...που ξεφυτρώνει από το πουθενά ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο του 1915, ενώ η οσμή του μεγάλου πολέμου κατηφορίζει προς τη γαλλική Ριβιέρα. Ο ήλιος φωτίζει τα μαλλιά της και το πορτοκαλί της ρούχο αντανακλά στα μάγουλά της. Εκείνη ξεπεζεύει από το ποδήλατο και περνά την ψηλή καγκελόπορτα (χωρίς να την ξανακλείσει πίσω της) που οδηγεί στην καταπράσινη όαση του κτήματος του Ρενουάρ, στην Κυανή Ακτή. Η Αντρέ ζητά δουλειά ως μοντέλο του ζωγράφου που ζει βιδωμένος, λόγω δύστροπων ρευματισμών, σε αναπηρική πολυθρόνα και, μόλις και μετά βίας κρατά τα πινέλα με τα οποία απεικονίζει τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι... Ο Ρενουάρ αυτοπροσδιορίζεται εργάτης της τέχνης (φτιάχνει κάτι απτό που μένει) και όχι καλλιτέχνης (αυτό δεν είναι επάγγελμα!) και αρνείται να βάψει τον κόσμο μαύρο. Για τον μεγάλο ιμπρεσιονιστή δεν είναι το σχέδιο, αλλά το χρώμα που μετράει και η δομή της πινελιάς, όταν η μια μπαίνει μέσα στην άλλη...
Πληθώρα γυναικείων μοντέλων έχει περάσει το κατώφλι του ατελιέ. Κάθε καινούργιο μοντέλο φέρνει καινούργια έμπνευση, φέρνει την αναγέννηση εμφυσώντας ζωή στο γηραιό ζωγράφο... Αυτό το βλέπουμε πλάνο το πλάνο, το ένα ωραιότερο από το άλλο με την κοκκινομάλλα όλο και με λιγότερα ρούχα και περισσότερο μυστικισμό. Η ομορφιά είναι η νιότη, ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό; Ομως, συχνά όταν ο 75χρονος Ρενουάρ εκθειάζει το δέρμα, το στήθος και τις θηλές της νεαρής, ακούγεται τουλάχιστον σαν γεροντική άνοια που ίσως αγγίζει όρια παιδοφιλίας...
Κάπως έτσι πορεύεται η χαμηλών τόνων αφήγηση, στη νηνεμία της Προβηγκίας και τα χρωματιστά λαχταριστά λαχανικά. Με σταθερό φόντο τον πόλεμο και την επιδείνωση της αρρώστιας του ζωγράφου που σπρώχνει τη σάρκα σε αποσύνθεση, η ταινία κερδίζει ενδιαφέρον όσο μεταβάλλεται σε πιο σύνθετη. Η διάσταση αυτή ξεκινά από την επιστροφή του γιου Ρενουάρ, με αναρρωτική άδεια, από το μέτωπο και την ερωτική του συνάντηση - μέσα στο πράσινο και τις παλέτες - με την λαβωμένη ατομίστρια Αντρέ που τα θέλει «όλα ή τίποτα». Τη φρίκη του μεγάλου πολέμου βίωσε ο Ζαν με πλήρη συνείδηση και γνώση την οποία μετουσίωσε με ανεξίτηλα αισθήματα συλλογικότητας και αλληλεγγύης σε καλλιτεχνικό έργο, αρκετά χρόνια αργότερα. Αποτέλεσμα, το στρατευμένο αριστούργημα του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» (1937) που σπαρταρά από αλήθεια και δύναμη ακόμα και σήμερα.
Στην ταινία «ΡΕΝΟΥΑΡ» δεν συμβαίνουν πολλά ενώ τα περισσότερα περνούν ασχολίαστα. Ενα από τα δομικά προβλήματα συνίσταται στο ότι ο Μπουρντός δεν σκιαγραφεί το πορτρέτο της κοπέλας «που η ταινία του έχει ανάγκη». Δεν υπάρχει καμιά βαρύτητα σε αυτήν πέρα από τις ποικίλες πόζες που τη βλέπουμε να εκθέτει αυτάρεσκα το όμορφο, φρέσκο σώμα της που, μολονότι «εμπνέει» όλους τους αρσενικούς του κτήματος, δεν είναι ικανό να την κατοχυρώσει ως πιο σημαντική από ένα έπιπλο. Και είναι κρίμα, γιατί βλέπουμε πώς ο σκηνοθέτης ψαχουλεύει για πιο ενδιαφέρουσες κρυφές πτυχές. Αντιθέσεις βέβαια ανάμεσα σε πατέρα και γιο αναφύονται αλλά δεν είναι ποτέ ουσιαστικές. Η αφήγηση γλιστρά ήσυχα, προκλητικά επιφανειακή και στερεοτυπική, σαν φελλός στην επιφάνεια από το μοντέλο μέχρι τη δημιουργική ευφυΐα.
Παίζουν: Μισέλ Μπουκέ, Κρίστα Τερέ, Βενσάν Ροτιέρ, Ρομάν Μπορινζέ, κ.ά.
Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (2012)