Μετά τον ΟΤΕ οι Γερμανοί εκδήλωσαν ενδιαφέρον να αποκτήσουν και τα ΕΛΤΑ, με πρώτο βήμα την κερδοφόρα θυγατρική στις ταχυμεταφορές
Τα ταχυδρομεία αποτελούν χρυσοφόρο τομέα για τους επιχειρηματικούς μονοπωλιακούς ομίλους. Τα έσοδα από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες στην ΕΕ υπολογίζεται ότι θα αγγίξουν τα 100 δισ. ευρώ το 2008 |
Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται μέσα στον ερχόμενο μήνα να επιλεγεί ο ανάδοχος μεταξύ της γερμανικής «Deutsche Post» και μιας κοινοπραξίας με επικεφαλής τα βελγικά ταχυδρομεία «Le Poste de Poste». Η εταιρεία «ΕΛΤΑ Ταχυμεταφορές», με δίκτυο 800 σημείων, πέρυσι παρουσίασε κέρδη άνω των 870.000 ευρώ, ενώ σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις τα τρία τελευταία χρόνια η εταιρεία έχει καταφέρει να τριπλασιάσει το μερίδιο αγοράς της από 5% σε 15%, παρουσιάζοντας μέση ετήσια αύξηση κύκλου εργασιών 20%.
Οσον αφορά την ιδιωτικοποίηση των ΕΛΤΑ, αυτή εξαγγέλθηκε πρόσφατα από τον γενικό γραμματέα Τηλεπικοινωνιών, Γ. Αναστασόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι «η κυβέρνηση επιθυμεί να ξεκινήσει τις διαδικασίες πώλησης ποσοστού των ΕΛΤΑ μέσα στο 2008, στο πλαίσιο προετοιμασίας του Οργανισμού ενόψει της πλήρους "απελευθέρωσης" της ταχυδρομικής αγοράς από το 2013». Σύμφωνα με τον Γ. Αναστασόπουλο, στόχος της κυβέρνησης είναι να ξεκινήσουν άμεσα οι διαδικασίες για την ανεύρεση «στρατηγικού επενδυτή» για τα ΕΛΤΑ ή για την εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο και στη συνέχεια να αναζητηθεί «στρατηγικός επενδυτής».
Οι καταστροφικές αποφάσεις για το μέλλον των δημόσιων ταχυδρομείων δεν είναι καινούριες. Εχουν ληφθεί ουσιαστικά εδώ και χρόνια στις Βρυξέλλες, με πρόταση οδηγίας της Κομισιόν, η οποία βασίστηκε στα αποτελέσματα των δημόσιων διαβουλεύσεων που ακολούθησαν την υποβολή της «Πράσινης Βίβλου» και την απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Μεταφορών της 7ης Φλεβάρη 1994. Βάσει των κατευθύνσεων αυτών, στην ενιαία εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά θα κυριαρχούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα μονοπώλια, ενώ οι δημόσιοι ταχυδρομικοί φορείς - και φυσικά και τα ΕΛΤΑ - θα περιοριστούν στο ρόλο του «φτωχού συγγενή». Και αυτό γιατί παρέχεται η δυνατότητα στους ιδιώτες να δραστηριοποιηθούν στις πιο κερδοφόρες και με γρήγορους ρυθμούς αναπτυσσόμενες υπηρεσίες, κάνοντας χρήση του δημόσιου ταχυδρομείου με προνομιακούς όρους. Σημειώνεται ότι σήμερα η ταχυδρομική αγορά συμμετέχει με ποσοστό άνω του 1,3% στο κοινοτικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) και απασχολεί περίπου δύο εκατομμύρια εργαζόμενους από τους οποίους περίπου 1,4 εκατομμύρια απασχολούνται στους δημόσιους ταχυδρομικούς φορείς.
Βάσει των τελευταίων αποφάσεων, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες - κατά τα πρότυπα των τομέων ενέργειας και τηλεπικοινωνιών - οδεύουν σε πορεία πλήρους «απελευθέρωσης» από το 2011. Το Συμβούλιο Υπουργών Τηλεπικοινωνιών της ΕΕ, αποφάσισε να μεταθέσει κατά δύο χρόνια την εφαρμογή της ισχύουσας ταχυδρομικής οδηγίας 97/67/ΕΚ, η οποία προσδιόριζε την 1η Γενάρη 2009 ως ημερομηνία της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Στα κράτη - μέλη με ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, παρέχεται η δυνατότητα παράτασης επιπλέον δύο χρόνων.
Ο υπουργός Μεταφορών - Επικοινωνιών, Κ. Χατζηδάκης, τόνισε ότι η χώρα μας θα αξιοποιήσει την προαναφερόμενη παράταση που κατάφερε να εξασφαλίσει μετά από διαπραγματεύσεις και θα προχωρήσει σε πλήρες άνοιγμα της ταχυδρομικής αγοράς την 1η Γενάρη 2013. Φυσικά η κυβέρνηση της ΝΔ δεν... αντιστέκεται στην πολιτική των Βρυξελλών. Απλά ζητά λίγο χρόνο για να ρυθμίσει και τις τελευταίες εκκρεμότητες, που δεν πρόλαβε να τακτοποιήσει το ΠΑΣΟΚ.
Υπενθυμίζεται ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ συνδιαμόρφωσαν το πλαίσιο για την ιδιωτικοποίηση και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, καθώς από κοινού:
-- Νομιμοποίησαν τις ιδιωτικές ταχυδρομικές εταιρείες.
-- Διαχώρισαν τις κερδοφόρες δραστηριότητες των ΕΛΤΑ, δημιουργώντας ξεχωριστές θυγατρικές ανώνυμες εταιρείες, όπως η «ΕΛΤΑ Ταχυμεταφορές».
-- Μετοχοποίησαν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο κατά 35%, με συμμετοχή κατά 10% και των ΕΛΤΑ στο μετοχικό κεφάλαιο του Ταμιευτηρίου.
Η προωθούμενη απελευθέρωση της «αγοράς ταχυδρομικών υπηρεσιών» αποτελεί τμήμα των σαρωτικών αλλαγών για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, στο πλαίσιο της ΕΕ. Τα ταχυδρομεία αποτελούν χρυσοφόρο τομέα για τους επιχειρηματικούς μονοπωλιακούς ομίλους. Τα έσοδα από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες στην ΕΕ υπολογίζεται ότι θα αγγίξουν τα 100 δισ. ευρώ το 2008.
Με την «πλήρη απελευθέρωση», όπως είναι αυταπόδεικτο, ανοίγει διάπλατα ο τομέας των ταχυδρομικών υπηρεσιών στο μεγάλο κεφάλαιο, στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισαβόνας, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των μονοπωλίων.
Ειδικότερα, με την προωθούμενη πολιτική:
Ολα τα παραπάνω για την Ελλάδα, σημαίνουν ότι ανοίγει ο δρόμος για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση τομέων δραστηριότητας των ΕΛΤΑ. Τα ΕΛΤΑ θα είναι αναγκασμένα να διατηρούν και να συντηρούν το βασικό δίκτυο ταχυδρομικών υπηρεσιών, το οποίο, όμως, θα μπορούν να χρησιμοποιούν και οι ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις κερδοφόρες υπηρεσίες, όπως ακριβώς γίνεται σήμερα με το δίκτυο του ΟΤΕ. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα ΕΛΤΑ θα λειτουργούν πλέον με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με γνώμονα το κέρδος και όχι το κοινωνικό όφελος. Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες από δημόσιο αγαθό μετατρέπονται σε κοινό εμπόρευμα.
Αμεση συνέπεια αυτού, είναι χειροτέρευση της ποιότητας των υπηρεσιών, ιδίως στους τομείς που κρίνονται «ασύμφοροι» για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Και φυσικά, ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός όχι μόνο δε θα μειώσει τις τιμές, όπως υποκρίνονται οι θιασώτες της «ελεύθερης αγοράς», αλλά αντίθετα θα τις εκτινάξει στα ύψη, όπως γίνεται σήμερα, στην... απελευθερωμένη τηλεπικοινωνιακή αγορά.
Επώδυνες συνέπειες θα έχει η «απελευθέρωση» και για τους εργαζόμενους στα ΕΛΤΑ (άρση μονιμότητας, αλλαγή Κανονισμού Εργασίας, εντατικοποίηση της εργασίας, ελαστικές μορφές απασχόλησης) αλλά και γενικότερα για τους εργαζόμενους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπου ήδη οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, η πλήρης ανυπαρξία εργασιακών, κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων αποτελούν τον κανόνα.
Σημειώνεται ότι κατά τη συζήτηση της πρότασης της Κομισιόν στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ Γ. Τούσσας, εξέφρασε την κατηγορηματική αντίθεση του Κόμματος στην προωθούμενη απελευθέρωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Το ΚΚΕ σταθερά και αταλάντευτα προβάλλει τη θέση ότι τα ΕΛΤΑ, που αποτελούν περιουσία του ελληνικού λαού, πρέπει να παραμείνουν 100% στο Δημόσιο και να λειτουργούν για την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και όχι για τα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Στα 4 δισ. ευρώ φτάνει για την ώρα η αξία των συμπράξεων ανάμεσα στο Δημόσιο και τα ιδιωτικά κεφάλαια. Πρόκειται για τις ΣΔΙΤ, που ήδη έχουν εγκριθεί από το αρμόδιο κυβερνητικό όργανο, τη Διυπουργική Επιτροπή, στην οποία μετέχουν τα υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και ΠΕΧΩΔΕ και, κατά περίπτωση, το υπουργείο που εποπτεύει το φορέα υλοποίησης του έργου. Μεγαλοεπιχειρηματίες από διάφορους κλάδους πιέζουν σε κάθε κατεύθυνση για την επιτάχυνση των διαγωνισμών και για την ένταξη και νέων έργων. Για όσα από τα εγκεκριμένα έργα έχουν προκηρυχτεί και οι διαγωνισμοί, έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από περίπου 40 ισχυρές ντόπιες και ξένες επιχειρήσεις. Ανάμεσα σε αυτές, μεγάλες επιχειρήσεις από Γαλλία, Γερμανία, Καναδά. Σε πολλές περιπτώσεις ετοιμάζονται να πάρουν τη «δουλειά» κοινοπραξίες εταιρειών.
Τα ήδη εγκεκριμένα έργα, ταξινομημένα ανά υπουργείο, είναι τα παρακάτω:
Τα συνολικά έργα που μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί από τη Διυπουργική Επιτροπή ΣΔΙΤ φτάνουν στα 806 εκατ. ευρώ. Πάνω σε αυτό, όπως και σε άλλα έργα ΣΔΙΤ, μπαίνει και το κόστος για τη βαριά συντήρηση, που φτάνει σε 20%. Συνολικά, δηλαδή, το κόστος που θα πληρώνει το κράτος στη διάρκεια της κάθε σύμβασης προϋπολογίζεται σήμερα να φτάσει σε 1,04 δισ. ευρώ. ευρώ.
Πρόκειται για τα παρακάτω:
Το συνολικό κονδύλι (μαζί με τη βαριά συντήρηση) φτάνει σε 646,8 εκατ. ευρώ.
Τα συνολικά έργα φτάνουν σε 538,5 εκατ. ευρώ και με την προσαύξηση του 20% σε 646,2 εκατ. ευρώ.
Εχουν εντάξει και ένα πλήρως ανταποδοτικό (100%) έργο. Τις παρεχόμενες υπηρεσίες θα τις χρυσοπληρώνουν κάθε φορά οι χρήστες της υπηρεσίας (που μπορεί να είναι και πάλι το Δημόσιο). Πρόκειται για τις νέες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις του Κέντρου Λουτροθεραπείας Αναπήρων Πολέμου στα Μέθανα.
Και ακόμη:
Συνολικά, εκτός του πλήρως «ανταποδοτικού έργου», το κονδύλι φτάνει σε 325,8 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, διαμορφώνεται σε 262,2 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται και για έργα επιχειρηματικής αξιοποίησης των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων με συνολικό κονδύλι στα 131,4 εκατ. ευρώ.
Νέες κτιριακές εγκαταστάσεις για τη στέγαση του υπουργείου, τη στέγαση υπηρεσιών του Δήμου Χαλανδρίου και αθλητικών εγκαταστάσεων και Πάρκου Αναψυχής του Δήμου Χαλανδρίου (212 εκατ. ευρώ +20%) 254,4 εκατ. ευρώ.
Στη διαχείριση του μεγάλου κεφαλαίου βασικές υποδομές και κλάδοι, όπως Υγεία, Παιδεία, κατασκευές, διαχείριση απορριμμάτων κ.ά.
Eurokinissi |
Οι μεγαλοκατασκευαστές σε συνεργασία και με άλλα κεφάλαια θα βάλουν στη διαχείρισή τους και τα νοσοκομεία που θα κατασκευαστούν με ΣΔΙΤ |
Οι συμπράξεις - συμφύσεις ανάμεσα στο κράτος και στα μονοπώλια είναι πολιτική επιλογή και της ΕΕ. Ερχεται να υπηρετήσει τη Στρατηγική της Λισαβόνας ενισχύοντας την πολλά υποσχόμενη αγορά των συμπράξεων μέσα στη χώρα. Παραπέρα έρχεται να ενισχύσει την επιχειρηματική διείσδυση στην ευρύτερη ζωτική περιοχή είτε από μεμονωμένες ισχυρές επιχειρήσεις είτε από κοινοπραξίες μεγαλοεπιχειρηματιών. Ολοι αυτοί ήδη ακονίζουν μαχαίρια διαγκωνιζόμενοι για τα κομμάτια της νέας επιχειρηματικής πίτας. Η συγκεκριμένη κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση από την κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να επεκτείνει την πρακτική των συμβάσεων παραχώρησης (Αττική Οδός, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, Ρίο-Αντίρριο, κ.ά.) που υλοποίησαν οι προκάτοχοί της του ΠΑΣΟΚ.
Η διυπουργική Επιτροπή ΣΔΙΤ έχει ήδη εγκρίνει την ένταξη 34 μεγάλων έργων, προϋπολογισμού - με σημερινούς όρους - ύψους πάνω από 4 δισ. ευρώ. Και έπεται συνέχεια.
Για αρκετά από αυτά τα έργα έχουν ήδη προκηρυχτεί διαγωνισμοί. Σειρά παίρνουν και τα επόμενα ενώ αναμένονται και νέες εγκρίσεις από την κυβέρνηση. Ούτε λίγο - ούτε πολύ, οι «συμπράξεις» κράτους - ιδιωτών στηρίζονται στη «λογική» που θέλει το δημόσιο να μη διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση των έργων. Ετσι τα εκχωρούν στους κεφαλαιοκράτες, τους οποίους το κράτος αναλαμβάνει να τους πληρώνει σε συμφωνημένα διαστήματα και για όσο καιρό διαρκεί η κάθε σύμβαση. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις η διάρκεια των συμβάσεων ξεπερνά τα 25 χρόνια. Μέσα σε αυτά οι μεγαλοεπιχειρηματίες θα βγάλουν και από τη μύγα ξίγκι εισπράττοντας και από το κράτος αλλά και από τους «χρήστες» των υπηρεσιών, δηλαδή από τα λαϊκά στρώματα.
Είναι απόλυτα φανερό ότι η εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων στη βάση των σύγχρονων αναγκών προϋποθέτει ρότα πολιτικής σε ρήξη με τις στρατηγικές επιλογές της «Λισαβόνας» και ανατροπή τους.