Eurokinissi |
Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρχει ελληνική εταιρεία σε οποιονδήποτε κλάδο που να μην έχει διασύνδεση με πολυεθνικές, που να μην έχει συμμαχίες με ξένους κολοσσούς. Το ίδιο ισχύει και στο Φάρμακο |
Η αντιπαράθεση της κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με την τροπολογία για τα φάρμακα, άνοιξε το ζήτημα της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2012, πρώτη σε πωλήσεις στον κατάλογο των κερδοφόρων φαρμακευτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ήταν η BOEHRINGER INGELHEIM ΕΛΛΑΣ ΑΕ, η μεγαλύτερη εξαγωγική φαρμακοβιομηχανία, με πωλήσεις ύψους 244,41 εκατ. ευρώ. Ακολουθούσε η ΒΙΑΝΕΞ AE, με πωλήσεις ύψους 240,19 εκατ. ευρώ, η ΦΑΡΜΑΤΕΝ (πωλήσεις ύψους 149,32 εκατ. ευρώ), η ΦΑΜΑΡ (120,80 εκατ. ευρώ), η ELPEN (115,33 εκατ. ευρώ) και η DEMO (107,03 εκατ. ευρώ), η SPECIFAR (82,9 εκατ. ευρώ), η LAVIPHARM (39,1 εκατ. ευρώ), η GALENICA AΕ (36,26 εκατ. ευρώ), και η UNI - PHARMA ABEE, (33,84 εκατ. ευρώ).
Αναμφισβήτητα, ένα πρώτο πεδίο της αντιπαράθεσης είναι οι αντιθέσεις και οι κόντρες ανάμεσα σε ελληνικές και πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες. Κόντρες που σε ορισμένες περιπτώσεις εκδηλώνονται ιδιαίτερα σφοδρές. Ομως, το ίδιο αυτονόητο είναι ότι δεν μπορεί να υπάρχει ελληνική εταιρεία σε οποιονδήποτε κλάδο της παραγωγής που να μην έχει διασύνδεση με πολυεθνικές, που να μην έχει συμμαχίες με ξένους κολοσσούς στον ίδιο κλάδο.
Ας δούμε μερικά συγκεκριμένα στοιχεία:
(Τράπεζα Πειραιώς - Κλαδική Μελέτη Παραγωγή και Εμπορία Φαρμάκων Ιούνιος 2011).
(Στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής - Αύγουστος 2013).
(Τράπεζα Πειραιώς Κλαδική Μελέτη Ιούνιος 2011).
Παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην υπάρχει απολύτως ολοκληρωμένη εικόνα για το τι συμβαίνει σε επίπεδο συμπράξεων ελληνικών και πολυεθνικών κεφαλαίων στον κλάδο του φαρμάκου, τα στοιχεία είναι αρκετά για να αντιληφθεί κάποιος καλύτερα πώς λειτουργεί η συγκεκριμένη αγορά. Και να δει πώς διαμορφώνονται και γιατί είναι αναγκαίες για τις ίδιες τις εταιρείες, το ίδιο το κεφάλαιο στον κλάδο του φαρμάκου, οι συνεργασίες ελληνικών και πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών.
Στο πλαίσιο των ανταγωνισμών ανάμεσα στα ίδια τα μονοπώλια, συντελούνται εξαγορές και συγχωνεύσεις. Μερικά παραδείγματα και τις πηγές από όπου τα αντλήσαμε.
(Εκθεση McKinsey & Company «Η Ελλάς 10 χρόνια μπροστά! Προσδιορίζοντας το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδος», Σεπτέμβριος 2011).
Συνολικά, η ΦΑΜΑΡ εξάγει το 70% της παραγωγής της, ενώ μέσω των 11 εργοστασίων της (4 σε Ελλάδα και 7 στο εξωτερικό) αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο ανεξάρτητο παραγωγό για τις εταιρείες φαρμάκου στην Ευρώπη και τον πέμπτο διεθνώς, παράγοντας φάρμακα για λογαριασμό 150 πολυεθνικών.
(Εκδοση: Υγεία Φάρμακο Ομορφιά 2013 - Βιομηχανία Παραγωγικές Επιχειρήσεις).
Η DEMO έχει παρουσία, μέσω εξαγωγών, σε 50 περίπου χώρες και πριν από λίγο καιρό δημιούργησε και θυγατρική, γραφείο εξαγωγών στο Μόναχο, ενώ πριν από μερικούς μήνες είχε ιδρύσει την πρώτη θυγατρική της στην Κίνα όπου διερευνά το έδαφος για περαιτέρω εξαγωγές. Η Demo εξάγει στην Κίνα περισσότερο από 2 δεκαετίες. Από το σύνολο της παραγωγής της, το 80% αφορά σε εξαγωγές. Σε κάποιες χώρες, κατέχει μερίδιο αγοράς 30% σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων. Στην Ελλάδα, η εταιρεία κατέχει την πρώτη θέση σε πωλήσεις σε τεμάχια στα ελληνικά νοσοκομεία, ενώ σε διεθνές επίπεδο συγκαταλέγεται μεταξύ των 90 μεγαλύτερων παραγωγών γενοσήμων.
Η μεγαλύτερη παραγωγός γενόσημων φαρμάκων στον κόσμο θεωρείται η ισραηλινών συμφερόντων φαρμακοβιομηχανία TEVA που πολύς λόγος γίνεται τελευταία. Στην Ελλάδα, η εταιρεία ξεκίνησε την εμπορική της δραστηριότητα το 2008. Και φέρεται να είναι ο βασικός διακινητής γενόσημων στην ελληνική αγορά. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Κωνσταντίνος Φιτσώρος, σε συνέντευξή του, (ΒΗΜΑ - 1.7.2012) εξηγεί ότι η TEVA δεν είναι και τόσο καινούργια στην ελληνική αγορά: «...η μητρική εταιρεία για περισσότερο από 10 χρόνια πριν από την εγκατάστασή της στην Ελλάδα προμήθευε και συνεχίζει να προμηθεύει και σήμερα κάποιες από τις μεγαλύτερες ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες γενοσήμων με δραστικές ουσίες φαρμάκων, καθώς και με έτοιμα φάρμακα. Ολα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα έχουν διακινηθεί περισσότερα από 3 εκατομμύρια δισκία και στείρες δόσεις των φαρμάκων μας».
Πριν από μερικές βδομάδες, σε ελληνικό διαδικτυακό μέσο, καταγράφεται: «Η Goldman Sachs ήταν η πρώτη που υποβάθμισε τη σύστασή της για τη μετοχή της TEVA σε "πώληση". (...) Ενα από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που επιμένουν να χαρακτηρίζουν την TEVA θετικά είναι η Deutsce Bank. Η γερμανική τράπεζα προτρέπει τους πελάτες της να αγοράσουν μετοχές της TEVA(...)».
Μία άλλη χρήσιμη πληροφορία είναι ένα μεγάλο ντιλ ανάμεσα στην TEVA και τη γερμανική Bayer. «H Bayer HealthCare δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την εξαγορά της Teva Pharmaceutical Industries που αφορά προγράμματα για την υγεία των ζώων. Η Bayer συμφώνησε να αγοράσει την επιχείρηση το Σεπτέμβρη για 145 εκατ. δολάρια». (Associated Press 3.1.2013)
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε μερικές εκτιμήσεις, πρακτικές και μεθοδεύσεις, σχετικά με την τεράστια κόντρα των ίδιων των πολυεθνικών σχετικά με τα γενόσημα φάρμακα.
Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο που περιλαμβάνει η Μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς που προαναφέραμε έχει τίτλο: «Αθέμιτες πρακτικές και προβλήματα ανταγωνισμού μεταξύ πρωτοτύπων και γενόσημων». Και λέει:
«Ενα σημαντικό πρόβλημα της Ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας είναι τα εμπόδια που θέτουν οι εταιρείες παραγωγής αρχέτυπων φαρμάκων που έχουν σαν στόχο την καθυστέρηση εισόδου των γενόσημων φαρμάκων στην αγορά. (...) Η πρακτική αυτή έχει σκοπό τη δημιουργία μεγαλύτερης νομικής αβεβαιότητας στις εταιρείες παραγωγής γενόσημων. Δημιουργία δικαστικών διενέξεων και πρόκληση επαφών με τις εταιρείες γενόσημων, ώστε να αποτραπεί ή να καθυστερήσει η είσοδος γενόσημων στην αγορά (ο αριθμός των διενέξεων τετραπλασιάστηκε μεταξύ 2000 και 2007 και η μέση διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών ήταν 2,8 έτη). Αιτήσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων από τις εταιρείες παραγωγής αρχέτυπων (μέση διάρκεια καθυστέρησης 18 μήνες). Ενστάσεις και προσφυγές κυρίως για παράγωγα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (μέση διάρκεια περίπου 2 έτη). Διακανονισμοί και άλλες συμφωνίες (κυρίως στο πλαίσιο δικαστικών διαφορών ή λοιπών διενέξεων), μεταξύ εταιρειών παραγωγής αρχέτυπων και γενόσημων σκευασμάτων.
Με τις συμφωνίες αυτές τίθενται περιορισμοί στη δυνατότητα διάθεσης του προϊόντος στις αγορές (γεωγραφικοί ή ποσοτικοί), ενώ συνήθως καταβάλλονται και ανταλλάγματα όπως απευθείας πληρωμές, άδειες εκμετάλλευσης, συμφωνίες διανομής ή παρεπόμενες συμφωνίες (side deal).
Αλλες πρακτικές που εμποδίζουν την είσοδο γενόσημων στην αγορά, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι τα στοιχεία της μελέτης: «Συμφωνίες ταχείας εισόδου, παρεμπόδιση έκδοσης άδειας κυκλοφορίας και τιμολόγησης ή ασφαλιστικής κάλυψης για τα γενόσημα (με τον ισχυρισμό ότι αυτά είναι λιγότερο ασφαλή, μη αποτελεσματικά ή κατώτερης ποιότητας φάρμακα), παρεμβάσεις στους χονδρεμπόρους ή στους προμηθευτές δραστικών φαρμακευτικών ουσιών, κ.λπ.