Με αφορμή την ημερίδα υπό την αιγίδα της κυβέρνησης για τον κλάδο του Φαρμάκου
Φυσικά, η ημερίδα που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, υπό την αιγίδα της αντιπροεδρίας της κυβέρνησης και τη συμμετοχή τριών υπουργείων, δεν είχε σκοπό να παρουσιάσει ούτε την κατάσταση των εργαζομένων στον κλάδο, ούτε βέβαια συνολικά την αδυναμία κάποιων τμημάτων από τα λαϊκά στρώματα να αγοράζουν φάρμακα, αφού δεν έχουν εισόδημα, ή την ολοένα αυξανόμενη πληρωμή τους από άλλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων κόβοντας από άλλες ανάγκες τους, αφού το εισόδημα δε φτάνει, επειδή ακριβώς το Φάρμακο γίνεται ολοένα και πιο ακριβό εμπόρευμα, με δεδομένη την κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων σ' αυτό τον κλάδο, κρίσιμο για τη ζωή και την υγεία του λαού, άρα κλάδο στρατηγικής σημασίας.
Αντίθετα - αυτός ήταν άλλωστε και ο τίτλος - σκόπευε στην παρουσίαση του λεγόμενου «σχεδίου δράσης για την ανάπτυξη της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας», την ενίσχυση δηλαδή φαρμακοβιομηχάνων και των κερδών τους, άρα τη συμβολή του κράτους με διάφορα κίνητρα, που να τους ελαφρύνει το κόστος έρευνας και παραγωγής, αλλά και την ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση των ήδη δυσμενών όρων δουλειάς για τους εργαζόμενους στον κλάδο, ως παράγοντες ενίσχυσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε αυτόν.
Την ημερίδα διοργάνωσαν από κοινού τα υπουργεία Οικονομίας, Υγείας και Παιδείας, τα οποία συνεργάστηκαν, υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, για την εκπόνηση και υλοποίηση του λεγόμενου «Ολοκληρωμένου Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης και Σχεδίου Δράσης» σε βασικούς βιομηχανικούς κλάδους. Οι οποίοι, στο πλαίσιο του «νέου παραγωγικού μοντέλου» που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, «προκρίνονται» στη λήψη πάσης φύσης ενισχυτικών μέσων για την περαιτέρω ανάπτυξή τους κατά τα επόμενα χρόνια. Η φαρμακοβιομηχανία, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, ορίζεται «ως πιλότος της πρωτοβουλίας αυτής, αναγνωρίζοντας έμπρακτα τόσο την κρίσιμη συμβολή του κλάδου στο εθνικό ΑΕΠ και στην απασχόληση, όσο και τη δυναμική που παρουσιάζει».
Να, λοιπόν, που η κυβέρνηση δε νοιάζεται και αντιμετωπίζει τον κλάδο όχι για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών, αλλά για την καπιταλιστική ανάπτυξη συνολικά, μέσω και της ενίσχυσης των επιχειρηματικών ομίλων του συγκεκριμένου κλάδου.
Από τα σημαντικότερα στοιχεία που καταγράφονται στη σχετική μελέτη, η οποία διενεργήθηκε για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, αποτελεί το γεγονός ότι η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης, παρουσιάζει αύξηση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής κατά 64%, σε περίοδο δηλαδή που ο αντίστοιχος δείκτης της μεταποίησης στη χώρα έχει συρρικνωθεί κατά 28%. Επίσης, εμφανίζει σταθερή κερδοφορία ύψους περίπου 4% ετησίως, ενώ στη μελέτη υπολογίζεται πως η συμβολή του φαρμακευτικού κλάδου στο εθνικό ΑΕΠ ξεπερνάει τα 2,8 δισ. ευρώ. Τέλος, το 21% του κύκλου εργασιών του προέρχεται από εξαγωγές σε περισσότερες από 85 χώρες.
Στη μελέτη καταγράφεται και αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων αλλά και των θέσεων απασχόλησης κατά 3.681 εργαζόμενους, δίχως όμως να δίνονται περισσότερα στοιχεία για τη μορφή αυτών των θέσεων. Η εμπειρία από τον κλάδο, όπως την καταγράφουν τα ταξικά σωματεία, αναφέρει ότι όλα αυτά τα χρόνια έχουν ενισχυθεί, όπως προαναφέραμε, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και επεκτείνεται το καθεστώς των ατομικών συμβάσεων.
Η υφυπουργός Οικονομίας, Θ. Τζάκρη, ανέφερε πως το «Σχέδιο Δράσης» για τη στήριξη και ανάπτυξη της φαρμακοβιομηχανίας έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ ο νέος «Αναπτυξιακός Νόμος 4399/2016» της κυβέρνησης «αναγνωρίζει τη φαρμακοβιομηχανία ως έναν από τους στρατηγικής προτεραιότητας κλάδους της μεταποίησης». Μια σειρά προγραμμάτων άμεσης ενίσχυσης της μεταποίησης αυτήν την περίοδο βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού και αναμένεται να προκηρυχθούν μέχρι το τέλος του έτους.
Παράλληλα, σημαντικός κρίνεται ο ρόλος του υπουργείου Παιδείας στο σχέδιο δράσης, αφού μέσω του Τομέα Ερευνας και Καινοτομίας και της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας διαμορφώνει προγράμματα για τη δημιουργία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην ημερίδα, «θυλάκων επιστημονικής και επιχειρηματικής ποιότητας για την έμπνευση και απελευθέρωση του ερευνητικού δυναμικού της χώρας, χωρίς άνωθεν περιορισμούς, παρεμβάσεις και αγκυλώσεις...», ενώ επίσης η ΓΓΕΤ σχεδιάζει δράσεις στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ για την υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας και καινοτομίας στον τομέα του Φαρμάκου. Πρόκειται για την υποταγή της επιστημονικής έρευνας στις ανάγκες κερδοφορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ενώ το ερευνητικό προσωπικό σταδιακά αλλά σταθερά θα μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε υποχείριο στην υπηρεσία των ομίλων.
Φυσικά, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, απέδωσε τα εύσημα στην κυβέρνηση γι' αυτές της τις πρωτοβουλίες, σημειώνοντας ότι ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας θα μπορούσε να αποτελέσει «αναπτυξιακό μοχλό και δημιουργό θέσεων εργασίας». Σε ανάλογο ύφος κινήθηκε και η παρέμβαση του προέδρου της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας, Θ. Τρύφων, ωστόσο άδραξε την ευκαιρία να απαιτήσει την παύση «των δυσβάσταχτων clawback» (οι επιστροφές δηλαδή των κλινικών και ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων προς τον ΕΟΠΠΥ) αλλά και τη διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή, τη «βελτίωση» του φορολογικού περιβάλλοντος κ.ά.
Ηδη η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της στην ημερίδα, χρηματοδοτεί τις πρώτες δράσης για την ενίσχυση των φαρμακοβιομηχάνων με 410.000.000 ευρώ για εκσυγχρονισμό, έρευνα - καινοτομία, κατάρτιση - πιστοποίηση γνώσεων (φτηνό ειδικευμένο εργατικό δυναμικό) και ενίσχυση ερευνητικών υποδομών.
Το κυβερνητικό σχέδιο περιέχει, επίσης, δράσεις όπως: ενίσχυση ζήτησης προϊόντων εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, ενδυνάμωση ανθρώπινου δυναμικού, διασφάλιση υποστηρικτικών υπηρεσιών και υποδομών, βελτίωση περιβάλλοντος χρηματοδότησης.
Κι ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παράσχει σχεδόν ό,τι ζητούν οι φαρμακοβιομήχανοι στο όνομα της «ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας» και του οράματος για «επιστροφή στην ανάπτυξη», η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των λαϊκών οικογενειών αποτελεί ένα όλο και πιο ακριβό εμπόρευμα, με αύξηση των παντός είδους πληρωμών από τους ασθενείς και οι κρατικές να περιορίζονται συνεχώς, όπως και οι ασφαλιστικές, αφού έχει μειωθεί η εργοδοτική εισφορά, ενώ αυξάνονται οι εισφορές για ΕΒΕ και μικρομεσαίους αγρότες.
Σε Επερώτηση που είχε καταθέσει πρόσφατα το ΚΚΕ προς τον υπουργό Υγείας, Α. Ξανθό, καταγράφονται οι αρνητικές επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής στη φαρμακευτική περίθαλψη. Οπως επεσήμανε το ΚΚΕ, η κυβέρνηση συνεχίζει τη μείωση της κρατικής και ασφαλιστικής δαπάνης και ταυτόχρονα αυξάνει τη δαπάνη των ασθενών, οι οποίοι πληρώνουν μεσοσταθμικά από 9% το 2009, 30% περίπου σήμερα.
Με το 3ο μνημόνιο προβλέπεται ο ΕΟΠΥΥ μέχρι και το 2018 να δίνει για φάρμακα έως 1,94 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, τα οποία είναι μειωμένα, ενώ στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνεται και η δαπάνη για τα εμβόλια, που πριν ήταν σε ξεχωριστό κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση διατηρεί το χαράτσι του 1 ευρώ ανά συνταγή, μειώνει τις ασφαλιστικές τιμές, αυξάνει τα φάρμακα της «αρνητικής λίστας» και των μη συνταγογραφούμενων που τα πληρώνουν 100% οι ασθενείς. Ολα αυτά συντέλεσαν στην υλοποίηση της ευρωενωσιακής πολιτικής, όπου κράτος και ασφαλιστικά ταμεία πλήρωσαν κατά 57,7% λιγότερα, ενώ οι ασφαλισμένοι κατά 43,1% περισσότερα για φάρμακα. Επίσης, οι ασθενείς πλήρωσαν από την τσέπη τους για φάρμακα που δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία κατά 14,6% περισσότερα.
Γίνεται ξεκάθαρο πως από τη στιγμή που η κυβέρνηση διαμορφώνει την πολιτική της συνολικά στον τομέα της Υγείας με κριτήριο το «κόστος» των μέτρων στην ανταγωνιστικότητα και στην κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα καλό. Το κριτήριο της ανάπτυξης υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων που υπηρετεί η κυβέρνηση, όχι μόνο δεν προμηνύει ανάκτηση των απωλειών σε υπηρεσίες πρόληψης και αποκατάστασης της υγείας του λαού, αλλά μονιμοποίηση της σημερινής άθλιας κατάστασης.
Ο λαός πρέπει να διεκδικεί ένα αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα Υγείας, δωρεάν Φάρμακο, κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας σ' αυτούς τους τομείς.