Η συζήτηση για τα Ενεργειακά στην ΕΕ γίνεται εν μέσω έντονου προβληματισμού κυβερνήσεων και μονοπωλίων για το πώς (επανα)σχεδιάζεται ο παγκόσμιος ενεργειακός χάρτης από τώρα και για τις επόμενες δεκαετίες. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο. Το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 36% της κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ κατά την περίοδο 2006-2010, ενώ είκοσι κράτη - μέλη εισάγουν το 95%, ή και περισσότερο, των αναγκών τους σε πετρέλαιο.
Ηδη στα διεθνή φόρα, σημειώνεται ότι η αυξημένη παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός ΟΠΕΚ, σε συνδυασμό με τη μετατροπή των ΗΠΑ από χώρα εισαγωγών σε χώρα εξαγωγών, δημιουργεί νέες συνθήκες στην παγκόσμια αγορά υδρογονανθράκων. Οι ΗΠΑ επενδύουν πολλά στο φυσικό αέριο από σχιστολιθικά πετρώματα («shale gas») στα οποία εμφανίζονται πολύ πλούσιες.
Συμπλήρωσε επίσης: «Οι επιπτώσεις των υψηλών τιμών και του κόστους της Ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα της ΕΕ πρέπει να είναι ένα από τα σημαντικότερα σημεία ενδιαφέροντός μας. Ως προς αυτό, η επικείμενη ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη σύνθεση και τους "οδηγούς" των τιμών και του κόστους της Ενέργειας πρέπει να αξιολογηθεί εκτενώς με ιδιαίτερη έμφαση στον αντίκτυπό τους στα νοικοκυριά, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Η καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας είναι υψίστης σημασίας, όπως και η διασφάλιση ανταγωνιστικών και προσιτών τιμών ενέργειας για τους βιομηχανικούς τομείς που εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό».
Επικαλούνται υποκριτικά τα νοικοκυριά και τους μικρομεσαίους, αυτούς δηλαδή που τσακίζουν και με τις διαρκείς αυξήσεις στη φορολογία του καυσίμου, την ίδια ώρα που φοροαπαλλάσσουν το καύσιμο των εφοπλιστών, ενώ αντίστοιχες απαλλαγές προωθούν και για μεγαλοβιομήχανους στο χάλυβα, στο αλουμίνιο κλπ., με το πρόσχημα της ανταγωνιστικότητας.