Σάββατο 13 Μάη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Αντιπαράθεση εκπροσώπων του κεφαλαίου με το λαό «στην πρέσα»

Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες διαγκωνίζονται για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, ενώ η φτώχεια αυξάνεται, η κατάσταση εργαζομένων και συνταξιούχων επιδεινώνεται

Η φτώχεια διευρύνεται στην «ατμομηχανή» της ΕΕ
Η φτώχεια διευρύνεται στην «ατμομηχανή» της ΕΕ
Ενα ιστορικό ρεκόρ ανάπτυξης φανερώνουν τα χτεσινά στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας και ταυτόχρονα στην ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης τα ποσοστά φτώχειας ανεβαίνουν, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι δεν τα βγάζουν πέρα, οι ελαστικές και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας αυξάνονται ραγδαία. Η Στατιστική Υπηρεσία καταγράφει αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2017 κατά 0,6% σε σχέση με το τελευταίο του 2016, δηλαδή «η γερμανική οικονομία είναι ένας οικονομικός γίγαντας, που μέσα σε ένα χρόνο παρήγαγε αγαθά και υπηρεσίες αξίας 3,12 τρισ. ευρώ». Ωστόσο, οι μισθοί αυξήθηκαν μόλις 2,3% - πραγματική αύξηση 1,8% μετά τον πληθωρισμό. Μάλιστα, όπως σημειώνεται, «οι συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις έχουν για την οικονομία μια θετική πλευρά: Η διεθνής ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ενισχύεται, τα κέρδη αυξάνουν»...

Οικονομολόγοι προβληματίζονται για το πόση διάρκεια μπορεί να έχει αυτή η ανάπτυξη και ζητούν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στην «ατμομηχανή» της Ευρώπης, αντεργατικά μέτρα, περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και άλλες «μεταρρυθμίσεις» για την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες. Θυμίζουμε την «Ατζέντα 2010» που προώθησε το 2005 ο Σοσιαλδημοκράτης τότε καγκελάριος, Γκέρχαρντ Σρέντερ, και «εκτόξευσε» τη γερμανική οικονομία και ανταγωνιστικότητα, με μέτρα όπως μείωση των παροχών ανεργίας, πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας, «απελευθέρωση» της ημιαπασχόλησης και της προσωρινής δουλειάς.

Ετσι:

  • Η φτώχεια το 2015 έφτασε στο 15,7% του πληθυσμού της χώρας, πλήττοντας 12,9 εκατ. άτομα, σύμφωνα με σχετική έκθεση που συνέταξε ο Σύνδεσμος Φορέων Κοινωνικής Πρόνοιας (Paritatischer Wohlfahrtsverband).
  • Η φτώχεια στις μονογονεϊκές οικογένειες είναι στο 43,8% και στους συνταξιούχους στο 15,9%.
  • Το 9,7% των Γερμανών εργαζομένων απειλούνται από τη φτώχεια (το εισόδημά τους είναι κάτω από το 60% του μέσου εθνικού μισθού), σύμφωνα με στοιχεία της Γιούροστατ (2015).
  • Μπορεί ο αριθμός των απασχολούμενων στη Γερμανία να αυξάνεται (η ανεργία δεν ξεπερνά το 6%), όμως έχουν μειωθεί ραγδαία οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
  • Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εργαζομένων με μερική απασχόληση έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια και 4 στους 10 είναι ημιαπασχολούμενοι. Πέρυσι απασχολούνταν μερικώς 15,3 εκατ., ενώ πριν από 20 χρόνια 8,3 εκατ. (στοιχεία Ινστιτούτου Αγοράς Εργασίας και Ερευνών Απασχόλησης της Νυρεμβέργης).
  • Ενα 20% των θέσεων εργασίας είναι με μισθούς της τάξης των 450 ευρώ («mini jobs» κ.λπ.).
Αυτοί που κλέβουν το ψωμί από το τραπέζι...

Μπροστά στις εθνικές εκλογές στη Γερμανία, στις 24 Σεπτέμβρη, η συζήτηση περιστρέφεται υποκριτικά και προσχηματικά γύρω από τις «κοινωνικές ανισότητες» και την «υπερβολική επιβάρυνση των χαμηλών εισοδημάτων». Οι δυο βασικοί εκφραστές του γερμανικού κεφαλαίου, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) υπό την Αγκελα Μέρκελ και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) υπό τον Μάρτιν Σουλτς, που σήμερα συγκυβερνούν στον «μεγάλο συνασπισμό», πατάνε πάνω στα υπαρκτά προβλήματα και προσπαθούν να εγκλωβίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε πολιτικές επιλογές που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεχίζουν την αντιλαϊκή πολιτική.

Εξάλλου, ο «καβγάς» τους έγκειται στο μείγμα διαχείρισης που θα επιφέρει μια δυναμική καπιταλιστική ανάκαμψη και θα εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία στα γερμανικά μονοπώλια και μια ισχυρή ΕΕ. Φυσικά, καπιταλιστική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα χωρίς αποκλεισμούς και κοινωνικές ανισότητες δεν μπορεί να υπάρξει, αφού αυτή προϋποθέτει το καπιταλιστικό κράτος να ενισχύει ποικιλοτρόπως τους επιχειρηματικούς ομίλους, άρα να συρρικνώνει δαπάνες για κοινωνική πολιτική, δικαιώματα, παροχές κ.λπ., αλλά και μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης (π.χ. εντατικοποίηση της εργασίας, ενίσχυση των ελαστικών μορφών).

Ετσι, οι προτάσεις των δυο κομμάτων δεν περιλαμβάνουν φιλολαϊκά μέτρα, αλλά μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας, από την οποία υποτίθεται ότι θα ωφεληθούν και οι εργαζόμενοι και τα «χαμηλά εισοδήματα».

Ενδεικτικά, η Αγκ. Μέρκελ, περιοδεύοντας στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία ενόψει των αυριανών τοπικών εκλογών, σημείωσε: «Χάρη σε μια έξυπνη πολιτική και υγιή δημοσιονομικά, καταφέραμε σε εθνικό επίπεδο να μειώσουμε στο μισό την ανεργία από το 2005». «Η κοινωνική δικαιοσύνη περνά από τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας και έναν σταθερό προϋπολογισμό». Βέβαια, η ανεργία μειώθηκε και μέσω της εκτόξευσης της ημιαπασχόλησης, ενώ λόγω της ανισομετρίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και στο εσωτερικό της χώρας, υπάρχουν περιοχές στη Γερμανία, όπως π.χ. στη Βρέμη, όπου 1 στους 4 ζει σε σχετική φτώχεια, ενώ σε ορισμένες εργατογειτονιές της η ανεργία ξεπερνά το 27%. Η παιδική φτώχεια στο Βερολίνο ανέρχεται στο 32,2% και στη Βρέμη στο 31,6% του συνόλου των παιδιών (έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann, 2015).

Από την πλευρά του, ο Μ. Σουλτς «ψελλίζει» διάφορα για «λάθη» στην «Ατζέντα 2010» του Σρέντερ - χωρίς συγκεκριμένες «διορθώσεις» - για «κοινωνικές παροχές στους πιο αδύναμους» και «αύξηση μισθών». Στο διά ταύτα, οι εξαγγελίες του είναι μέτρα που αποτελούν θέσεις του γερμανικού κεφαλαίου, όπως η επέκταση του επιδόματος ανεργίας σε όσους παρακολουθούν προγράμματα κατάρτισης και επενδύσεις στην εκπαίδευση, απαντώντας στην ανάγκη για πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.

Το ίδιο αντιλαϊκό το «άλλο» μείγμα

Για πιο δυναμική καπιταλιστική ανάκαμψη, η σοσιαλδημοκρατική συνταγή προβλέπει πιο «λογική» δημοσιονομική πολιτική, όχι για παροχές στο λαό, αλλά για κρατικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων σε έργα υποδομής που θα διευκολύνουν το μεγάλο κεφάλαιο, για κρατικές επιχορηγήσεις ως κίνητρο σε επιχειρήσεις να προχωρήσουν στην «ψηφιακή εποχή» και φοροελαφρύνσεις σε επιχειρήσεις που επενδύουν στην Ερευνα. Γι' αυτά δεσμεύτηκε ο Μ. Σουλτς, μιλώντας αυτή τη βδομάδα σε εκπροσώπους του Εμπορικού Επιμελητηρίου και των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να δώσει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις «για κοινωνική πολιτική» και «μείωση της φορολογίας», προσπερνώντας τη φορολεηλασία των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.

Αναφέρθηκε σε ένα έλλειμμα κρατικών επενδύσεων ύψους 140 δισ. ευρώ στους δήμους και πως η κρατική περιουσία «έχει χάσει την αξία της κατά 500 δισ. ευρώ από το 2000». «Είμαστε μία βιομηχανική χώρα με τα χαμηλότερα ποσοστά δημοσίων επενδύσεων», παρατήρησε, καθώς εκπρόσωποι της Δημόσιας Διοίκησης, της Ερευνας και της οικονομίας διαμαρτύρονται ότι πολύ λίγα επενδύονται σε υποδομές, εκπαίδευση, ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων, ψηφιοποίηση.

Την ίδια στιγμή, στο φόντο των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ετοιμάζεται να δημοσιεύσει έκθεση για τη γερμανική οικονομία, λέγοντας πως η «άρση των ανισοτήτων στη Γερμανία» θα γίνει με αύξηση των επενδύσεων. Οπως ήταν αναμενόμενο, οι παρατηρήσεις «χαιρετίστηκαν» από το SPD, αλλά και από το σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα «Αριστερά», ως ...φιλολαϊκές.

Ενα άλλο θέμα τριβής μεταξύ των μονοπωλιακών ομίλων της Γερμανίας και των άλλων κρατών της Ευρωζώνης και της ΕΕ είναι τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, με τις γερμανικές εξαγωγές να σημειώνουν το Μάρτη ένα ακόμη ιστορικό ρεκόρ, φτάνοντας στα 118,2 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι το 59% των περσινών εξαγωγικών προϊόντων «made in Germany» κατέληξαν σε χώρες - μέλη της ΕΕ (στοιχεία της γερμανικής κρατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας KfW, 2016).

Ο Σουλτς τονίζει ότι η αύξηση των επενδύσεων θα αυξήσει τις εισαγωγές κι έτσι θα «βοηθηθούν» άλλες καπιταλιστικές οικονομίες της ΕΕ και θα «καταλαγιάσει» η έντονη κριτική που ασκείται π.χ. από ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία. Ολο και πιο έντονα τίθεται το ζήτημα και στο εσωτερικό της Γερμανίας, με οικονομολόγους να προειδοποιούν για δυσμενείς επιπτώσεις, και συγκεκριμένα ότι άλλες χώρες ωθούνται να καταγράφουν ελλείμματα στις εξαγωγές τους ή τυπώνουν νόμισμα ή ωθούνται σε νέα χρέη.

Σενάρια για την Ευρωζώνη

Η ενίσχυση της ΕΕ και της Ευρωζώνης απασχολεί ιδιαίτερα το γερμανικό κεφάλαιο - σε αυτή τη φάση τουλάχιστον - καθώς, σύμφωνα με οικονομολόγους, η γερμανική οικονομία δεν έχει άλλη επιλογή για να σταθεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η όλη «διαπραγμάτευση» και «φαγωμάρα» μεταξύ των αστικών κυβερνήσεων έγκειται στο ποια χώρα (βλ. ποιοι μονοπωλιακοί όμιλοι) θα έχει τη λιγότερη χασούρα, ενώ οι λαοί θα ματώνουν από τα αντιλαϊκά μέτρα, τη φτώχεια, τους πολέμους.

Είπε χαρακτηριστικά ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, αυτή τη βδομάδα στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica»: «Ο κ. Μακρόν και εγώ συμφωνούμε απολύτως: Να ενισχύσουμε την Ευρωζώνη - διαφορετικά η Ευρώπη θα διαλυθεί - με ρεαλιστικό τρόπο μεταξύ των κρατών. Αλλαγές στις συνθήκες δεν είναι επί του παρόντος ρεαλιστικές. Η δεύτερη καλύτερη λύση είναι να δημιουργήσουμε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, μετεξελίσσοντας το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας (ESM)». Ο Σόιμπλε επιθυμεί την ενίσχυση του ESM, ώστε να τηρούνται οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωζώνη.

Ο νέος Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμ. Μακρόν, τάσσεται υπέρ ενός υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης, ενός κοινού προϋπολογισμού, των ευρωομολόγων και της δημιουργίας κοινοβουλίου των χωρών της Ευρωζώνης. «Μπορεί να δημιουργηθεί από ευρωβουλευτές ένα κοινοβούλιο της Ευρωζώνης και να έχει δικαίωμα πληροφόρησης από το ESM», ανέφερε ο Σόιμπλε.

«Εφόσον τα κράτη της Ευρωζώνης έχουν κοινά καθήκοντα να αντιμετωπίσουν, ένας κοινός προϋπολογισμός έχει νόημα», είπε αυτή τη βδομάδα ο Μ. Σουλτς στην εφημερίδα «Die Zeit», «κοιτάζοντας» προς τον Εμ. Μακρόν. Χρειάζεται «βάθεμα της Ευρωζώνης» ενάντια στην «πολιτική απομονωτισμού των ΗΠΑ» και «για να μη νικήσει το Brexit».


Ε. Μ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ