Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «Κόμματος του Απλού Ανθρώπου» (Aam Aadmi Party - ΑΑΡ) του οποίου η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές της Ινδίας (που θα ολοκληρωθούν μετά από διαδικασία συνολικά έξι εβδομάδων στις 12 Μάη) εμφανίζεται ως «δύναμη ελπίδας που, μακριά από κόμματα, γεννά αυξημένες προσδοκίες για τον ινδικό λαό, θέλει να καταπολεμήσει τη διαφθορά και τις ανισότητες, να εξασφαλίσει "δίκαιη" ανάπτυξη».
Το ΑΑΡ ιδρύθηκε το 2011 και τον περασμένο Δεκέμβρη αναδείχθηκε πρώτη δύναμη στις τοπικές εκλογές στο Νέο Δελχί. Ο ηγέτης του, πρώην δημόσιος υπάλληλος, Αρβιντ Κεζριουάλ, έγινε πρωθυπουργός της τοπικής κυβέρνησης για 49 μέρες, αφού μετά παραιτήθηκε, αντιδρώντας - όπως δήλωσε - στα εμπόδια που πρόβαλλαν τα δυο ισχυρά κόμματα της χώρας (του «Κογκρέσου» και του ινδουιστικού «Μπαρατίγια Τζανάτα») στην προώθηση του προγράμματός του.
Το αν και πόσο το AAP είναι «διαφορετικό» από τα άλλα αστικά κόμματα αποτυπώνεται στις ίδιες του τις θέσεις. Στο «Μανιφέστο» του, το AAP ασκεί κριτική «στα κυρίαρχα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία 66 χρόνια» επειδή «δεν έχουν φρέσκες ιδέες για να λύσουν τα προβλήματα της χώρας», επειδή «μεγάλα χρηματικά ποσά» δαπανώνται «χωρίς ευθύνη και αποτελέσματα».
Χαρακτηριστικά είναι όσα λέει το κόμμα για:
Οι προτάσεις του AAP μοιάζουν γεμάτες αντιφάσεις. Από τη μία λέει πως «η ιδιοκτησία των μεγάλων φυσικών πόρων όπως τα ορυκτά, το νερό και τα δάση θα ανήκουν στο κράτος», από την άλλη ότι «ο ιδιωτικός τομέας θα συμμετάσχει στην ανάπτυξη των υποδομών» και ότι «το κράτος δεν πρέπει να διευθύνει επιχειρήσεις».
Τα πράγματα όμως ξεκαθαρίζουν όταν περιγράφει όσα θεωρεί πηγή των προβλημάτων για τους καθυστερημένους ρυθμούς ανάπτυξης: «Τα κατεστημένα συμφέροντα προσπάθησαν να κρατήσουν τις διαδικασίες τόσο σύνθετες που κάθε αλλαγή γίνεται δύσκολη... Με το υψηλό κόστος συμμόρφωσης, την κυριαρχία των αδειών, την έλλειψη διαφάνειας και ευθύνης και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, οι επιχειρήσεις είτε δεν μπορούν να απογειωθούν είτε, ακόμα και αν επιβιώνουν, η παραγωγικότητά τους μόλις που ενισχύεται και ο αριθμός των εργαζομένων μειώνεται με την πάροδο του χρόνου». Για τις δυσκολίες και τη γραφειοκρατία που συναντούν οι επενδύσεις των μονοπωλίων αγωνιά το ΑΑΡ και δεν το κρύβει. Γι' αυτό και υπόσχεται «απλοποίηση νόμων και κανονισμών» (αναζητώντας το πλαίσιο για διαδικασίες «fast-track» που θα προσελκύσουν νέες επενδύσεις), «φορολογικό σύστημα βασισμένο στην απλότητα και τη διαφάνεια» (λες και είναι η διαφάνεια που θα εμποδίσει τη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων).
Μέλημα του κόμματος είναι να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες που για μια σειρά λόγους εμπόδιζαν τη συσσώρευση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στην Ινδία, με ρυθμούς αντίστοιχους των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Νέα οδικά έργα, διευρυμένο δίκτυο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, πιο γρήγορες και ευέλικτες κρατικές υπηρεσίες ενίσχυσης των ομίλων που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν ή να διεισδύσουν σε τομείς της ινδικής οικονομίας είναι μερικά από όσα «χωράνε» στη «νέα μηχανή» ανάπτυξης που αναζητά το ΑΑΡ.
Σ' αυτό το πλαίσιο διακηρύσσει «ανένδοτο» πόλεμο κατά της διαφθοράς, ικανοποιώντας τις προσδοκίες των πολυεθνικών για κατάκτηση «υγιούς ανταγωνισμού» και καταπολέμηση φαινομένων (π.χ. «οικογενειοκρατία») που, στο πλαίσιο και των ενδοαστικών ανταγωνισμών, μπορεί να εμπόδιζαν την είσοδο νέων ομίλων στην πολυπληθή ινδική αγορά. «Η μαύρη αγορά δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πολιτικό πατρονάρισμα» τονίζει το ΑΑΡ, επιδιώκοντας ό,τι ακριβώς επιδιώκει και ένας μεγαλέμπορος που θέλει να βγάλει από τη μέση τους μαυραγορίτες και μικρέμπορους που του «τρώνε» πελατεία και τζίρο.
Το ΑΑΡ μεταξύ άλλων εμφανίζει την «καταπολέμηση της διαφθοράς» και «ως σημαντικό παράγοντα για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων τιμών». Παραγνωρίζει (ηθελημένα ή όχι αυτό έχει δευτερεύουσα σημασία) τους νόμους που κυριαρχούν στον καπιταλισμό, όπου η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής σε όλο και λιγότερα χέρια και η μονοπώληση της αγοράς είναι απαράβατος κανόνας, άρρηκτα συνδεδεμένος με την αγριότητα με την οποία ξεσπά η επίθεση των μονοπωλίων σε βάρος του συνόλου της ζωής των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Δηλαδή όχι μόνο αποδέχεται τη συνύπαρξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, που από μόνη της ευνοεί τα μονοπώλια του κλάδου, αλλά έχει και το θράσος να ισχυριστεί ότι αυτό που βασανίζει τις λαϊκές οικογένειες, όταν πάνε να πληρώσουν, είναι το ότι μπορεί να μην είχαν ενημερωθεί αναλυτικά και εκτενώς για τα τιμολόγια του κάθε διαγνωστικού κέντρου. Και όχι το ότι η Υγεία και το Φάρμακο είναι εμπόρευμα.
Ανεξάρτητα από το αν το συγκεκριμένο κόμμα συναντά τη συμπάθεια λαϊκών στρωμάτων ή και το αν εκφράζει αγνές προθέσεις ορισμένων εργαζομένων που έχουν «μπουχτίσει» από τη σαπίλα και την αντιλαϊκή επίθεση των αστικών κυβερνήσεων, οι θέσεις του βεβαιώνουν ότι δε γίνεται μια πολιτική δύναμη να πατά σε δυο βάρκες. Οποιος δεν επιλέγει να αμφισβητήσει τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και την οικονομική βάση στις οποίες αυτές κυριαρχούν, πέφτει στα αδιέξοδα που γεννά η έλλειψη στρατηγικής σύγκρουσης με τα μονοπώλια. Αναδεικνύεται σε δύναμη επικίνδυνη για την εργατική τάξη και το κίνημά της, που συσκοτίζει τις αληθινές αιτίες των προβλημάτων της και αθωώνει τον αντίπαλό της, του δίνει χρόνο και εργαλεία να αρπάξει την ανοχή και τη συναίνεση των εργατών στην κλοπή του δικού τους μόχθου.