Copyright 2016 The Associated |
Οι εκλογές στις ΗΠΑ, περισσότερο απροκάλυπτα από άλλα καπιταλιστικά κράτη, είναι υπόθεση ισχυρών μονοπωλιακών ομίλων, που ανεβοκατεβάζουν υποψήφιους και καθορίζουν υπουργικά συμβούλια. Τα τελευταία νέα από την υποκλοπή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της πρώην υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον ότι ο χρηματοπιστωτικός όμιλος «Citigroup» είχε στείλει λίστα υποψηφίων για τη σύνθεση της πρώτης κυβέρνησης Ομπάμα, το 2008, που ήταν τελικά ταυτόσημη με τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, αν μη τι άλλο, επιβεβαιώνουν το προφανές.
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές είναι μπίζνες εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων και αναμέτρηση λόμπι γεωπολιτικής επιρροής, τραπεζών, κατασκευαστικών εταιρειών, πετρελαϊκών και ενεργειακών ομίλων και τεχνολογικών γιγάντων του διαμετρήματος της «Google». Δεν ήταν ούτε είναι υποχρεωτικές, γι' αυτό ο Αμερικανός υπήκοος θα πρέπει να γραφτεί στους (σε πολλές περιπτώσεις ανακριβείς ή απαρχαιωμένους) εκλογικούς καταλόγους με δική του πρωτοβουλία. Δεν είναι επομένως δυσεξήγητο γιατί ψηφίζει περίπου ένας στους δύο Αμερικανούς που έχουν δικαίωμα ψήφου (δηλαδή, αυτούς που έχουν εγγραφεί). Στις προηγούμενες εκλογές (2012), το ποσοστό συμμετοχής των ψηφοφόρων στις κάλπες ήταν 54,9%, το χαμηλότερο των τελευταίων τριών εκλογικών αναμετρήσεων.
Επίσης, δεν είναι οι ψηφοφόροι που επιλέγουν τον Πρόεδρο αλλά το 538μελές «Κολέγιο των Εκλεκτόρων», για το οποίο ψηφίζουν οι ψηφοφόροι με ένα σύστημα που σχετίζεται με τον πληθυσμό της κάθε πολιτείας και ανάλογα βγαίνει και ο αριθμός των εκλεκτόρων.
Οι αμερικανικές επεισοδιακές προεδρικές εκλογές του 2000 ανάμεσα στον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο (και μετέπειτα) Πρόεδρο Τζορτζ Ουόκερ Μπους και τον «Δημοκρατικό» υποψήφιο, πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Αλ Γκορ, είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα κατά το οποίο ο νικητής των εκλογών δεν καθορίστηκε από το ποσοστό ψήφων μεταξύ των Αμερικανών ψηφοφόρων αλλά από τον αριθμό ψήφων στο «Κολέγιο των Εκλεκτόρων». Ο Αλ Γκορ τότε είχε βγει πρώτος με 500.000 ψήφους παραπάνω από τον Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του και ποσοστό 48,38% έναντι 47,87% του Τζ. Ου. Μπους. Νικητής τελικά αναδείχθηκε ο Μπους γιατί είχε 27 ψήφους εκλεκτόρων περισσότερες. Στην πιο σπάνια περίπτωση που κανείς υποψήφιος δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία εκλεκτόρων, τότε τον επόμενο Πρόεδρο καθορίζει, με απόλυτη πλειοψηφία, η Βουλή των Αντιπροσώπων...
Αυτό εξηγεί γιατί η Χίλαρι Κλίντον επιστράτευσε προ ημερών σε προεκλογική εκδήλωση τον Αλ Γκορ: Ηθελε να θυμίσει τον εκλογικό εφιάλτη του 2000 και πως «κάθε ψήφος μετράει». Πολύ δε περισσότερο όταν το τοπίο παραμένει θολό και ο νικητής μάλλον αβέβαιος...
Και σε αυτές τις εκλογές η αναμέτρηση γίνεται κυρίως ανάμεσα στους υποψήφιους των δύο μεγαλύτερων κομμάτων αστικής εξουσίας: Τη Δημοκρατική, πρώην υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον (με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον γερουσιαστή της Βιρτζίνια Τιμ Κέιν) και τον Ρεπουμπλικάνο δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία Ντόναλντ Τραμπ (με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον κυβερνήτη της πολιτείας Ιντιάνα, Μάικ Πενς).
Στην τρίτη θέση εμφανίζεται ο αρχηγός των Φιλελεύθερων (Libertarian Party), πρώην κυβερνήτης της πολιτείας του Νέου Μεξικού, Γκάρι Τζόνσον (με υποψήφιο αντιπρόεδρο τον πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Μπιλ Γουέρντ). Επίσης, η επικεφαλής του λεγόμενου «Πράσινου Κόμματος», Τζιλ Στάιν, κατεβαίνει σε 40 πολιτείες, ενώ συμμετέχει και ο επικεφαλής του «Συνταγματικού Κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών», Ντάρελ Καστλ.
Ο Τζόνσον, όπως φαίνεται από διάφορες αστικές αναλύσεις, λανσάρεται και ως «εναλλακτική» λόγω των σοβαρών διαφωνιών που υπάρχουν στους Ρεπουμπλικάνους, όπου πολλά στελέχη αρνούνται να στηρίξουν τον Τραμπ, όπως ο Μπους, ο Μακέιν και 40 περίπου γερουσιαστές. Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι η Στάιν λανσαρίστηκε ως «εναλλακτική» απέναντι στη «συστημική» Χίλαρι Κλίντον.
Το δεδομένο πάντως είναι ότι στην παρούσα φάση, μέρος του αστικού συστήματος στις ΗΠΑ δείχνει να βρίσκεται σε διαδικασία ζυμώσεων και «αναπροσαρμογών», λόγω της σημαντικής φθοράς που έχουν υποστεί οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι δεν «τραβάνε» μακροπρόθεσμα, όπως φαίνεται από τη χαμηλή απήχησή τους στις νεότερες γενιές ψηφοφόρων (μεταξύ 18 - 36 ετών)... Δεν αποκλείεται συνεπώς η «τρικυμία» στους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων να μην είναι συγκυριακή (λόγω Τραμπ) αλλά να αποκαλύπτει ευρύτερα ζητήματα ανακατατάξεων. Οπως ενδεχομένως να μην είναι τυχαία η «καταιγίδα» που είχε ξεσπάσει στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Δημοκρατικών μεταξύ Χίλαρι Κλίντον και Μπέρνι Σάντερς, που εμφανίστηκε ως ο «ανανεωτής» ή «σοσιαλιστής» (στην πραγματικότητα σοσιαλδημοκράτης) με έρεισμα σε μικρότερες ηλικίες, που δεν αποκλείεται να αξιοποιηθεί μελλοντικά, όπως είχε λανσαριστεί και ο Μπαράκ Ομπάμα, ο «φέρελπις» πρώτος μαύρος Πρόεδρος, που εξυπηρέτησε τις ανάγκες του κεφαλαίου.