παρών» στον Περισσό, ανάμεσά τους πολλοί καλλιτέχνες, καθηγητές της ΑΣΚΤ και φοιτητές από την ΑΣΚΤ και το ΕΚΠΑ, είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά τις ξύλινες πλάκες με τις μορφές του Αρη Βελουχιώτη και του Εμιλιάνο Ζαπάτα, οι οποίες αποτελούν τα σχέδια σε φυσικό μέγεθος που έγιναν με μολύβι, προκειμένου να τελειοποιηθούν και να γίνει η χάραξη. Οι δύο αυτές μορφές προορίζονταν για τη σύνθεση «Η συνέλευση των καπεταναίων στη Λαμία, 16 Νοεμβρίου 1944». Η ξυλογραφία θα είχε διαστάσεις 2x4,40 μέτρα, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το προσχέδιο με μολύβι του 1982 ανήκει στην Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος.
Προμηθεύτηκαν, επίσης, ένα καλαίσθητο τετράπτυχο με έργα του Τάσσου, καθώς και βασικές πλευρές της μεγάλης Τέχνης του, της Τέχνης που απαθανάτισε το μεγαλείο του λαού μας και των λαών που αγωνίζονται, καθώς σμίλευε τις μεγάλες στιγμές της ταξικής πάλης στη χώρα μας και διεθνώς.
Αποσπάσματα από την ομιλία της Εύας Μελά, ζωγράφου-χαράκτριας και μέλους του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, στην εκδήλωση
Ο Α. Τάσσος είναι αυτός που περισσότερο από όλους τους εικαστικούς καλλιτέχνες του τόπου μας συντόνισε το έργο του με τον παλμό του λαϊκού κινήματος, με τα βάσανα, τις ελπίδες, τις ηρωικές και τις πένθιμες στιγμές του. Το έργο του - από τα πρώτα δημιουργικά του βήματα έως τα ύστερα - γεννιέται ως χρονικό της ίδιας της ζωής του λαού.
Η σχέση του με το ΚΚΕ καταγράφεται από τα πρώτα χρόνια του. Εχοντας ως κεντρικό άξονα της δουλειάς του την αγάπη του για τον εργαζόμενο άνθρωπο, εργάτη και αγρότη που γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας, από όπου κατάγεται, συναντιέται με τις μαρξιστικές ιδέες σε μια περίοδο αυξανόμενης δύναμης του ΚΚΕ. Είπε ο ίδιος για την Οκτωβριανή Επανάσταση: "Μεγάλωσα μαζί της. Μορφώθηκα απ' αυτήν. Ολη μου η ζωή φωτίστηκε από τα διδάγματά της"», ανάφερε η Εύα Μελά στην αρχή της ομιλίας της.
Στη συνέχεια στάθηκε αναλυτικά στη ζωή και στο έργο του μεγάλου μας χαράκτη. Στα πρώτα του έργα την περίοδο της δεκαετίας του '30, στην ένταξή του στην ΟΚΝΕ, στη μαθητεία του στην ΑΣΚΤ και στο εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, που «στήριξε τον προσανατολισμό του, μιας και ο Κεφαλληνός, εμπνεόμενος από τον μαρξισμό, γαλούχησε τους σπουδαστές του - ολόκληρες γενιές - με αξίες και ιδανικά στην υπηρεσία του δίκιου, μιας κοινωνίας με ανθρωπιά. Τους έστρεψε προς μια μαχόμενη κουλτούρα, προς μια ζωή αγωνιστική».
Αναφέρθηκε επίσης στα επόμενα χρόνια, στα γόνιμα δημιουργικά χρόνια της δεκαετίας του '60, που στρέφεται στο άσπρο - μαύρο.
Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών «παραιτήθηκε από τα ΕΛΤΑ και από τη θέση του διευθυντή της Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών του Αθηναϊκού Ινστιτούτου (γνωστής ως Σχολής Δοξιάδη). Εργάζεται στην εταιρεία εκτυπώσεων "Ασπιώτη ΕΛΚΑ", του Ηλιόπουλου, ενώ παράλληλα δουλεύει ξυλογραφίες, αναφερόμενος σε πρόσωπα και καταστάσεις με ιδιαίτερη βαρύτητα:
Εκείνο το διάστημα εκδίδει λευκώματα με πρωτότυπες ξυλογραφίες του για βιβλιοφιλικούς οίκους του εξωτερικού και κάνει εκθέσεις εκτός Ελλάδας. Απέχει από κάθε εκθεσιακή δράση στην Ελλάδα, ως πράξη αντίστασης.
Με την έκρηξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, από τις 20 Νοέμβρη 1973 ο Τάσσος ξεκινάει τη μεγάλη σύνθεση "17 Νοέμβρη 1973", που δουλεύει μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1975, μια μνημειακή σύνθεση 5,2 μ. χαραγμένη σε τρία τμήματα, που παραμένει στην αρχική της μορφή πάνω στις ξύλινες πλάκες.
Τον Νοέμβρη του 1975 πραγματοποιεί μεγάλη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Γράφει στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Δ. Παπαστάμο: "Οι ειδικές ψυχολογικές συνθήκες των τελευταίων χρόνων, η αφόρητη και καθημερινή ταπείνωση της αξιοπρέπειας, θα μπορούσαν να έχουν κυριολεκτικά εξοντωτικές συνέπειες, εάν δεν υπήρχε για μένα σαν μοναδικό στοιχείο επιβίωσης το καταφύγιο της πλαστικής έκφρασης"».
Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι η συνειδητή επιλογή του, μέσα από τη σχολαστική ενασχόλησή του με τη μορφή, τη φόρμα, να συντονίσει το βήμα του με τη μακραίωνη παράδοση της "καθ' ημάς Ανατολής", τη βυζαντινή παράδοση, γέννημα του μεσογειακού ήλιου που κόβει σαν φαλτσέτα τις μορφές, που οξύνει την αντίθεση φωτός και σκιάς, δημιουργώντας στα έργα του αυτό που τελικά χαρακτήρισε την ωριμότητά του, το απόλυτα προσωπικό του ύφος, που αποπνέει τη μνήμη του τόπου, του λαού, όχι μόνο θεματικά αλλά και μορφολογικά. Δημιουργεί με την Τέχνη του γέφυρες με την οπτική μνήμη του λαού και δηλώνει: "Εχουμε τα εφόδια να δημιουργήσουμε μια ελληνική Τέχνη με τα δικά μας δεδομένα". Εκφράζοντας την ανάγκη για ανάπτυξη μιας ελληνικής Τέχνης με εθνικό χαρακτήρα, εθνικό με τη θετική έννοια, του "εντόπιου", της λαϊκής συνείδησης του συγκεκριμένου τόπου».
Το 1977 είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΠΑΠΟΚ, κίνησης που δημιούργησε το ΚΚΕ για την ενίσχυση της πολιτιστικής δουλειάς πανελλαδικά. Ο Τάσσος γίνεται πρόεδρός της και πρωτοστατεί στον αγώνα για την προώθηση της Τέχνης πλατιά, για την ενίσχυση της ερασιτεχνικής δημιουργίας, δράσεων για την ειρήνη, ενάντια στην εμπορευματοποίηση και καταστροφή του περιβάλλοντος και στην ασύδοτη δράση του μεγάλου κεφαλαίου. Σχεδιάζει αφίσες, με τη βοήθεια, έως το τέλος της ζωής του, του συνεργάτη του, εξαιρετικού γραφίστα Σπύρου Καραχρήστου. Σχεδιάζει το εκλογικό σήμα του ΚΚΕ και είναι πάντα παρών με το έργο του σε ό,τι του ζητηθεί. Δημιουργεί χαρακτικό έργο για το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, παρακολουθεί το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ και το 3ο Συνέδριο της ΚΝΕ. Χαράζει και δωρίζει στο Κόμμα μας τα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Υστατο έργο του η αφίσα της Αντιφασιστικής Νίκης, για την εκδήλωση στο ΣΕΦ στις 12/10/1985.
Ηταν στα μέσα της δεκαετίας 1980 - 1990 όταν ο ζωγράφος και έμπειρος ψηφιδογράφος Νίκος Ευγενίδης και η γλύπτρια και ψηφιδογράφος Κλειώ Μακρή, σε συνεργασία, μετέφραζαν σε ψηφιδωτό το έργο του Α. Τάσσου "Τα παιδιά της ασφάλτου" (1974, Ξυλογραφία σε χαρτί, 69 x 142 εκ.). Το ψηφιδωτό - με εμβαδό 60 τετραγωνικά μέτρα - θα στόλιζε από τότε την είσοδο της έδρας της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό, δίνοντας στο έργο του Α. Τάσσου, που το είχε δημιουργήσει για τα 57 χρόνια του ΚΚΕ, μια νέα πνοή, μια νέα δύναμη... Ο ίδιος δεν πρόλαβε να το επιμεληθεί, γιατί έφυγε από τη ζωή. Το επιμελήθηκε η ζωγράφος και σύντροφός του, Λουκία Μαγγιώρου, που έκανε τη μεταφορά από το χαρακτικό για το ψηφιδωτό σε χαρτί, και οι δύο εικαστικοί, ο Νίκος Ευγενίδης και η Κλειώ Μακρή, το ερμήνευσαν σε ψηφιδωτό στην πράξη. Το έργο κατασκευάστηκε με την παλιά βυζαντινή τεχνική, με κονίαμα από ασβέστη, κατευθείαν στον τοίχο, στον οποίο απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη, δίνοντας ένα τεράστιο πλούτο τόνων και αποχρώσεων, από το μαύρο έως το ανοιχτό γκρι και από το λευκό στην ώχρα. Τόνων και αποχρώσεων της φυσικής πέτρας, χωρίς στο ελάχιστο να ξεφεύγουν από το αυστηρό σχέδιο του Α. Τάσσου, που αποτυπώνει μια λαοθάλασσα από νέα κορίτσια και αγόρια σε πορεία, σε διαδήλωση».
Χαιρετισμό εκ μέρους της οικογένειας του καλλιτέχνη απηύθυνε η Ροζίτα Αλεβίζου
Οπως σημείωσε, «ο Τάσσος από πολύ νωρίς συνειδητά διάλεξε με ποια πλευρά της Ιστορίας ήθελε να είναι. Στόχος του ήταν να εκφράσει μέσα από την Τέχνη του τους πολλούς, αυτούς που κινούν την Ιστορία προς τα μπρος. Ταυτόχρονα ήθελε να γίνει η Τέχνη του κτήμα των πολλών, όπλο στα χέρια τους. Γι' αυτό και ασχολήθηκε με τη χαρακτική, αυτήν τη μορφή Τέχνης που μπορεί να δώσει πολλά αντίτυπα. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα του Τάσσου στις αρχές της δεκαετίας του '80 να υπογράφει μαζικά τα έργα του στις εκθέσεις του και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, ώστε αυτά να μπουν σε κάθε σπίτι».
Είπε ακόμα ότι ο πρόωρος χαμός του Τάσσου «δεν στέρησε μόνο μια ξεχωριστή προσωπικότητα από την οικογένεια, αλλά και τη δυνατότητα να δούμε τα μετέπειτα μεγάλα γεγονότα μέσα από την Τέχνη του.
Επιτρέψτε μου όμως να πιστεύω πως αν ήταν σήμερα μαζί μας, "το κοριτσάκι της Κύπρου" θα διαδεχόταν σειρά από ξυλογραφίες με πρωταγωνιστές τα παιδιά από την Παλαιστίνη ή τα παιδιά των Τεμπών και τόσα άλλα».
Κλείνοντας τόνισε ότι «ο Τάσσος με το έργο του αποτυπώνει τη στρατηγική συμφωνία του με την κομμουνιστική ιδεολογία και το ΚΚΕ! Θεωρούσε τον χώρο όπου βρισκόμαστε σήμερα και δικό του σπίτι.
Ευχαριστούμε και πάλι για την πρόσκληση και το βήμα που μας δίνεται στη σημερινή εκδήλωση.
Καλή επιτυχία στο 22ο Συνέδριο του Κόμματος».
Δήλωση του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα
Στην εκδήλωση για τον κομμουνιστή χαράκτη Α. Τάσσο παρευρέθηκε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας και έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η σημερινή εκδήλωση αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στη μεγάλη εικαστική, πολιτιστική και αγωνιστική προσφορά του καλλιτέχνη μας, του Α. Τάσσου, του σπουδαίου αυτού αγαπημένου μας Τάσσου Αλεβίζου».