Παρασκευή 23 Μάρτη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΓΕΡΜΑΝΙΑ - ΗΠΑ
Γεωπολιτικές αντιθέσεις πίσω από τον «εμπορικό πόλεμο»

Η κόντρα στο εμπόριο είναι μόνο μια πτυχή των διαρκών ανακατατάξεων στη διεθνή ιμπεριαλιστική «σκακιέρα» και του σκληρού παζαριού

Από την τελευταία συνάντηση Τραμπ και Μέρκελ, στη Σύνοδο του G20 τον Ιούλη του 2017
Από την τελευταία συνάντηση Τραμπ και Μέρκελ, στη Σύνοδο του G20 τον Ιούλη του 2017
Η πολιτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», την οποία ακολουθεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ, πέρα από τον οξυμένο ανταγωνισμό στο εμπόριο, σηματοδοτεί και έντονες γεωπολιτικές αντιθέσεις. Η κόντρα εξαιτίας του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας με τις ΗΠΑ και η επιβολή δασμών στις ευρωπαϊκές εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου (όπως και οι απειλές για δασμούς στα γερμανικά αυτοκίνητα) προς τις ΗΠΑ είναι μόνο μια πτυχή των διαρκών ανακατατάξεων στη διεθνή ιμπεριαλιστική «σκακιέρα» και του σκληρού παζαριού.

Η ένταση στη σχέση των δύο «στενών» εμπορικών και στρατιωτικών «συμμάχων» είναι εμφανής και αυξανόμενη - ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο - και εντοπίζεται σε διάφορα μέτωπα, όπως: Στις σχέσεις με τη Ρωσία, την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2» της ρωσικής «Gazprom», που θα συνδέει τη Ρωσία με τη Βόρεια Ευρώπη (Γερμανία), τις βλέψεις των γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων για επενδύσεις στη ρωσική αγορά. Στον ανταγωνισμό στη Μέση Ανατολή, στη Συρία, το Ιράκ, το Ισραήλ, στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία έχουν υπογράψει οι ΗΠΑ, αλλά ζητούν επαναδιαπραγμάτευσή της και απειλούν με επαναφορά των κυρώσεων κατά της Τεχεράνης.

Είναι χαρακτηριστική η ομιλία του (σοσιαλδημοκράτη) Γερμανού τέως ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, στο «Φόρουμ Εξωτερικής Πολιτικής του Βερολίνου» του Ιδρύματος «Κέρμπερ» τον περασμένο Δεκέμβρη, όπου κάλεσε σε αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας και της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει πλήρη ρήξη. Υπογραμμίζοντας ότι οι ΗΠΑ «αναπόφευκτα μας θεωρούν ανταγωνιστές», ζήτησε η γερμανική πολιτική να είναι «πιο ανεξάρτητη απέναντι στις ΗΠΑ και αν χρειαστεί, να τραβηχτούν κόκκινες γραμμές, αλλά προς το συμφέρον μας».

Ανέφερε τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, που «πλήττουν ακόμη και υπάρχοντες γερμανικούς αγωγούς από τη Ρωσία. Αυτές οι κυρώσεις θέτουν σε κίνδυνο τα δικά μας οικονομικά συμφέροντα» και θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στον ενεργειακό εφοδιασμό της Γερμανίας. Επίσης, η γερμανική κυβέρνηση αντιτάσσεται στην ανακοίνωση των ΗΠΑ ότι θα αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και το λεγόμενο «ειρηνευτικό σχέδιο» στο οποίο περιλαμβάνεται και αυτή η κίνηση, γιατί βλέπουν ότι ενδεχομένως θα περιορίσει την ευρωενωσιακή επιρροή στην περιοχή και τα γερμανικά συμφέροντα. Ακόμα, ζητά πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Η σημασία της συμφωνίας για το Ιράν

Την ιδιαίτερη σημασία που έχει η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν στην ανοικοδόμηση των επιχειρηματικών σχέσεων υπογραμμίζουν οι Γερμανοί βιομήχανοι: Μετά την άρση των «πυρηνικών κυρώσεων» κατά του Ιράν (2015), οι γερμανικές εξαγωγές στο Ιράν το 2016 αυξήθηκαν κατά 26%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2017 κατά 40%.

Οχι μόνο δεν συζητούν επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, αλλά απαιτούν και πλήρη άρση των «περιοριστικών αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες ισχύουν απευθείας και για γερμανικές εταιρείες και τράπεζες», με αποτέλεσμα να «εξακολουθεί να είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν έργα στο Ιράν», αναφέρει ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI). «Εταιρείες, οι οποίες από τότε (2015) έχουν αποκαταστήσει τις επιχειρηματικές τους σχέσεις με το Ιράν και είναι εξίσου δραστήριες στις ΗΠΑ, θα αναστατωθούν σε μεγάλο βαθμό από την επανεισαγωγή κυρώσεων», συμπληρώνει και καλεί την «παγκόσμια κοινότητα να στηρίξει την άρση των κυρώσεων».

Το γερμανικό ενδιαφέρον για το Ιράν ξεπερνά τη «στενή» οικονομική διάσταση. «Η Γερμανία μπορεί να διαδραματίσει και πάλι έναν σημαντικό ρόλο» απέναντι στις ΗΠΑ, «που ενδιαφέρονται να διατηρηθούν οι κυρώσεις», είπε στο ίδιο Φόρουμ του Βερολίνου ο Ιρανός ΥΠΕΞ, Τζαβάντ Ζαρίφ. Ο ίδιος εκτίμησε πως η Γερμανία και η ΕΕ «δεν πρέπει να υποτιμούν τις δυνατότητές τους στην περιοχή του Περσικού Κόλπου» και μπορούν να γίνουν «πολύ ικανός εταίρος».

Σύμφωνα με ανακοίνωση του γερμανικού ΥΠΕΞ, κατά τη σύνοδο των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών την Τετάρτη, εκφράστηκε η επιθυμία να διατηρηθεί και να εφαρμοστεί η συμφωνία για το Ιράν, ενώ ταυτόχρονα δηλώθηκαν «ανησυχίες» για το ρόλο του Ιράν στην περιοχή και το πυρηνικό του πρόγραμμα. «Επομένως χρειάζεται να συνεχιστεί ο διάλογος με το Ιράν», τονίζει το γερμανικό ΥΠΕΞ.

«Σταματήστε τον "Νord Stream 2" με κάθε μέσο»

«Καλούμε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αποτρέψει την κατασκευή του "Nord Stream 2"». Αυτό αναφέρουν σε επιστολή τους (την οποία έχει στη διάθεσή της η γερμανική εφημερίδα «Die Welt») προς τον υπηρεσιακό ΥΠΕΞ, Τζον Σάλιβαν, και τον υπουργό Οικονομικών, Στιβ Μνούτσιν, 39 Αμερικανοί γερουσιαστές, στην πλειοψηφία τους Ρεπουμπλικάνοι. Ορισμένοι από αυτούς εκπροσωπούν πολιτείες, όπου δραστηριοποιούνται όμιλοι οι οποίοι κάνουν εξόρυξη σχιστολιθικού φυσικού αερίου με τη μέθοδο «fracking», ενδιαφέρονται για την εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και θίγονται από το (φτηνότερο) ρωσικό φυσικό αέριο, που έχει ευκολότερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Το θέμα του «Nord Stream 2» είναι ένα από τα βασικότερα σημεία της σύγκρουσης Γερμανίας - ΗΠΑ, καθώς βάζει σημαντικά εμπόδια στην οικονομική και γεωπολιτική επιρροή των αμερικανικών μονοπωλίων, αυξάνοντας την πολιτική και οικονομική, ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Οι γερουσιαστές αναφέρονται τόσο στις οικονομικές όσο και στις γεωπολιτικές επιπτώσεις και καλούν την κυβέρνησή τους να επιβάλει κυρώσεις σε εταιρείες που εμπλέκονται στην κατασκευή του αγωγού - πέντε όμιλοι μεταξύ των οποίων και δυο γερμανικοί («Wintershall», «Uniper», η αυστριακή OMV, «Shell», «Engie»).

Προειδοποιούν για «μια Ευρώπη "όμηρο" της Ρωσίας, ενώ η ρωσική κυβέρνηση θα "πυρπολήσει" την Ανατολική Ευρώπη, μόλις η περιοχή έχει γίνει σχεδόν περιττή για την προσοδοφόρα διαμετακόμιση του φυσικού αερίου». Πρόκειται για την Πολωνία και την Ουκρανία, που θα πάψουν να είναι χώρες διαμετακόμισης του ρωσικού φυσικού αερίου, κάτι που - τουλάχιστον στα λόγια - αντικρούει η «Gazprom». Οι γερουσιαστές θεωρούν τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας μοναδική εγγύηση για ανάσχεση των ρωσικών διεκδικήσεων στην περιοχή. Αλλες χώρες που προτάσσουν αντιρρήσεις είναι οι Βαλτικές, η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία.

Επιπλέον, το «ακριβό και περιττό έργο» της κατασκευής του αγωγού προωθεί τη θέση της Ρωσίας ως μονοπωλίου στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου, σημειώνουν οι Αμερικανοί γερουσιαστές.

Η γερμανική κυβέρνηση, από τη μία, ενδιαφέρεται έντονα για χαλάρωση των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία και για επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων των γερμανικών ομίλων, από την άλλη δεν θέλει να δώσει «αέρα στα πανιά» της ορμητικής και διεκδικητικής ρωσικής αστικής τάξης, καθώς και στο εσωτερικό της Γερμανίας υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων. Ετσι, στη Γερμανία υπάρχει η άποψη της γερμανικής κυβέρνησης που ζητά από τη ρωσική να δείξει διάθεση «εποικοδομητικού διαλόγου» και η κατάργηση των κυρώσεων να γίνει παράλληλα με «πρόοδο στην εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ» για τη σύγκρουση στην Ανατ. Ουκρανία.

Υπάρχει όμως και μερίδα συμφερόντων και κομμάτων (Φιλελεύθεροι, τμήμα των σοσιαλδημοκρατών, «Αριστερά», «Εναλλακτική για τη Γερμανία») που θεωρούν πως το θέμα των κυρώσεων πρέπει να διαχωριστεί από την κατάσταση στην Κριμαία, την οποία βλέπουν σαν ένα «τετελεσμένο γεγονός». Να σημειωθεί εδώ πως τα δυο «ρεύματα» συχνά αλληλοσυμπληρώνονται - ανάλογα και με την εκάστοτε διεθνή συγκυρία - και σίγουρα δεν τα χωρίζουν «σινικά τείχη».

Μεγαλύτερη στρατιωτική «αυτοτέλεια»

Σε κάθε περίπτωση, το γερμανικό κεφάλαιο έχει συναίσθηση των οξυμένων αντιθέσεων με τις ΗΠΑ και άλλους «παραδοσιακούς συμμάχους» (π.χ. Μεγάλη Βρετανία ενόψει Brexit) και θέλει να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική σκηνή.

Σε αυτό το πλαίσιο προωθείται η στρατιωτική και αμυντική αυτοτέλεια της ΕΕ, όπως δείχνουν οι πρωτοβουλίες για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση, τη δημιουργία ενός στρατού της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας και τη Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία για την Αμυνα (PESCO). Μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες για μια συνεκτική εξωτερική πολιτική της ΕΕ με κοινή «ατζέντα» (εδώ κάθε κράτος θα προσπαθήσει να επιβάλει τη δική του ατζέντα), λόγων των αντιθέσεων μέσα στην Ενωση. Ορισμένοι, μάλιστα, όπως ο πρώην (σοσιαλδημοκράτης) καγκελάριος, Γκέρχαρντ Σρέντερ, υποστηρίζουν ακόμη και έναν κοινό Ευρωπαίο υπουργό Εξωτερικών.

Εύλογα το ΝΑΤΟ - βασικά οι ΗΠΑ - έχει εκφράσει τις «ανησυχίες» και τις επιφυλάξεις του γι' αυτήν τη στρατιωτική αυτονομία και ενδυνάμωση που επιδιώκει η ΕΕ, και κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία, και δεν θεωρεί σοβαρές τις φραστικές διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων, ότι οι συντονισμένες προσπάθειες για την ασφάλεια και την άμυνα δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς το ΝΑΤΟ, αλλά συμπληρωματικά. Η αλήθεια - που έχει σημασία για τους λαούς - είναι ότι κάνει και τα δύο. Και σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση των οργανισμών του κεφαλαίου είναι ενάντια στα συμφέροντά τους και τους οδηγούν σε νέα αιματοκυλίσματα.


Ε. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ