Ο «Μαγικός αυλός» είναι η τελευταία από τις δεκαεπτά όπερες που έγραψε ο Μότσαρτ. Ενα από τα στοιχεία που εκπλήσσουν στο έργο αυτό είναι η ενότητά του, παρά το πρωτόγνωρο μωσαϊκό μουσικών ειδών από τα οποία αποτελείται η παρτιτούρα.
Από το 2012 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βερολίνο έως σήμερα, ο «Μαγικός αυλός» της Κωμικής Οπερας του Βερολίνου έχει μαγέψει πάνω από 350.000 θεατές σε όλο τον κόσμο. Ο σκηνοθέτης Μπ. Κόσκι σημειώνει ανάμεσα σε άλλα: «Εχουμε επεξεργαστεί γύρω στα εκατό σκηνικά, στα οποία συμβαίνουν πράγματα που είναι αδύνατον να συμβούν σε μια κανονική σκηνή θεάτρου: Ιπτάμενοι ελέφαντες, αυλοί που περιφέρονται με ουρές από νότες, αρτίστες φανταχτερά ντυμένες και μαγικές καμπάνες... Πετάμε μέχρι τα αστέρια και παίρνουμε το ασανσέρ για την κόλαση, και όλα αυτά μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Εκτός από όλα τα καρτούν, υπάρχουν στιγμές στην παράστασή μας όπου οι τραγουδιστές στέκονται όλοι μαζί σε ένα γυμνό λευκό σημείο. Και ξαφνικά υπάρχει μόνο η μουσική, το κείμενο και η εικόνα. Το στοιχείο της απλότητας είναι ίσως αυτό που κάνει τις συγκεκριμένες στιγμές τις πιο συγκινητικές της βραδιάς. Για ολόκληρη την παράσταση ισχύει η αρχή: Η τεχνολογία δεν βρίσκεται ποτέ σε πρώτο πλάνο... Οι προβολές βίντεο κατά τη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων δεν είναι κάτι καινούργιο, συχνά όμως γίνονται μετά από μερικά λεπτά βαρετές. Γιατί δεν υπάρχει καμιά αλληλεπίδραση ανάμεσα στον επίπεδο χώρο της οθόνης και τον τρισδιάστατο χώρο των ηθοποιών. Η Σουζάν Αντράντε και ο Πολ Μπάριτ ("Ομάδα 1927") έλυσαν αυτό το πρόβλημα ενώνοντας όλες τις διαστάσεις σε μια κοινή θεατρική γλώσσα».