Το κοινό που έχουν οι μετανάστες στη Σουηδία και στη Γερμανία είναι ο «ακοίμητος νόστος», η έλλειψη συναναστροφών με ντόπιους, παράγοντας σοβαρός, η διαφορετική γλώσσα και νοοτροπία. Ομως στο μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές μια ελληνική οικογένεια - όπου όλοι σκιαγραφούνται με μικρές ζωηρές πινελιές και σου «μιλούν» σα να τους γνωρίζεις από παλιά - ο μόνος φίλος που απέκτησε ο αρχηγός της οικογένειας και διατήρησε ως το τέλος, είναι Σουηδός.
Εκτός από την ψυχογραφική εικόνα Ελλήνων και Σουηδών, τις καταπληκτικές περιγραφές για την ομορφιά της φύσης στο βορρά, υπάρχει κι η πολιτική χροιά. Εδώ δημιουργήθηκε σοβαρή αντιστασιακή ομάδα στη διάρκεια της Χούντας, που βοήθησε ενεργά στον αγώνα για την αποτίναξη των τεράτων. Ο εγκέφαλος των αντιστασιακών από τη μέση και κάτω του κειμένου, καθορίζει και τις τύχες της πρωταγωνιστικής οικογένειας. Αναδεικνύεται πανίσχυρος, πάνω από κάθε ηθικό, «ειωθότα» φραγμό, ο έρωτας, που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Αλλά η ζωή συνεχίζεται. Ο «πανδαμάτωρ» χρόνος φέρνει σιγά - σιγά τη λησμονιά και την ανακούφιση, κι η υπαρξιακή πρωταρχική βάση των ανθρώπινων όντων κυριαρχεί εντονότερη: «Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα»... (Εκδόσεις «Γαβριηλίδης»).