Τετάρτη 25 Γενάρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κείμενα - όψεις του νεοελληνικού δράματος
«Η φόνισσα» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

«Φόνισσα»
«Φόνισσα»
Οσο και όπου ο «φτωχός λαός πεθαίνει απ' την πείνα», τόσο περισσότερο ο ερχομός ενός ακόμα παιδιού, ενός ακόμα στόματος που οι γονιοί του δεν μπορούν να θρέψουν, γίνεται αβάσταχτο άχθος της ζωής και της ψυχής. Κυρίως, της μάνας που το έφερε στη ζωή. Μια ζωή καταδικασμένη. Ιδίως αν είναι θηλυκό. Γιατί όσο και όπου υπάρχει αδικία και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο η γυναίκα είναι το πρώτο θύμα. Δεινός ρεαλιστής, με άφοβη κριτική κοινωνική «ματιά» και μέγιστος ανθρωπιστής, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «ζυμωμένος» με τη φτωχολογιά, στο νησί του, αλλά και στην Αθήνα, και συμπονώντας βαθιά τις «άμοιρες» μανάδες της φτωχολογιάς, στην αριστουργηματική νουβέλα του «Η φόνισσα» και επικρίνοντας το πολιτικο-κοινωνικό καθεστώς των πλιατσικολόγων, φορομπηχτών και εκμεταλλευτών του λαού, αποτύπωσε συνταρακτικά τη νυχτόημερα, ατελεύτητα βασανισμένη ζωή, τη δυστυχία, την απελπισία - έως και θανάσιμη - των γυναικών της φτωχολογιάς. Η ντοστογιεφσκικού «μεγέθους», οικουμενική και διαχρονική Φραγκογιαννού, που έπλασε ο Παπαδιαμάντης, συμπυκνώνει την πολύπλευρη τραγωδία των γυναικών. Τραγωδία που μπορεί να οδηγήσει στην παράκρουση και στο κρίμα, όπως τη δύστυχη, μάνα κάμποσων δύστυχων κοριτσιών, Φραγκογιαννού, που «λυτρώνει» θηλυκά βρέφη και νήπια από την απροσμέτρητα δύστυχη ζωή που τους μέλλεται. Το παπαδιαμαντικό κείμενο, διασκευασμένο από τον Στρατή Πασχάλη, με ευαισθησία, σεβασμό στη γλώσσα του πρωτοτύπου και σύντομες κειμενικές παρεμβάσεις για τις σημερινές αντιλήψεις περί μητρότητας, σκηνοθετημένο ατμοσφαιρικά, με διπολική ρεαλιστική απλότητα - με πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση και με αναπαραστατικούς διαλόγους - από τον Στάθη Λιβαθινού, υπηρετείται απόλυτα. Ολοι οι συντελεστές της παράστασης συμβάλλουν στην υψηλής αισθητικής θεατρική απόλαυση. Το άκρως συμβολικό σκηνικό και τα λιτά κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου), οι σκιώδεις φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου), η «σκοτεινή» μουσική (Τηλέμαχος Μούσας), το μακιγιάζ (Γιάννης Παμούκης). Η Μπέττυ Αρβανίτη, μεταμορφωμένη ολότελα, ερμηνεύει με συγκλονιστική απλότητα, αλήθεια και εσώτατη δραματικότητα τη διά βίου τυραννισμένη Φραγκογιαννού. Αξιέπαινοι ερμηνευτικά είναι και οι: Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Λίλλυ Μελεμέ, Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Χάρης Χαραλάμπους.

«Η αυλή των θαυμάτων» από το Εθνικό Θέατρο

«Η νίκη»
«Η νίκη»
Μικρασιατική καταστροφή. Χιλιάδες οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες που, αβοήθητοι από την πολιτεία και «σωριασμένοι» σε αδόμητες, σχεδόν, περιοχές της πρωτεύουσας, φτιάχνουν μόνοι τους τις παραγκογειτονιές τους. Μακρόχρονα σκληρό μεροδούλι - μεροφάι κι αγώνας για καλύτερη ζωή. Κι ήρθαν πόλεμος, κατοχή κι αντίσταση, διωγμοί και «πέτρινοι χρόνοι». Ξανά απ' την αρχή άγρια εκμετάλλευση, φτώχεια, ανεργία, ατέλειωτο κυνήγι για ένα μεροκάματο πείνας, χωρίς δικαιώματα, για το λαό - Μικρασιάτες και Ελλαδίτες. Απελπισία, αναγκαστική μετανάστευση και έξωση από τις νοικιασμένες «καμαρούλες μια σταλιά» σε προπολεμικά σπίτια, λόγω αντιπαροχής, στις δεκαετίες του '50 και '60. Τη «ζωή» αυτή τη βίωσε, από νεαρή ηλικία, και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και εμπνευσμένος από αυτή την βιωμένη πραγματικότητα τη «μετέπλασε» θεατρικά, με άφθαστο ρεαλισμό, στην «Αυλή των θαυμάτων». Ενα έργο πρωτοπόρο «ορόσημο» της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας. Υπόδειγμα της δραματουργικής τέχνης - όσον αφορά το θέμα, τη μυθοπλασία, την ηθογράφηση ενός λαού και το λεπτομερώς ψυχογραφικό και χαρακτηρολογικό πλάσιμο των προσώπων. Ενα έργο διαχρονικής αξίας και - δυστυχώς - πάλι επίκαιρο, στον τόπο μας. Ο θεατής που θα δει το ανέβασμα της «Αυλής των θαυμάτων» στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα διαπιστώσει και την αξία και την επικαιρότητα του έργου, χάρη στην εύστοχα, ευφάνταστα και ουσιαστικά εκσυγχρονιστική - στη μορφή και το περιεχόμενο - σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα. Μια εξαιρετικά δυναμική σκηνοθετική «συν-ανάγνωση» του έργου και της σημερινής κοινωνικής μας πραγματικότητας - του δράματος που ζουν η ελληνική φτωχολογιά και οι ξεριζωμένοι μετανάστες στις σκόπιμα υποβαθμιζόμενες γειτονιές της Αθήνας. Η σκηνοθεσία, χωρίς να το αλλοιώνει στο παραμικρό, «έφερε» τη μυθοπλασία και τα πρόσωπα του έργου στο σήμερα. Μια παράσταση «ποιητικά» νατουραλιστικής αλήθειας, στους φυσικούς ρυθμούς της ζωής και «κινηματογραφικής» αποτύπωσης της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, με προβολή βιντεοσκοπημένων στιγμιοτύπων και ανθρώπων της σημερινής καθημερινότητας και μάλιστα στην γύρω από το κτίριο του Εθνικού Θεάτρου υποβαθμισμένη περιοχή. Σημερινή πραγματικότητα και αλήθεια που υπογραμμίζεται από το θαυμάσιο σκηνικό (Μανώλης Παντελιδάκης), τα κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου), τη μουσική (Σταύρος Γασπαρινάτος), τους φωτισμούς (Σάκης Μπιρμπίλης) και από τις άξιες κάθε επαίνου ερμηνείες όλων των ηθοποιών, με σημαντικότερες των Προμηθέα Αλειφερόπουλου, Εύης Σαουλίδου, Νίκου Ψαρρά, Νίκου Κουρή, Λένας Παπαληγούρα, Θόδωρου Κατσαφάδου, Μίνας Αδαμάκη, Αγγελικής Στελλάτου.

«Η νίκη» από το Εθνικό Θέατρο

«Η αυλή των θαυμάτων»
«Η αυλή των θαυμάτων»
Βασανισμένα πλάσματα, με ζωές που ρήμαξαν η φασιστική κατοχή, ο εμφύλιος, οι διώξεις, προδότες και χαφιεδολόι, η φτώχεια, ο ξεριζωμός από τον τόπο και τις εστίες τους, η οικονομική μετανάστευση και η σκληρή δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας, στη δεκαετία του '50 και '60, είναι τα πρόσωπα του υπαινικτικά πολιτικού, βαθύτατα «ποιητικού» και σκληρά ρεαλιστικού έργου της Λούλας Αναγνωστάκη «Η νίκη». Πλήρως «ηττημένα», χωρίς την προοπτική μιας καλύτερης, ανθρωπινής ζωής, «άμοιρα» στην πατρίδα, «άμοιρα» και στην ξενιτιά όπου κατέφυγαν για να επιζήσουν, κυνηγημένα ακόμα και εκεί, είναι τα κεντρικά πρόσωπα - μέλη μιας αποδεκατισμένης από τα εμφύλια δεινά και την ανέχεια οικογένειας. Η Αναγνωστάκη έγραφε - μεταξύ άλλων - για το πρώτο ανέβασμα του έργου, στο «Θέατρο Τέχνης» (1977-78) ότι «είναι το χρονικό μιας οικογένειας που ξεκίνησε από τα βόρεια της Μακεδονίας, πέρασε από κάποια συνοικία του Πειραιά, για να καταλήξει στη Γερμανία. Το θέμα δεν είναι το μεταναστευτικό, η Γερμανία είναι ο χώρος και το τέρμα μιας σπαραγμένης διαδρομής» και ότι τα πρόσωπα μεταφέρουν «διαιωνιζόμενα βιώματα μιας διαιωνιζόμενης κοινωνικής αθλιότητας». Θύματα, αλλά και κάποια θύτες, της διαιωνιζόμενης «κοινωνικής αθλιότητας» είναι τα πρόσωπα που έπλασε η Αναγνωστάκη, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, με ανθρωπιστική ευαισθησία, αλλά και με κριτική «ματιά» για τα πάθη, τα λάθη, τα μίση, τις πράξεις και συμπεριφορές τους. Μέσα στο σχεδόν γυμνό σκηνικό χώρο που σχεδίασε ο Αντώνης Δαγκλίδης (ο ίδιος υπογράφει και τα αρμόζοντα κοστούμια), φωτισμένο από τον Σάκη Μπιρμπίλη και με μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού που αναδείχνει τον πάσχοντα ψυχισμό των κύριων προσώπων, ο Βίκτωρ Αρδίτης, με ολοφάνερη αγάπη στο έργο της Αναγνωστάκη, για να υπογραμμίσει την τραγωδία των προσώπων - τραγωδία και αμέτρητων άλλων Ελλήνων - τα εισάγει στη σκηνή με μάσκες, εν είδη Χορού. Η λιτή, «υπόγειας» δραματικής δύναμης σκηνοθεσία, στρέφει όλη την προσοχή της στην καθοδήγηση όλων των ερμηνειών. Στηρίζεται, όμως, τα μέγιστα στο πολύπειρο, ικανότατο αλλά και ιδιαίτερα αισθαντικό υποκριτικό ταλέντο της Ρένης Πιτακκή - η σπουδαία ερμηνεία της μεγεθύνει στο έπακρο και συμβολοποιεί το ρόλο της Γριάς μάνας - και της Μαρίας Κεχαγιόγλου - εξαιρετική η ερμηνεία της (Βάσω). Αξιόλογη είναι η ερμηνευτική συμβολή και των Ιωάννας Κολλιοπούλου, Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, Γιώργου Συμεωνίδη, Αργύρη Πανταζάρα, Προκόπη Αγαθοκλέους.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ