(μυθιστόρημα)
Ελεγε η γιαγιά της «γερνάω επιτυχώς», κι εκείνη με το πλήθος τα βάσανα που την κύκλωναν από παιδί, με τόλμη και θάρρος ξεπερνώντας τα, έβρισκε πόσο «επιτυχώς» κυριολεκτούσε η γιαγιά. Γυναίκα εκείνη, από ακριτικό, αγροτικό, ξεχασμένο χωριουδάκι, αντιμετώπισε κακιά πεθερά, θηριώδη νύφη, γνώρισε όλα τα «χυμώδη φρούτα» σ' αυτό το ακραίο σημείο της Ελλάδας, εγκατάλειψη από τον άντρα της, δυσκολίες αξεπέραστες στο ν' αποκτήσει παιδιά, ανυπαρξία κάθε περίθαλψης, αρρώστιες, νευρώσεις, φοβίες και κυρίως φτώχεια, φτώχεια.
Θα λέγαμε πως γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα από γυναίκα, τόσο είναι μέσα στην ψυχοσύνθεση, στις ιδιομορφίες, στα ενδιαφέροντα του «ασθενούς φύλου» ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Θεσσαλονικιός με πλήθος γραφές (σενάρια, κυρίως για την τηλεόραση και τον κινηματόγραφο, διηγήματα, μυθιστορήματα). Μπαίνει, όμως, και στο πετσί του άντρα - πρωταγωνιστή, που παλεύει για το μεροκάματο, άλλοτε βρίσκοντάς το κι άλλοτε μετακινούμενος χιλιόμετρα για ένα πιάτο φαΐ, κουβαλώντας μαζί και την οικογένεια, μοιράζοντας μαζί της πληθώρα από κακουχίες.
Ολ' αυτά από την εποχή του Β` Παγκόσμιου Πολέμου. Περνούν όλες οι πολιτικές καταστάσεις με τις περιγραφές της άσχετης πολιτικά, απλοϊκής αυτής γυναίκας, που απ' τον πατέρα της ήταν τοποθετημένη στο δεξιό χώρο. Ετσι, μεταφέρει και κάποιες πολύ σκληρές, αρνητικές σκηνές, ως «αυτόπτης», λέει, μάρτυρας, να τις εκτελούν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Αυτό το θεωρούμε μελανότατο, χωρίς εξήγηση, σημείο στην ενδιαφέρουσα, κατά τα άλλα, συνειδητοποίησή της ως γυναίκας, καθώς περνούν τα χρόνια και πλησιάζουν τα γηρατειά, κατά τα άλλα «επιτυχώς» (Εκδόσεις «Κέδρος»).