Τετάρτη 20 Σεπτέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Βολπόνε» με το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης

Πνεύμα τολμηρά, «ανατρεπτικά» κριτικό και ριζοσπαστικό απέναντι στην ελισαβετιανή κοινωνία και όλα «τα άνθη του κακού» που γεννούσε, ο συγκαιρινός του Σαίξπηρ δραματουργός Μπεν Τζόνσον, με την κοινωνικά αλληγορούσα, καυστική τραγι-κωμωδία του «Βολπόνε» ή «Η αλεπού» (1605) ξεσκέπασε και χλεύασε κατάμουτρα την «ευυπόληπτη», «καλή» λεγόμενη αγγλική κοινωνία, αποκαλύπτοντας, με σαρδόνια γελοιοποιητική ειρωνεία, την πλατύτατα ενδημούσα και πολύμορφη ανηθικότητα ποικίλων εκπροσώπων - πολιτών, αλλά και θεσμών της. Αντλώντας την ιδέα από τον αρχαίο μύθο για την πονηρή αλεπού που παριστάνει την ψόφια για να κατασπαράξει κοράκια, δηλαδή άλλα είδη αρπακτικών, έπλασε μια ανθρώπινη «αλεπού», ένα «σατανά», που για το χρήμα, παγιδεύει άλλα «κοράκια». Υποσχόμενος στο καθένα ότι αυτό θα είναι ο μόνος «κληρονόμος» του, όχι μόνον αρπάζει την περιουσία τους, αλλά και αποκαλύπτει τη δική τους αρπακτικότητα και ανυποληψία. Μιλώντας για την πάλη του κακού με το καλό και προσδοκώντας την καθαρτήρια νίκη του καλού, ο Τζόνσον, έπλασε τον Βολπόνε σαν «κόρακα», που με συνεργό τον έμπιστο υπηρέτη του Μόσκα και την πλέμπα του περιβάλλοντός του (ένα νάνο, έναν ευνούχο, έναν ερμαφρόδιτο) διαφόρων άλλων «κοράκων μάτι βγάζει», βδελυρών, λ.χ. γιατρών, δικηγόρων, πολιτικών, δικαστών, ερωτομανών κυριών κλπ. Και τελικά, συμπαρασύροντας και αυτούς στη δική του πτώση, συμβάλλει έτσι στη νίκη του καλού.

Το πολυπρόσωπο αριστούργημα του Τζόνσον, διασκεύασε, απέδωσε, σκηνοθέτησε και «σκηνογράφησε» (βιντεογραφικά) ο Γιώργος Κιμούλης, μεταπλάθοντάς το - με εύστοχα κριτική, σαρκαστικά χλευαστική ματιά για τα «κοράκια» της σύγχρονης κοινωνίας - σαν σκληρή ροκ όπερα, στηριζόμενος στην ειρωνικά ροκ μουσική του Διονύση Τσακνή, στα σύγχρονα κοστούμια της Πόπης Συρογιάννη και στη χορογραφία της Νάντιας Λιούλιου. Η ενδιαφέρουσα παράστασή του υπηρετήθηκε και με πολύ καλές ερμηνείες. Τη δική του, σαν ένας «σατανικός», αλλά και «γητευτής ψυχών» Βολπόνε. Τη λιτή, άμεση, μετρημένα κωμική ερμηνεία του Πάνου Σκουρολιάκου (Μόσκα). Τη σαρκαστική καρικατούρα του διαβολοδικηγόρου από τον Τάσο Παλατζίδη. Αρμόζουσες στους ρόλους και στην εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία ήταν οι ερμηνείες των Χρήστου Ευθυμίου, Λαέρτη Βασιλείου, Ανέστη Κατουντή, Τηλέμαχου Κρεβάικα, Υρώς Λούπη. Πολύ καλή και η «τριάδα» Δήμου Γιγαντάκη, Χρήστου Μακρή, Εφης Ρευματά. Οπως πάντα, υπερβολική και υπερκινητική η Μαρία Γεωργιάδου.


ΘΥΜΕΛΗ

Σκηνικές διασκευές
«Δον Καμίλο» από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης

Την αξιοθαύμαστα μαστορεμένη (καλοφτιαγμένοι χαρακτήρες, ευφάνταστη πλοκή, χυμώδης γλώσσα) σατιρική κωμωδία του Σωτήρη Πατατζή «Δον Καμίλο» (μεγάλη επιτυχία του Μίμη Φωτόπουλου, γραμμένη για τον ίδιο) ανέβασε το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης. Εύστοχη επιλογή, καθώς το έργο ταιριάζει «γάντι» στο κλίμα των δημοτικών εκλογών μας. ΕΑΜίτες ο Πατατζής και ο μπατζανάκης του Φωτόπουλος, έστειλαν ένα «μήνυμα» στο λαϊκό ελληνικό κοινό της μετεμφυλιακής δεκαετίας του '50, διαλέγοντας την ελεύθερη θεατροποίηση του μεταπολεμικού ευθυμογραφήματος του Ιταλού συγγραφέα Τζοβανίνο Γκουαρέσκι «Δον Καμίλο». Εθνική Αντίσταση έκαναν και ο ιταλικός και ο ελληνικός λαός, με πρωτοπόρους, ως γνωστόν, τους κομμουνιστές. Συμπαραστάτες στον αντιφασιστικό αγώνα τους ήταν και αρκετοί λαϊκοί κληρικοί, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Το όραμα του απελευθερωτικού ελληνικού και ιταλικού αγώνα για μια καλύτερη μεταπολεμική κοινωνία, βέβαια, δε δικαιώθηκε. Η άρχουσα τάξη και τα όργανά της - μεταξύ των οποίων και η Εκκλησία - κι εκεί κι εδώ, μηχανορραφούσε και μηχανορραφεί για να διατηρεί παντού την εξουσία της - λ.χ., και ενάντια στην εκλογή κομμουνιστών δημάρχων. Αλλά κι ο λαός μπορεί να καταπολεμήσει τα σχέδιά της. Αυτό είναι το διαχρονικό «μήνυμα» της κωμωδίας του Πατατζή, με κεντρικούς ήρωες τον, συντηρητικό αλλά τίμιο, φτωχό λαϊκό ιερέα δον Καμίλο και τον φίλο του, κομμουνιστή - αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Πεπόνε, που εκλέγεται δήμαρχος, παρά τα «κόλπα» και τις απειλές του καρδιναλίου και του «αρπακτικού» υποψηφίου των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Πατατζής, πλάθοντας αγαπητικά τον δον Καμίλο, τον βάζει να «μιλά» με το Χριστό, ουσιαστικά με τη συνείδησή του, καθιστώντας τον «φωνή» της λογικής και της κοινωνικής συνείδησης κάθε τίμιου λαϊκού ανθρώπου. Η κωμωδία, σκηνοθετημένη με κέφι από τον Θανάση Θεολόγη, με ρεαλιστικό σκηνικό και κοστούμια του Αντώνη Χαλκιά, μουσική Μανώλη Μανουσάκη, κίνηση Πέτρου Γάλλια, «ευλογήθηκε» κυριολεκτικά από τη λαϊκού αισθήματος, έμφυτης και πληθωρικής κωμικότητας, χιουμοριστική πνευματικότητα, ευλύγιστη, σύνθετη, πολύσημη και αμφίσημη στο πλάσιμο διαφόρων και διαφορετικών ανθρώπινων χαρακτήρων, υποκριτική στόφα του Γιώργου Παρτσαλάκη. Ο δον Καμίλο του προσφέρει χορταστικό, μα νοήμον γέλιο, αλλά και συγκίνηση. Ο Χρήστος Μπίρος γελοιοποιεί απολαυστικά τον καρδινάλιο. Ο Μανώλης Σορμαΐνης έπλασε καίρια το «μαφιόζικης» συμπεριφοράς υποψήφιο των Χριστιανοδημοκρατών, Φλουράτο, και ο Νίκος Δαδινόπουλος έναν καλόκαρδα πεισματάρη Πεπόνε. Αξιόλογες ήταν και οι ερμηνείες των Αλεξάνδρας Καρακατσάνη, Δέσποινας Ψαροπούλου, Στέλιου Καλαθά, Νεκταρίας Γιαννουδάκη.


ΘΥΜΕΛΗ

«Τα φτερά του έρωτα»

Μια πρωτότυπου πειραματικού χαρακτήρα παράσταση - δρώμενο, μετακινούμενο με λεωφορείο σε δρόμους, πλατεία, γέφυρα, μπαρ και αίθουσα προβολών στην περιοχή Κεραμεικού, δρώμενο μελαγχολικής ατμόσφαιρας, που προκαλεί ποικίλους συνειρμούς με τα στιγμιότυπα, τις ανθρώπινες φιγούρες και τις «αληθοφανείς», κινούμενες εικόνες ζωής που παράγει - ήταν η θεατροποιημένη διασκευή της υπέροχης, ποιητικά αλληγορικής ταινίας του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα», με θέμα τη ζωή, τον έρωτα, τη μοναξιά, τη μνήμη, τα ανικανοποίητα όνειρα, τη δημιουργία, τα γηρατειά, το θάνατο, σε σενάριο του Πέτερ Χάντκε. Η ιδέα, η διασκευή, η σκηνοθεσία, η μουσική επιμέλεια ήταν του Γρηγόρη Χατζάκη. Ενός νέου σκηνοθέτη, που υπογράφει και την απόδοση του κινηματογραφικού σεναρίου, με συνεργάτρια την Δανάη Χατζάκη, η οποία είχε τη σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια. Η παράσταση, περιστασιακά φιλοξενούμενη από το νέο πολυτελές θέατρο «Αγγέλων Βήμα», πολυπρόσωπη και πολυέξοδη παραγωγή του ίδιου του σκηνοθέτη, δείχνει ευμάρεια (στηρίχτηκε με χορηγίες και την αιγίδα δημοσίων και ιδιωτικών φορέων), αλλά και ευφάνταστο καλλιτεχνικό ταλέντο. Το δρώμενο «ζωντάνεψε» τα πρόσωπα της ταινίας του Βέντερς, προσπαθώντας με τους ρυθμούς, τους κανόνες της ζωντανής τέχνης του θεάτρου να αναπλάσει με κινηματογραφική ροή και τις εικόνες. Αλλη όμως η «οικονομία», η χωρο-χρονική συμπύκνωση που απαιτεί το θέατρο κι άλλη της κινηματογραφικής τέχνης, της οποίας το τελικό αποτέλεσμα προβαλλόμενο επί της οθόνης αποκτά τη δική του «αριστοτελική ενότητα» μύθου - χρόνου - χώρου. Από αυτή την άποψη, η παράσταση, κινούμενη διαρκώς, ήταν επόμενο να διασπάται μυθοπλαστικά, να έχει χαλαρούς ρυθμούς, έλλειψη σκηνικής οικονομίας, οι - επίσης μετακινούμενοι στους διάφορους χώρους της δράσης - θεατές, να μην ακούν το λόγο όλων των διάσπαρτων στους χώρους ηθοποιών, ιδιαίτερα των άπειρων νέων ηθοποιών, να βλέπουν μια εικόνα κοντινή τους αλλά να τους διαφεύγουν άλλες. Αδύνατο σκηνοθετικά, ήταν και το βίντεο του φινάλε. Πάντως το πρωτότυπο εγχείρημα είχε και ενδιαφέρον και ευαισθησία και καλαισθησία και μερικά πολύ ατμοσφαιρικά σκηνοθετικά και ερμηνευτικά στοιχεία, όπως τα σύντομα στιγμιότυπα με τους τσιρκολάνους και την ακροβάτισσα -άγγελο του έρωτα (με αξιόλογη ερμηνεία της Νατάσας Ζάγκα) και το γέρο συγγραφέα - επιβάτη του λεωφορείου- που αναπολεί τη νιότη του, με τον πολύπειρο και αισθαντικότατο Γιάννη Ροζάκη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ