Από την πρώτη συνεδρίαση των εκπροσώπων του ΟΗΕ και της συριακής κυβέρνησης, στη Γενεύη |
Αντίθετα, ηχηρή ήταν η απουσία της συριακής αντιπολιτευόμενης αντιπροσωπείας, που απαρτίζει τη λεγόμενη «Υπατη Διαπραγματευτική Επιτροπή» (ΥΔΕ) και η οποία συγκροτήθηκε με τη στήριξη δυτικών και αραβικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ενώ αποκλείστηκαν ορισμένα αντιπολιτευόμενα κόμματα και το μεγαλύτερο κουρδικό κόμμα, Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης (PYD). Αντίθετα, επιτράπηκε να συμμετάσχουν στην ΥΔΕ οι τζιχαντιστές της ένοπλης οργάνωσης «Στρατός του Ισλάμ» (που από τη Συρία και τη Ρωσία θεωρείται τρομοκρατική) διορίζοντας, εκτός των άλλων, τον αρχηγό τους, Μοχάμεντ Αλούς, επικεφαλής διαπραγματευτών της αντιπολίτευσης.
Η εξέλιξη δεν προξενεί κατάπληξη. Τα βαριά «σύννεφα» στη Γενεύη είχαν αρχίσει να πυκνώνουν καιρό πριν από την έναρξη του τρίτου κύκλου διαπραγμάτευσης (Γενεύη ΙΙΙ), προχτές, ανάμεσα στον απεσταλμένο του ΟΗΕ στη Συρία, Στάφαν ντε Μιστούρα, και την αντιπροσωπεία της συριακής κυβέρνησης.
Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, και της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, για έναν έστω προσωρινό συμβιβασμό, ώστε να ξεκινήσουν οι νέες συνομιλίες στη Γενεύη σχετικώς εντός χρονοδιαγράμματος, στην πραγματικότητα η εντεινόμενη ενδοϊμπεριαλιστική κόντρα σε μία σειρά διεθνών και περιφερειακών ζητημάτων (Ουκρανία, διεύρυνση ΝΑΤΟικών βάσεων προς ανατολάς, προώθηση αντιτιθέμενων γεωπολιτικών συμφερόντων σε Συρία και Ιράκ κ.λπ.) είναι το πραγματικό εμπόδιο.
Ανάμεσα στα άλλα, ΗΠΑ και Ρωσία (με την ανοχή ή τη συμμετοχή και των άλλων 13 μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ) αθέτησαν την υπ' αριθμόν 2254 απόφαση του ΣΑ που είχαν πάρει στις 18 του περασμένου Δεκέμβρη και η οποία προέβλεπε, πριν από την έναρξη της διαπραγμάτευσης, δύο πολύ βασικά πράγματα: α) Την κατάρτιση μίας κοινά αποδεκτής λίστας με τις τρομοκρατικές οργανώσεις που δρουν σε Συρία και Ιράκ (που είχε αναλάβει να φτιάξει η Ιορδανία) και β) την επίτευξη «εκεχειρίας» στις ζώνες του πολέμου, στις οποίες ωστόσο δεν θα συμπεριλαμβάνονταν εκείνες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» και του «Μετώπου Αλ Νούσρα»... Τη συνέχιση των βομβαρδισμών κατά αμάχων επικαλείται ως επιχείρημα και η ΥΔΕ για να μποϊκοτάρει, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, τις συνομιλίες της Γενεύης, θέτοντας στο τραπέζι πριν από την έναρξη των νέων παζαριών όρους, που ΗΠΑ και Ρωσία είχαν υποστηρίξει εξ αρχής πως δεν είχαν θέση στο τραπέζι του νέου κύκλου διαπραγμάτευσης, που έχει προγραμματιστεί να έχει διάρκεια έξι μηνών.
Αντίθετα, όχι μόνο δεν κατέστη εφικτή η επίτευξη εκεχειρίας σε (κάποιες έστω...) ζώνες πυρός, αλλά κλιμακώθηκαν οι βομβαρδισμοί ξένων δυνάμεων στο συριακό έδαφος με πρόσχημα (όλων... εννοείται) την παρουσία και δράση των τζιχαντιστών. Και των Ρώσων, των οποίων η αεροπορική επιχείρηση από τις 30 Σεπτέμβρη ανέτρεψε τα δεδομένα στα πεδία των συγκρούσεων υπέρ του συριακού στρατού, που ανέκτησε σημαντικό έδαφος σε στρατηγικής σημασίας περιοχές, και των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, που κλιμακώνουν τις επιχειρήσεις στην περιοχή, σπρώχνοντας παράλληλα και το ΝΑΤΟ να επέμβει, χρησιμοποιώντας (εφόσον αποφασιστεί εντός Φλεβάρη από τους ΝΑΤΟικούς υπουργούς Αμυνας) σε πρώτη φάση τα κατασκοπευτικά αεροσκάφη AWACS. Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός πως τη μέρα έναρξης της έμμεσης διαπραγμάτευσης στη Γενεύη (29/1), η ολλανδική Βουλή αποφάσισε τη συμμετοχή της Πολεμικής Αεροπορίας της χώρας και στις επιδρομές των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην ανατολική Συρία, με πρόσχημα, εννοείται, τη δράση των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους», τους οποίους υποτίθεται πως βομβαρδίζουν, εδώ και μήνες, στο Ιράκ.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι ο συριακός λαός θα συνεχίσει να υποφέρει γιατί βρίσκεται στο επίκεντρο του ανταγωνισμού που κλιμακώθηκε με την επέμβαση των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, όπως και της Τουρκίας και των πετρελαιομοναρχιών του Κόλπου, με αιχμή του δόρατος τους τζιχαντιστές, με στόχο την ανατροπή της συριακής κυβέρνησης ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντα των δικών τους μονοπωλίων. Αλλά και η παρέμβαση της καπιταλιστικής Ρωσίας, παρά τις διαφορές της, τα δικά της μονοπώλια εξυπηρετεί. Αναδεικνύεται η ανάγκη οι λαϊκές δυνάμεις να μην μπαίνουν κάτω από ξένες αστικές σημαίες αλλά να παλέψουν για τα δικά τους συμφέροντα και να γίνουν πραγματικοί αφέντες του πλούτου που παράγουν.