Καντάδες, αρέκιες (αρχαιότερη μορφή αστικού τραγουδιού, που εκτελείται «α καπέλα», δηλαδή χωρίς ενόργανη συνοδεία), αγροτικά τραγούδια (κοινωνικά ή σκωπτικά, της γιορτής ή της διασκέδασης, που χαρακτηρίζονται από μια παιχνιδιάρα διάθεση και έντονο χιούμορ), συνθέτουν το υλικό του δίσκου (δεκαπέντε τραγούδια). Μαζί τους και μελοποιημένα κομμάτια του μουσικοσυνθέτη Τιμόθεου Αρβανιτάκη: «Ο ξανθός Απρίλης» (σε στίχους Δ. Σολωμού), «Ζακυνθινή τριανταφυλλιά» (σε στίχους Λεν. Στράνη) και «Οι βελονιές» (σε στίχους Γ. Δεμέτη). Οι «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», όπως μας πληροφορεί μέσα από το σημείωμά του ο Ν. Λούντζης, «εκτός από τη μουσική ασχολούνται με το χορό και το λαϊκό θέατρο. Στο διάστημα της δεκαπεντάχρονης δραστηριότητάς τους μεταφέρανε το ζακυνθινό πολιτιστικό μήνυμα ανά την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και στις άκρες του κόσμου (ΗΠΑ, Ολλανδία, Αυστραλία κ.ά.). Ο δίσκος αυτός αποτελεί δείγμα των καλλιτεχνικών προσανατολισμών και της ποιότητας του συγκροτήματος».
Το συγκρότημα αποτελούν οι: Ν. Κεφαλληνός, Χ. Τσιριγώτης, Δ. Συνετός (πρίμο), Β. Χριστοδουλόπουλος, Αν. Σταμίρης (σιγόντο), Σ. Καμπιώτης, Γ. Νικολόπουλος (τέρτσα), Λ. Μποζίκης, Δ. Βερτζάγιας (μπάσο). Παίζουν: Α. Σταμίρης (μαντολίνο), Τ. Αρβανιτάκης, Δ. Συνετός (μαντόλα), Δ. Φλάμπουρας (κιθάρα), Κ. Μεϊντάνης (μπάσο). Η ενορχήστρωση - διεύθυνση είναι του Τιμ. Αρβανιτάκη. «Η Ζάκυνθος», αναφέρουν τα μέλη του συγκροτήματος, «στο διάβα των αιώνων έχει να επιδείξει μοναδική μουσική δημιουργία, που χαρακτηρίζεται από την ευαισθησία και την αυθεντικότητα των γνωστών και αγνώστων δημιουργών της. Μουσικές και ήχοι από τα πανηγύρια και τις λαϊκές συγκεντρώσεις, μέχρι τα σαλόνια των ευγενών και τις ταβέρνες των ποπολάρων. Μια πολύχρονη πορεία, στο τελείωμα της 2ης χιλιετηρίδας, μας οδήγησε, μετά από έρευνα και καταγραφή, να διασώσουμε και να προβάλουμε, με πολύ κόπο, πίκρες και χαρές, μέρος από τη βαριά μουσική κληρονομιά μας». Είναι, όπως λένε χαρακτηριστικά, «ένας αγώνας, μια δουλιά αφιερωμένη κυρίως στους ανώνυμους δημιουργούς της Ζακυνθινής μουσικής παράδοσης και στις γενιές που έρχονται».