Βρέθηκα μετά την έναρξη ενός αγγλόφωνου ντοκιμαντέρ πιθανόν στο ευρωπαϊκό.
Μιλούσαν κάποιες γυναίκες. Συνηθισμένες γυναίκες που δε σκεφτόσουν αν ήταν ωραίες, ψηλές, λεπτές και όλα αυτά που απαιτεί η τηλεόραση.
Από τα λόγια τους, έστω και σε μετάφραση, ο τηλεθεατής καταλάβαινε αμέσως ότι οι γυναίκες ήταν δασκάλες, γιατροί, φυσικοί, μαθηματικοί, απόφοιτες κάποιου ανώτατου ιδρύματος.
Εδειχναν και κάποιες φωτογραφίες, τον εαυτό τους πριν, ως φοιτήτριες ή ως νέες μητέρες ή την ώρα της δουλιάς.
Εδειχναν επίσης και κάποιες φωτογραφίες από γυμνά γυναικεία σώματα χωρίς το κεφάλι για να μην αναγνωρίζονται.
Οι γυναίκες που είχαν τολμήσει να σταθούν και να μιλήσουν μπροστά στην κάμερα και τον ηχολήπτη έλεγαν πως επί Σοβιετικής Ενωσης είχαν σπουδάσει, είχαν επαγγελματική καριέρα, είχαν ερωτευτεί και είχαν αποκτήσει οικογένεια.
Με την κατάρρευση εκείνου του καθεστώτος και την επαναφορά της μουσουλμανικής κοινωνικής και θρησκευτικής και πολιτισμικής διαβίωσης τους απαγορεύτηκε να εργάζονται έξω από το σπίτι.
Οι άνδρες τους, που είχαν υπάρξει συνομήλικοί τους στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο ή τον τόπο δουλιάς, τις περιφρονούσαν τώρα για την ηλικία τους, για τη φθορά της φύσης πάνω τους, τις κακοποιούσαν, τις έκαιγαν με τα τσιγάρα τους ή έριχναν πάνω στο κορμί τους πετρέλαιο και το άναβαν - έδειχναν τις φωτογραφίες - και είχαν φέρει στο σπίτι μικρές κοπέλες για δεύτερη σύζυγο ή τρίτη ή όσες τους επιτρέπονται με το Κοράνι ή τις δικές τους γραφές.
Παρακολουθούσα το ντοκιμαντέρ και λυπόμουν βαθύτατα που ούτε μπορούσα να το αντιγράψω σε βίντεο που δεν είχα και ούτε είχα προλάβει την αρχή για να γράψω και να μην ξεχάσω την παραγωγή.
Προσωπικά ίσως να μη με ενοχλούσε το τσαντόρ και τα μακριά ρούχα, μαύρα ή άσπρα, αλλά η νοοτροπία πίσω από αυτά και ποιος τα επιβάλλει.
Ολες οι χώρες, στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, Ανατολική και Δυτική, έχουν τις τοπικές τους ενδυμασίες, άσχετα αν τώρα ανήκουν στα Εθνογραφικά Μουσεία ή σε διάφορα φολκλορικά συγκροτήματα. Κάποτε τα φορούσαν.
Οσο γι' αυτό που λέγεται γιατί τις θυμηθήκαμε τώρα, θυμάμαι τον Πολ Νορ στη Νέα Υόρκη τα χρόνια της χούντας του 1967.
Τον ρωτούσα πάλι και πάλι γιατί υποφέραμε τόσο για την Ελλάδα, ενώ βρισκόμασταν τόσο μακριά.
«Υποφέρεις όταν πονάει η μάνα σου ή η θεία σου, όχι όταν είναι καλά» ήταν η απάντησή του.