Η λαμαρίνα
είχε πυρώσει,
έσκαγε έξω
το τζιτζίκι,
κι αυτήν εκεί
την είχε «χώσει»
απ' τους σεισμούς
το κράτος φρίκη,
για να πεθάνει,
να τελειώσει
μια τέτοια μέρα
σαν ποντίκι!
* * *
Η λαμαρίνα
είχε ανάψει
φλόγες πετούσε
σαν καμίνι,
όταν στο «τολ»
την είχαν «θάψει»,
λίγο της είπαν
πως θα μείνει,
μα τάφο εκεί
της είχαν σκάψει,
οι απεχθείς
οι θεατρίνοι.
* * *
Και χτες τη βρήκαν
να 'χει γείρει
μέσα στην τσίγκινη
την «κάσα»,
όχι δεν πήγε
απ' το λιοπύρι,
άλλοι της κόψαν
την ανάσα!