Από τις πρόσφατες επαφές του απεσταλμένου του ΟΗΕ στη Δαμασκό, Στάφαν ντε Μιστούρα |
Ολες οι ενδείξεις έδειχναν, έως το βράδυ της Παρασκευής, πως ήταν μάλλον απίθανο να ξεκινήσουν αύριο οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη. Μετά τον Τζον Κέρι και τον εκπρόσωπο του ειδικού απεσταλμένου στη Συρία, Στάφαν ντε Μιστούρα, που τάχθηκαν υπέρ της ολιγοήμερης αναβολής των διαβουλεύσεων, προχτές το απόγευμα και ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών, Γκενάντι Γκατίτολφ, δήλωσε στο συριακό πρακτορείο ειδήσεων ΣΑΝΑ πως οι συνομιλίες «ίσως αρχίσουν στις 27 με 28 Γενάρη», αφού ανάμεσα στα άλλα παρέμενε ζητούμενο η ακριβής σύνθεση της συριακής αντιπολιτευτικής αντιπροσωπείας. Αυτό οφείλεται στις έντονες διαφωνίες που έχουν προκύψει. Από τη μια πλευρά, έχουμε τη σαουδαραβική μοναρχία που πρωτοστάτησε στη συγκρότηση της λεγόμενης «Υπατης Διαπραγματευτικής Επιτροπής» (ΥΔΕ) στο Ριάντ και την Τουρκία, που αντιδρά στη συμμετοχή των Κούρδων της Συρίας στις διαπραγματεύσεις. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τις προσπάθειες ρωσικής και συριακής κυβέρνησης να αποκλείσουν τη συμμετοχή τζιχαντιστών από οργανώσεις όπως το «Αχράρ αλ Σαμ» και το «Τζάις αλ Ισλάμ» και να διευρύνουν τη σύνθεση της συριακής αντιπολίτευσης με πιο μετριοπαθείς ομάδες και τις κουρδικές ένοπλες και πολιτικές δυνάμεις (μαχητές των δυνάμεων «YPG» και το κουρδικό «Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης»).
Χαρακτηριστικό των ρευστών εξελίξεων και του θολού τοπίου, που προδιέγραφαν ταυτόχρονα αναβολή και υπονόμευση της όποιας διαπραγμάτευσης, είναι οι προσπάθειες που κατέβαλαν μέχρι την ύστατη ώρα Αμερικανοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι και ο απεσταλμένος του ΟΗΕ στη Συρία.
Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, μετέβη από την Παρασκευή στην Τουρκία για διήμερη επίσκεψη, ασκώντας, μεταξύ άλλων, πιέσεις για εκπροσώπηση των Κούρδων της Συρίας στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης και την ανάπτυξη σύγχρονων συστημάτων του αμερικανικού στρατού στην τουρκο-συριακή μεθόριο, ώστε να σταματήσει το μπες - βγες των τζιχαντιστών. Χτες Σάββατο, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, μετέβη στο Ριάντ, ασκώντας πιέσεις για διεύρυνση της λεγόμενης «Υπατης Διαπραγματευτικής Επιτροπής» (ΥΔΕ), που συγκροτήθηκε αρχές Δεκέμβρη στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας και διόρισε στα μέσα της βδομάδας ως επικεφαλής διαπραγματευτή τον αρχηγό της οργάνωσης τζιχαντιστών «Τζάις αλ Ισλάμ», Μοχάμεντ Αλούς, που είναι «κόκκινο πανί» για τη Δαμασκό και τη Μόσχα. Σήμερα νωρίς το πρωί αναμενόταν στο Ριάντ και ο απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία, Στάφαν ντε Μιστούρα, ώστε να «λύσει» (εάν τελικώς το καταφέρει...) το ζήτημα με τη σύνθεση της αντιπροσωπείας της συριακής αντιπολίτευσης, ώστε να αρχίσει στη συνέχεια (εάν το αποφασίσει τελικώς...) την αποστολή προσκλήσεων στις ομάδες διαπραγμάτευσης έκαστης πλευράς.
Το ταξίδι του Ντε Μιστούρα στο Ριάντ αναμένεται με ενδιαφέρον, μολονότι δεν προβλέπεται να έχει τύχη... Ιδιαίτερα αφότου δημοσιοποιήθηκε (μέσω αποκλειστικού ρεπορτάζ του αμερικανικού περιοδικού «Foreign Policy» την περασμένη Πέμπτη) η ενόχλησή του για την «ακαμψία» της σαουδαραβικής κυβέρνησης στο θέμα σύνθεσης της αντιπροσωπείας της συριακής αντιπολίτευσης, στην οποία μετέχουν μόνο άτομα της πλήρους εμπιστοσύνης του οίκου των Σαούντ.
Σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy», ο ντε Μιστούρα κατηγόρησε εμμέσως πλην σαφώς (στην κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τη Δευτέρα στη Ν. Υόρκη) τη σαουδαραβική κυβέρνηση ότι «περιπλέκει τις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης στη Συρία, προσπαθώντας να ελέγξει στενά τις ομάδες της αντιπολίτευσης που απαρτίζουν τη λεγόμενη "Υπατη Διαπραγματευτική Επιτροπή"». Ο Ντε Μιστούρα φέρεται να είπε ότι οι ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης που στηρίζονται από τη Σ. Αραβία, «έχουν επανειλημμένα αγνοήσει τις προσωπικές του εκκλήσεις» για τη διεύρυνση της επιτροπής, καθώς επιμένουν ότι «μόνο αυτοί» απαρτίζουν την αντιπροσωπεία της συριακής αντιπολίτευσης. Το περιοδικό υπογράμμιζε ότι εκτός από τους Σαουδάραβες στηρίζουν την ΥΔΕ η Γαλλία, η Τουρκία και το Κατάρ. Δηλαδή χώρες που (μαζί με τις ΗΠΑ) έχουν στηρίξει ιδιαίτερα δραστήρια κατά το παρελθόν τη δημιουργία, εκπαίδευση και εξοπλισμό των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» (ΙΚ), του «Μετώπου Νούσρα» και άλλων ακραίων οργανώσεων που μάχονται την κυβέρνηση του Σύρου Προέδρου, Μπασάρ Ασαντ.
Βεβαίως, τα προβλήματα με τη σύνθεση της αντιπροσωπείας της συριακής αντιπολίτευσης είχαν φανεί από νωρίς, πολύ δε μάλλον όταν αυτό το ζήτημα μοιράζεται ουσιαστικά ανάμεσα στον ΟΗΕ και τη λεγόμενη «Διεθνή Ομάδα Στήριξης της Συρίας», στην οποία συμμετέχουν 17 χώρες (τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δυτικές και αραβικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις). Ανάμεσα σε αυτές τις 17 χώρες είναι η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί των οποίων αντιστρατεύονται εκείνους του Σύρου Προέδρου Ασαντ, της Ρωσίας, του Ιράν και ενδεχομένως της Κίνας, με την τελευταία να επιδιώκει δυναμικά νέο ρόλο στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή (όπως απέδειξε και το πρόσφατο ταξίδι του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, σε Σ. Αραβία, Αίγυπτο, Ιράν).
Τα προβλήματα δε θα μπορούσαν να λείψουν, ιδιαίτερα όταν το καταπιεστικό μοναρχικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας κατάφερε να του ανατεθεί ο ρόλος «φιλοξενίας» των διαδικασιών για τη συγκρότηση της συριακής αντιπολιτευτικής αντιπροσωπείας στο Ριάντ, στις αρχές Δεκέμβρη, έπειτα από την τελευταία συνάντηση της «Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας». Οι Σαουδάραβες όχι μόνο αξιώνουν την ανατροπή της κυβέρνησης του Σύρου Προέδρου, Μπασάρ Ασαντ, όχι μόνο την προσπαθούν με διάφορα μέσα και πακτωλούς χρήματος (μεταξύ άλλων και με το στήσιμο με τους άλλους ιμπεριαλιστές των τζιχαντιστών), αλλά εμφανίζονται και ως ...εγγυητές της δημοκρατίας στη Συρία, προσπαθώντας να καθορίσουν ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα τα επόμενα χρόνια!
Γεγονός είναι, πάντως, ότι κανένα πρόβλημα δεν παρατηρήθηκε όσον αφορά στη σύνθεση της συριακής κυβερνητικής αντιπροσωπείας, επικεφαλής της οποίας ορίστηκε ο Μπασάρ αλ Τζααφάρι, έμπειρος διπλωμάτης και επί χρόνια πρέσβης της χώρας του στην έδρα του ΟΗΕ στη Ν. Υόρκη. Ο Τζααφάρι αναλαμβάνει και πάλι (όπως το Γενάρη του 2014, στις προηγούμενες - αποτυχημένες - διαπραγματεύσεις στη Γενεύη) το ρόλο του επικεφαλής της κυβερνητικής αντιπροσωπείας. Δεύτερος τη τάξει ορίστηκε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Φαϊσάλ αλ Μοκντάντ.
Ομως, το ίδιο διάστημα που ΗΠΑ και Ρωσία καμώνονται πως προωθούν την εξεύρεση πολιτικής λύσης στη Συρία, αυξάνουν το στρατιωτικό ρόλο και παίρνουν νέες θέσεις μάχης στα μέτωπα του πολέμου επί του συριακού εδάφους, φυσικά για τη θωράκιση των ξεχωριστών τους συμφερόντων σήμερα αλλά και στο μέλλον.
Χαρακτηριστικό ήταν εκτενές ρεπορτάζ των «Τάιμς της Ν. Υόρκης» στις 21/1/16, με τον εύγλωττο τίτλο «Ρωσία και ΗΠΑ, ενώ προωθούν τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, διαγκωνίζονται για μία θέση στη Συρία».
Αφορμή γι' αυτό το δημοσίευμα στάθηκαν πρόσφατες εξελίξεις, μεταξύ των οποίων η προσπάθεια των Ρώσων να δημιουργήσουν αεροπορική βάση κοντά στο Καμισλί της ΒΑ Συρίας, ακριβώς στα σύνορα με την Τουρκία και η προσπάθεια των Αμερικανών να μετατρέψουν σε σταθμό ανεφοδιασμού μικρό αγροτικό αεροδρόμιο στην κωμόπολη Ραμάιλαν της επαρχίας Χάσακα, για χάρη των Κούρδων και Αράβων που πολεμούν τους τζιχαντιστές.
Οι προσπάθειες των Ρώσων για βάση στο Καμισλί προκάλεσαν, όπως αναμενόταν, τη λάβρα αντίδραση του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που προειδοποίησε τη Ρωσία να μην αναπτύξει στρατεύματα στα σύνορα της χώρας του, υποστηρίζοντας ότι «δε θα γίνουν ανεκτοί τέτοιοι σχηματισμοί» κατά μήκος της ζώνης που εκτείνεται από το τριεθνές Συρίας - Τουρκίας - Ιράκ μέχρι τη Μεσόγειο. Αν μη τι άλλο, αυτή η εξέλιξη ρίχνει ακόμη περισσότερο λάδι στη φωτιά της επιδείνωσης των τουρκο-ρωσικών σχέσεων, με αφορμή την κατάρριψη του ρωσικού «Su-24» από τουρκικό «F-16» στις 24 Νοέμβρη του 2015 στη συρο-τουρκική μεθόριο.
Σαν να μην έφταναν αυτά, το ΝΑΤΟ φέρεται να σχεδιάζει την εμπλοκή του στους πολέμους Συρίας και Ιράκ, προωθώντας ως πιθανή, σε πρώτη φάση, την ανάπτυξη κατασκοπευτικών αεροσκαφών AWACS.
Επιπλέον, ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Αστον Κάρτερ, μόλις ένα 48ωρο από τη Σύνοδο του Παρισιού μεταξύ ομολόγων του από Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστραλία, κατά την οποία αποφασίστηκε η αύξηση στρατιωτικής συνδρομής εκάστης χώρας στον πόλεμο «κατά των τζιχαντιστών», δήλωσε πως θα χρειαστεί να αναπτυχθούν και χερσαίες δυνάμεις προκειμένου να προχωρήσουν (πιθανώς την Ανοιξη) οι επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των πόλεων - στρατηγείων των τζιχαντιστών του ΙΚ, που είναι η Ράκα στη Συρία και η Μοσούλη στο Βόρειο Ιράκ.
Συνεπώς, το σκηνικό επιβεβαιώνει ότι διαπραγμάτευση και στρατιωτική προετοιμασία πάνε χέρι - χέρι, αφού ο ανταγωνισμός για μερίδια αγοράς, ενεργειακούς πόρους, δρόμους μεταφοράς τους και σφαίρες επιρροής δεν πρόκειται να σταματήσει. Και πάντα θα αποβαίνει κατά των λαών, όσο αυτοί δεν παίρνουν την τύχη στα χέρια τους για να τερματίσουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια, να γίνουν αφέντες στον τόπο τους, οργανώνοντας την οικονομία και την κοινωνική ζωή για τα δικά τους συμφέροντα.