Eurokinissi |
Οι τελευταίες εξελίξεις και κυρίως το «πλαίσιο συμφωνίας» που ανακοινώθηκε τις προηγούμενες μέρες, με βάση το οποίο η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, είναι χαρακτηριστικό.
Τι αποδεικνύεται;
Εξηγούμαστε. Και αυτή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις είναι προσανατολισμένες σε ένα συγκεκριμένο σκοπό: Στη στήριξη της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή στην ανάκαμψη της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, του κεφαλαίου, των επενδυτικών του σχεδίων. Ο στόχος αυτός, όσο και αν πασπαλίζεται με τη χρυσόσκονη της «παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης», από την οποία δήθεν θα κερδίσουν και οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα (εφόσον βεβαίως η πίτα μεγαλώσει), στην πραγματικότητα δεν μπορεί να συμβιβαστεί, όχι μόνο με διευρυμένα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, με τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες, αλλά ούτε καν με το ενδεχόμενο ανάκτησης όσων οι εργαζόμενοι έχασαν σε δικαιώματα, κατακτήσεις και εισόδημα την περίοδο της κρίσης. Αντίθετα, προϋποθέτει την παραπέρα προώθηση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, την υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου, όπως άλλωστε έχει αποτυπωθεί στις κατευθύνσεις της ΕΕ, πάνω από μία εικοσαετία. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπαν οι εκπρόσωποι του ΙΟΒΕ (Ερευνητικό Ινστιτούτο που απηχεί τις θέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων), όταν κλήθηκαν να καταθέσουν στην Εξεταστική της Βουλής για το μνημόνιο, την περασμένη βδομάδα, σημειώνοντας ότι οι αναδιαρθρώσεις του μνημονίου θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί ήδη από το 1980, θυμίζοντας ότι την περίοδο 2000-2010 εφαρμόστηκε πρόγραμμα αναδιαρθρώσεων και στη Γερμανία. Η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επιδιώκει αυτές οι αναδιαρθρώσεις να εφαρμοστούν όχι με τον ίδιο κάθετο τρόπο που πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά εξασφαλίζοντας την εργατική-λαϊκή συναίνεση, την κατάλληλη ευελιξία, ώστε να μπορεί να επιτυγχάνεται η ενσωμάτωση. Ελπίζοντας, ταυτόχρονα, ότι μια ανάκαμψη της οικονομίας μπορεί να της δώσει τα περιθώρια για λίγα ψίχουλα-στάχτη στα μάτια των εργαζομένων. Για παράδειγμα, αντί να προχωρήσει άμεσα στις περικοπές στις συντάξεις, τις παραπέμπει στις αναλογιστικές μελέτες για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Ετσι, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι αυτές μπορεί να αποφευχθούν και ταυτόχρονα δρομολογεί τα πράγματα, έτσι ώστε αυτές να έρθουν ως κάτι φυσιολογικό, κάτι αναγκαίο, εξαιτίας της βιωσιμότητας του συστήματος. Το ίδιο με τα Εργασιακά. Η παραπομπή των αλλαγών στο διάλογο με την εργοδοσία και την ΟΚΕ έχει ήδη διαμορφώσει το αρνητικό για τους εργαζομένους πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα δρομολογηθούν και εκεί εξελίξεις, με την περίφημη επαναφορά των 751 να εξαφανίζεται διά μαγείας. Ακόμα, προσπαθεί να συνδέσει την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, με δήθεν αξιοποίησή τους υπέρ των εργαζομένων, π.χ. σύνδεσή τους με ταμείο χρηματοδότησης του Ασφαλιστικού κλπ. Είναι, λοιπόν, κατανοητό ότι το γεγονός πως η κυβέρνηση αφήνει άθικτο όλο το αντεργατικό-αντιλαϊκό πλαίσιο των προηγούμενων χρόνων, δεν αποτελεί έναν προσωρινό ελιγμό, όπως εμφάνιζε προπαγανδιστικά η κυβέρνηση, αλλά προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου της ανάκαμψης.
Η αγωνία, λοιπόν, των επιχειρηματικών ομίλων, των εκπροσώπων του κεφαλαίου για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, για το πόσο γρήγορα θα έρθει η οικονομική ενίσχυση, για το ποιες συμφωνίες, ποια «ντιλς» και με ποιους θα κλείσουν, δεν μπορεί να είναι αγωνία του λαού. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης θα είναι αντιλαϊκό. Αυτό δε σημαίνει ότι ο λαός θα πρέπει να κάτσει στη γωνιά και να υπομένει καρτερικά τη συνέχιση της σφαγής δικαιωμάτων και αναγκών του. Το αντίθετο, θα πρέπει άμεσα να βγει στο προσκήνιο, να προτάξει τα δικά του συμφέροντα, τα δικά του αιτήματα και διεκδικήσεις, παλεύοντας για ανάκτηση των απωλειών, ξήλωμα του αντεργατικού-αντιλαϊκού πλαισίου, ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών-λαϊκών αναγκών. Παλεύοντας σε γραμμή ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, σημαντικός σταθμός είναι για όλους η 11η Ιούνη και εκεί πρέπει να βαρέσουν όλα τα σφυριά.