Από παλιότερη κινητοποίηση με τη συμμετοχή της ΟΓΕ |
Δίπλα στις κυβερνητικές εξαγγελίες για τη «νέα εποχή», που χτίζεται στα θεμέλια των τσακισμένων εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, βρίσκουν τη θέση τους οι συχνές - πυκνές διαβεβαιώσεις πως η προώθηση της «ισότητας» και η καταπολέμηση των «διακρίσεων» σε βάρος των γυναικών βρίσκονται σταθερά στην ατζέντα της κυβέρνησης.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της προσπάθειας να στολιστεί η αντιλαϊκή πολιτική με τη «χρυσόσκονη» της «ισότητας» των δύο φύλων, αποτελούν οι πρόσφατες επευφημίες για την αύξηση της συμμετοχής γυναικών στο κυβερνητικό σχήμα, που προέκυψε μετά τον ανασχηματισμό.
Την περασμένη Τετάρτη, μέρα της ορκωμοσίας του νέου κυβερνητικού σχήματος, η ΓΓΙΦ έσπευσε να χαιρετίσει την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην κυβέρνηση. Εκτός από τον αυξημένο αριθμό γυναικών στους υπουργικούς θώκους, που από επτά στο προηγούμενο σχήμα, έφτασαν μετά τον ανασχηματισμό τις δεκατρείς, επικρότησε και την ανάθεση στις γυναίκες υπουργούς «ανδροκρατούμενων χαρτοφυλακίων αιχμής», όπως «η προστασία του πολίτη, η εργασία, η αγροτική ανάπτυξη, η εθνική άμυνα και τα οικονομικά».
Στο ίδιο μήκος κύματος, το Τμήμα Φεμινιστικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει πως «βελτιώνεται, έστω και καθυστερημένα, η πιο ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στο υπουργικό συμβούλιο και μάλιστα σε υπουργεία που μέχρι σήμερα θεωρούνταν και ήταν ανδροκρατούμενα». Ο τελευταίος ανασχηματισμός έφερε την είσοδο στην κυβέρνηση μερικών ακόμα στελεχών, κυρίως γυναικών αυτήν τη φορά, με μακρά και γνωστή θητεία σε πολιτικούς χώρους από τη σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ μέχρι τη φιλελεύθερη ΝΔ.
Αυτό που ενώνει, όχι μόνο τους υπουργούς της κυβέρνησης, αλλά και τα αντιπολιτευόμενα σε αυτή αστικά κόμματα, είναι η κοινή τους στρατηγική στη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων και την επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Ετσι, οι νέες και νέοι υπουργοί της κυβέρνησης, ανεξάρτητα από το φύλο τους ή την ηλικία τους, αναλαμβάνουν το «χαρτοφυλάκιο» υλοποίησης παλιών και νέων μέτρων για τη στήριξη του ανταγωνισμού και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της πολιτικής της ΕΕ, που ματώνουν το λαό.
Αποτελούν τουλάχιστον πρόκληση οι δηλώσεις της υπουργού Εσωτερικών ότι «η ασφάλεια αποτελεί γυναικεία υπόθεση», τη στιγμή που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έχει ταράξει στην ανασφάλεια την εργατική - λαϊκή οικογένεια, με το τσάκισμα μισθών και εργασιακών σχέσεων, με τη φοροληστεία και το αβέβαιο μέλλον των παιδιών, με την ένταση των μηχανισμών καταστολής και εργοδοτικής επιβολής ενάντια σε όποιον αγωνίζεται για την ανατροπή αυτής της βάρβαρης καταστολής.
Αλλά και με τη βαθύτερη εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και ανταγωνισμούς, ως σημαιοφόρος του ΝΑΤΟ, ενισχύοντας τους παράγοντες που οδηγούν σε γενικευμένη ανασφάλεια τη γυναίκα της εργατικής τάξης, συνολικά τους εργαζόμενους και το λαό.
Εξάλλου, η συζήτηση για τη συμμετοχή των γυναικών στα λεγόμενα «κέντρα λήψης των αποφάσεων» βρίσκεται σταθερά στην ατζέντα των διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων, όπως της ΕΕ, αλλά και στις αναλύσεις και τους στόχους των επιχειρηματικών κολοσσών.
Ολοι τους διακηρύττουν, ακόμα και χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια, πως η «ισόρροπη» εκπροσώπηση και συμμετοχή των γυναικών σε όργανα και θεσμούς είναι «ζήτημα δημοκρατίας». Τις προηγούμενες μέρες ήταν η σειρά της ΓΓΙΦ να διαβάσει το γνωστό σκονάκι και να επαναλάβει πως «τα ζητήματα ισότητας αποτελούν ζητήματα δημοκρατίας και η εμπέδωσή της προϋποθέτει τη διαρκή ετοιμότητα και ενεργή προσπάθεια όλων μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων».
Πρόκειται για διακηρύξεις που αξιοποιούνται για να προσδώσουν μανδύα προοδευτισμού στις σύγχρονες αστικές επιδιώξεις γύρω από τη γυναικεία συμμετοχή. Αποτελούν απαραίτητο συστατικό της προσπάθειας για την ανάδειξη μιας γυναικείας αστικής «πρωτοπορίας», με στόχο την προσέλκυση και τη στοίχιση εργαζόμενων και άνεργων γυναικών πίσω από αστικές αντιλήψεις και συμφέροντα.
Στην προσπάθεια αυτή το λιθαράκι του βάζει και το Τμήμα Φεμινιστικής Πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος. Με αφορμή τη νέα σύνθεση της κυβέρνησης, υποστηρίζει πως η παρουσία των γυναικών υπουργών μπορεί «να συμβάλλει καθοριστικά στο μεταμνημονιακό σχέδιο για την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας», παράλληλα με «τον αγώνα για την άρση των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων και την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών και της ουσιαστικής ισότητας των φύλων».
Θεωρεί, παράλληλα, ότι η «πολιτική κίνηση» δίνει το στίγμα «ενόψει της επικείμενης προεκλογικής χρονιάς όσον αφορά την προώθηση μέτρων και πρωτοβουλιών που μπορούν να ενισχύσουν ουσιαστικά τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων και σε θέσεις ευθύνης».
Στην πραγματικότητα, ο αντιλαϊκός απολογισμός της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μέχρι σήμερα, όπως και των κυβερνήσεων που προηγήθηκαν, έχει το ταξικό πρόσημο της στρατηγικής υπεράσπισης των συμφερόντων της αστικής τάξης, ανεξάρτητα από το βαθμό εκπροσώπησης των γυναικών στις κοινοβουλευτικές ομάδες, τα υπουργικά συμβούλια, τα όργανα των κομμάτων που συμμετέχουν στις κυβερνήσεις.
Την ίδια ταξική σφραγίδα έχει και ο «εθνικός στόχος» της ανάπτυξης, που σημαίνει για τις εργαζόμενες και άνεργες γυναίκες μονιμοποίηση των απωλειών σε εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα, στο λαϊκό εισόδημα, αλλά και συνέχεια της επίθεσης στη συνταξιοδότηση, της υποβάθμισης και εμπορευματοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών Υγείας, Πρόνοιας, στήριξης της οικογένειας, προστασίας της μητρότητας.
«Το μήνυμα της ουσιαστικής ισότητας ανδρών και γυναικών έχει γίνει αποδεκτό και σταδιακά εφαρμόζεται στην πράξη από την κυβέρνηση», έσπευσε να διαπιστώσει εν κατακλείδι η ΓΓΙΦ. Ενώ στις αρχές της βδομάδας, η γενική γραμματέας Ισότητας, Φωτεινή Κούβελα, σε εμφάνισή της στην πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ, προανήγγειλε για μια ακόμα φορά την κατάθεση του νομοσχεδίου για την «ουσιαστική ισότητα».
Η κυβέρνηση ντύνει αυτές τις νομοθετικές πρωτοβουλίες με τον ψευδεπίγραφο μανδύα του «σύγχρονου», του «νέου», του «προοδευτικού», για να κρύψει τη μονιμοποίηση της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας που ενισχύει τη γυναικεία ανισοτιμία σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής.
Μια ματιά στο περιεχόμενο του σχεδίου νόμου, που έχει ήδη περάσει από τη φάση της δημόσιας διαβούλευσης, αρκεί για να εντοπίσει κανείς στα άρθρα του τις γνωστές ευρωενωσιακές «συνταγές» της «ίσης μεταχείρισης» και των «ίσων ευκαιριών» για άνδρες και γυναίκες, της «ενσωμάτωσης της διάστασης του φύλου» στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Στην τηλεοπτική της εμφάνιση, η γενική γραμματέας στάθηκε ιδιαίτερα στο άρθρο του νομοσχεδίου «που παροτρύνει τις εταιρείες να κάνουν σχέδια ισότητας» και στην καθιέρωση «σήματος ισότητας» που θα χορηγείται σε εταιρείες που ακολουθούν «πολιτικές ισότητας». Το εν λόγω νομοσχέδιο, εναρμονισμένο με τους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της στήριξης της επιχειρηματικότητας, αναγορεύει λίγο πολύ τις επιχειρήσεις σε «θεματοφύλακες» της «ισότητας» των φύλων.
«Η εργοδότρια - ο εργοδότης λαμβάνει μέριμνα για την εξάλειψη παραγόντων που ευνοούν τις διακρίσεις λόγω φύλου στο εργασιακό περιβάλλον», αναφέρει το άρθρο 16, το οποίο επίσης προβλέπει την «υλοποίηση Σχεδίων Ισότητας» και «δράσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης με σκοπό την προώθηση της Ισότητας των Φύλων».
Ακριβώς για τη συμβολή τους αυτή, η ΓΓΙΦ θα «επιβραβεύει» τις επιχειρήσεις χορηγώντας «Σήμα Ισότητας» με βάση κριτήρια όπως η «ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία», η ισόρροπη συμμετοχή στις διευθυντικές θέσεις, η «μη σεξιστική διαφήμιση», αλλά και η «τήρηση της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία της μητρότητας».
Μόνο που η επιβράβευση των μονοπωλίων από την κυβέρνηση είναι πέρα για πέρα προκλητική για τις εργαζόμενες που αντιμετωπίζουν την εργασιακή ζούγκλα, τις απολύσεις νέων μητέρων, ακόμα και εγκύων, την εξάπλωση των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων και της μερικής απασχόλησης, την ανυπαρξία μέτρων για την προστασία του γυναικείου οργανισμού στους χώρους δουλειάς.
Οι εργαζόμενες δεν χρειάζονται «ίσες ευκαιρίες» στην ανεργία και στην «ευέλικτη» εργασία, στο μισθό και στη σύνταξη πείνας, ούτε «ισότητα» κομμένη και ραμμένη στα πρότυπα της «εταιρικής υπευθυνότητας» των επιχειρηματικών ομίλων.
Η ισοτιμία τους σε κάθε πλευρά της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής προϋποθέτει τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, με πλήρη και αναβαθμισμένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, την κοινωνική αναγνώριση και ουσιαστική προστασία της μητρότητας, την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των ίδιων και των οικογενειών τους.