Νοσηλευτές και νοσηλεύτριες μεταφέρουν στον «Ριζοσπάστη» την εφιαλτική κατάσταση στα νοσοκομεία που τους βγάζει στον δρόμο
Με τις συνθήκες που επικρατούν στη δουλειά τους να είναι εφιαλτικές λόγω των ελλείψεων προσωπικού, και με τα δημόσια νοσοκομεία να «βράζουν» από τη γενικευμένη δυσαρέσκεια ασθενών και υγειονομικών, η απεργία που οργανώνουν την Παρασκευή 28 Νοέμβρη εξελίσσεται σε σταθμό αγώνα συνολικά για το δικαίωμα του λαού στη δημόσια, δωρεάν, υψηλού επιπέδου Υγεία.
Συγκεκριμένα, στην πανελλαδική νοσηλευτική απεργία που οργανώνεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία των νοσοκομείων συμμετέχουν νοσηλευτές, βοηθοί νοσηλευτές, μαίες, τραυματιοφορείς, βοηθοί θαλάμου. Στην Αθήνα η απεργιακή συγκέντρωση θα γίνει στις 4 μ.μ. στην πλατεία Συντάγματος, ενώ ανάλογες συγκεντρώσεις οργανώνονται και σε άλλες περιοχές σε όλη τη χώρα.
Σήμερα ο «Ριζοσπάστης» δίνει τον λόγο στους νοσηλευτές, που έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της επαγγελματικής εξουθένωσης και μεταφέρουν το έγκλημα διαρκείας με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι στους θαλάμους και τις υπηρεσίες. Μεταφέρουν την τραγική κατάσταση που έχει διαμορφώσει η υποχρηματοδότηση με την ένταση της επιχειρηματικής δράσης, τη λειτουργία των νοσοκομείων όλο και περισσότερο ως «αυτοτελών επιχειρηματικών μονάδων» που καλούνται να βγάζουν μόνες τους τα έξοδά τους.
Είναι αναπληρώτρια γραμματέας στο Σωματείο του Νοσοκομείου και μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΠΟΕΔΗΝ, και όπως μας λέει οι νοσηλευτές, «η ραχοκοκαλιά των νοσοκομείων, είναι σκληρά εργαζόμενοι και ταυτόχρονα κακοπληρωμένοι».
Και εξηγεί τον εφιάλτη που ζει και η ίδια στο νοσοκομείο:
«Αλλεπάλληλες βάρδιες χωρίς όριο, με 8 έως 10 νυχτερινά τον μήνα αντί για 4, παράνομες βάρδιες απόγευμα - πρωί και πρωί - νύχτα, δηλαδή 16 ώρες δουλειάς την ημέρα, ένα ρεπό ή και χωρίς ρεπό την εβδομάδα, 10 - 15 μέρες άδειας τον χρόνο και τα υπόλοιπα να μένουν χρωστούμενα ...έως τη σύνταξη. Αυτή είναι η "κανονικότητα" των νοσηλευτών, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι γυναίκες και μητέρες.
Οι 2 νοσηλευτές για 30 - 50 ασθενείς, με 18 σε ράντζα, η δουλειά σε 2 και 3 διαφορετικά Τμήματα για να κλείνουμε τις τρύπες της υποστελέχωσης, οι οποίες είναι πολλές, είναι επικίνδυνες συνθήκες, πέρα από κάθε επιστημονική τεκμηρίωση, όπου πρέπει να ανταποκριθούμε καθημερινά και να καταφέρουμε να είμαστε όρθιοι και ικανοί να νοσηλεύσουμε ασθενείς.
Είμαστε αντιμέτωποι με την τρομοκρατία, τον εκβιασμό και τη χειραγώγηση από τους προϊσταμένους και τους διευθυντές, οι οποίοι έχουν στα χέρια τους το πρόγραμμα εργασίας, οπότε και τη ζωή του κάθε νοσηλευτή, και σε κάθε αντίδραση η απάντηση είναι εκδικητικές μετακινήσεις και αυταρχικές συμπεριφορές».
Η Αννα Ψαρρού ξεχωρίζει και το ζήτημα της «πολυδιάσπασης του νοσηλευτικού προσωπικού», που όπως λέει «εντείνει την εκμετάλλευση και τους διαχωρισμούς. Τα καθηκοντολόγια είναι βασισμένα στις ελλείψεις και στην υποστελέχωση των νοσοκομείων, και όχι στα προγράμματα σπουδών μας. Ο μισθός δεν καλύπτει ούτε τις βασικές ανάγκες, συνεχίζεται η μη ένταξη στα ΒΑΕ, τα τσακισμένα δικαιώματα».
Σχολιάζει δε ως «εμπαιγμό» τη δήθεν αναγνώριση από την κυβέρνηση και τους παρατρεχάμενούς της (βλ. ΕΝΕ) του προβλήματος της έλλειψης και της υποστελέχωσης με νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων. Αντίστοιχα, για τον «ενιαίο κλάδο» νοσηλευτών που ευαγγελίζονται οι παραπάνω, αναδεικνύει «τους διαχωρισμούς και τις εξαιρέσεις με βάση τις τρεις κατηγορίες νοσηλευτικού προσωπικού, ενώ η νοσηλευτική επιστήμη είναι μία και ενιαία και δεν μπορεί να διαχωρίζεται σε κατηγορίες. Εχουμε εμπειρία από τα νέα καθηκοντολόγια. Καλλιεργούν το "διαίρει και βασίλευε" και εντείνουν την εκμετάλλευση σε βάρος όλου του νοσηλευτικού προσωπικού».
«Αυτή είναι η πραγματικότητα των νοσηλευτών σήμερα, είναι οι αιτίες που οδηγούν στην εξουθένωση, στο λάθος, στην παραίτηση. Είναι οι αιτίες που στις 28 Νοέμβρη μάς βγάζουν στον δρόμο του αγώνα», αναφέρει και καταλήγει, φωτίζοντας την καρδιά του προβλήματος:
«Δεν έχουμε αυταπάτες, δεν περιμένουμε σωτήρες, ξέρουμε καλά ότι αυτά που σήμερα ζούμε είναι αποτέλεσμα της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων στην Υγεία, που θέλουν νοσοκομεία - επιχειρήσεις, με λιγότερο και φτηνότερο προσωπικό και τσακισμένα δικαιώματα».
Ο Δημήτρης Αβραμίδης, νοσηλευτής και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων Νοσοκομείου «Αγία Ολγα», μιλάει για τους νοσηλευτές, τους «ήρωες της πανδημίας και των χειροκροτημάτων». Αυτούς «που τώρα τελευταία ξυλοφορτώνονται από τις δυνάμεις καταστολείς γιατί ζητάνε τα αυτονόητα για την επαγγελματική τους υπόσταση και την αξιοπρεπή και ασφαλή νοσηλεία των ασθενών», σχολιάζει.
Σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση και το υπουργείο παραδέχονται τάχα το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης νοσηλευτών, απαντά στο ερώτημα «τι κάνουν γι' αυτό;»:
«Κάνουν ό,τι μπορούν για να μη μείνει ούτε ένας νοσηλευτής στο ΕΣΥ, για να μη διαλέξει ούτε ένας σπουδαστής τις Σχολές Νοσηλευτικής στη χώρα...
Μισθοί νοσηλευτών στα 800 ευρώ, δηλαδή περίπου 650 ευρώ αν δούλευε στον ιδιωτικό τομέα με 14 μισθούς. Αναλογία νοσηλευτή προς ασθενείς, 1 για 20 - 25 ανά κλινική. Βάρδιες παράνομες, η μία ξοπίσω της άλλης. Δημιουργία του όρου "οφειλόμενο ρεπό". Κάθε νοσηλευτής έχει καμιά πενηνταριά περίπου από αυτά. Πώς δημιουργούνται; Οταν αδυνατεί η εκάστοτε υπηρεσία να δώσει τα ρεπό της εβδομάδας στο προσωπικό λόγω μεγάλης έλλειψης. Επίσης, κανονικές άδειες που ούτε έχουν πληρωθεί, ούτε τις έχει πάρει το προσωπικό τα τελευταία 2-3 χρόνια... Ατελείωτες απλήρωτες υπερωρίες... Μονοβάρδιες (1 νοσηλευτής) σε κλινικές δύσκολες (Καρδιολογική, Ορθοπεδική κ.ά.) με 20 - 25 ασθενείς...
Με αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς τι είδους υπηρεσίες λαμβάνουν οι ασθενείς από αυτό το εξουθενωμένο νοσηλευτικό προσωπικό. Το λιγότερο επικίνδυνες. Πολλές φορές με τραγικά αποτελέσματα, μια λάθος μετάγγιση ας πούμε».
Ο Δ. Αβραμίδης απαντά και στον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι «δεν υπάρχουν νοσηλευτές», ότι «είναι πανευρωπαϊκό το πρόβλημα». Αναδεικνύει ότι την ίδια στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση σε αναλογία νοσηλευτών προς κατοίκους στην ΕΕ, αφού αντιστοιχούν 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους στην Ελλάδα, με τον μέσο όρο να κυμαίνεται στους 8,2 ανά 1.000 κατοίκους στην ΕΕ. Δείχνοντας μάλιστα ότι δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία, σημειώνει: «Αν έχουν πρόβλημα και ζητάνε νοσηλευτικό προσωπικό σαν τρελοί χώρες όπως η Ιρλανδία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και οι σκανδιναβικές χώρες, με μέσο όρο 12 - 13 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, φανταστείτε τι πρόβλημα υπάρχει στη χώρα μας.
Τη "λύση" βέβαια την έχει βρει η κυβέρνηση. Και δεν είναι βέβαια η επίλυση των παραπάνω προβλημάτων που ταλανίζουν το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά η εισαγωγή εργαζομένων από τρίτες χώρες, όπως η Ινδία, με τους ίδιους μισθούς και συνθήκες του σήμερα. Αν πιστεύει κανείς ότι αυτοί οι εργαζόμενοι των τρίτων χωρών θα έρθουν στην Ελλάδα και δεν θα πάνε στις άλλες χώρες, με τριπλάσιους και τετραπλάσιους μισθούς και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, τότε πλανάται οικτρά».
Αποκαλυπτικό είναι το στοιχείο που φέρνει ο Δ. Αβραμίδης, καταρρίπτοντας τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς: «Στην τελευταία μεγάλη προκήρυξη μόνιμου νοσηλευτικού προσωπικού πριν 2 - 3 χρόνια, για 3.500 θέσεις, έκαναν αίτηση 25.000 νοσηλευτές... Το παραμυθάκι σας λοιπόν, κύριοι της κυβέρνησης, δεν έχει δράκο. Καλύψτε άμεσα τις 20.000 κενές οργανικές θέσεις νοσηλευτών».
Για τα μεγάλα προβλήματα στο Ογκολογικό Νοσοκομείο «Μεταξά» μάς μιλά η Εύα Πολύζου, νοσηλεύτρια και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο Νοσοκομείο.
Σημειώνει ότι είναι και αυτά «διαχρονικά αποτέλεσμα μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει την Υγεία ως "κόστος", επομένως δεν προχωρά η ουσιαστική στελέχωση όλων των νοσοκομείων με τις αναγκαίες προσλήψεις.
Αυτή η έλλειψη προσωπικού οδηγεί σε τεράστια εξουθένωσή του, ιδιαίτερα μέσα στον χώρο ενός ογκολογικού νοσοκομείου, όπου είμαστε αντιμέτωποι με μια εξαιρετικά ευαίσθητη και δύσκολη ομάδα ασθενών. Αυτό, λόγω της βαρύτητας της νόσου τους, αλλά και των σύνθετων θεραπειών που τη συνοδεύουν και που έχουν να κάνουν με την έκθεση σε ακτινοβολία, σε τοξικές χημειοθεραπευτικές ουσίες, ή με τη φροντίδα ασθενών που έχουν υποβληθεί σε δύσκολα χειρουργεία, ή και των ασθενών τελικού σταδίου. Η εντατικοποίηση της δουλειάς έρχεται να επιφέρει μεγαλύτερη επίπτωση και καταπόνηση στον εργαζόμενο, τόσο σωματική όσο και ψυχική, υπό τις παραπάνω συνθήκες και ιδιαιτερότητες της εργασίας.
Από τους συναδέλφους μας βγαίνει καθημερινά κραυγή αγωνίας για το μέλλον της δουλειάς τους, καθώς και της ίδιας της σωματικής τους ακεραιότητας. Στην ημερήσια διάταξη της δουλειάς μας είναι και η αδυναμία λήψης των αδειών και των ρεπό, οι συνεχόμενες βάρδιες χωρίς επαρκή χρόνο ανάπαυσης, με υψηλό κίνδυνο για ανθρώπινα σφάλματα που μπορεί να αποβούν κρίσιμα για την ασφάλεια της παρεχόμενης φροντίδας και την υγεία των ασθενών. Οσο πιο απάνθρωπες και εξοντωτικές οι συνθήκες εργασίας, τόσο το αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης είναι μεγάλο στους εργαζόμενους».
Η Εύα Πολύζου στέκεται και στη στάση του κυβερνητικού συνδικαλισμού, της ηγεσίας της ΠΟΕΔΗΝ, θυμίζοντας ότι έφτασε στο σημείο «με έγγραφό της να καλεί νοσηλευτική διεύθυνση να εφαρμόσει διπλοβάρδιες. Η συγκεκριμένη συνδικαλιστική ηγεσία όχι μόνο υπερασπίζεται τη 13ωρη σκλαβιά, αλλά επικαλείται τη δυνατότητα παρέκκλισης που προβλέπουν το Προεδρικό Διάταγμα 88/99 και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 93/104 ΕΚ, και ζητά την εξαίρεση του νοσηλευτικού προσωπικού ακόμα και από την ελάχιστη 11ωρη ανάπαυση και την υπέρβαση του 13ωρου, που - παρεμπιπτόντως - για να είναι νόμιμη προϋποθέτει ειδική ρύθμιση, η οποία όμως δεν υπάρχει!».
Προσθέτει δε ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο της υποστελέχωσης του νοσοκομείου «έχουμε συμπτύξεις σε όλες σχεδόν τις κλινικές, με αποκορύφωμα την τελευταία καλοκαιρινή σύμπτυξη 4 Χειρουργικών κλινικών στον 5ο όροφο. Εχουν προηγηθεί οι συμπτύξεις 3 Χειρουργικών κλινικών στον 6ο όροφο και οι πολύ παλαιότερες συμπτύξεις Παθολογικών κλινικών στον 3ο και στον 7ο όροφο. Παραμένουν κλειστά 2 χειρουργικά κρεβάτια, λόγω έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού, εδώ και καιρό στο Αναισθησιολογικό Τμήμα οι συνάδελφοι δουλεύουν αρκετές φορές με 1 ρεπό, οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό αγγίζουν τις 150, ενώ και στην κατηγορία ΥΕ οι ελλείψεις φτάνουν το 40%».
Την ασφαλή στελέχωση των Τμημάτων τους ξεχωρίζουν ως πρώτη απαίτηση οι νοσηλευτές και τα σωματεία τους, γι' αυτό και απαιτούν την άμεση προκήρυξη των κενών οργανικών θέσεων και τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων.
Επιπλέον, απαιτούν αυξήσεις 20%, επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού, διπλασιασμό του ανθυγιεινού επιδόματος και της αποζημίωσης για εργασία νυχτερινή και σε αργίες - Κυριακές.
Ζητούν επιτέλους να ενταχθούν στα ΒΑΕ, μέτρα για την υγεία και την ασφάλεια, ενώ για τα καθηκοντολόγια απαιτούν να είναι εναρμονισμένα με τα προγράμματα σπουδών των νοσηλευτικών σχολών.
Επίσης, ενιαία κατηγορία νοσηλευτικού προσωπικού με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αποκατάσταση της μισθολογικής αδικίας σε βάρος των ΔΕ βοηθών και άμεση ένταξη των ΤΕ νοσηλευτών στην ΠΕ κατηγορία.
Για τους σπουδαστές που κάνουν πρακτική άσκηση απαιτούν να αμείβονται με τον βασικό μισθό κατά τη διάρκειά της, ενώ για τους εργαζόμενους με παιδιά, και ιδιαίτερα για μονογονεϊκές οικογένειες, απαιτούν τη δημιουργία δημόσιων βρεφονηπιακών σταθμών.