Τα ελλείμματα του συστήματος επικαλούνται οι συντάκτες του κυβερνητικού κειμένου για να στηρίξουν τις απάνθρωπες προτάσεις τους. Αποκρύπτουν, όμως, ότι για αυτά ευθύνεται η πολιτική των κυβερνήσεων, η βάρβαρη εκμετάλλευση και το κλέψιμο των αποθεματικών, η μη καταβολή της ισχνής κρατικής συμμετοχής και απλώς αναφέρουν ότι «για την Ελλάδα, η ελλειμματικότητα του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί ήδη σήμερα μια πραγματικότητα, που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό με 1,3 τρισεκ. δρχ./χρόνο ή 3,3% του ΑΕΠ, ποσό στο οποίο δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων.»
Επιχειρώντας να δικαιολογήσουν την κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης θέτουν θέμα έλλειψης πόρων και χαρακτηριστικά σημειώνουν πως «στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας, η προοπτική μείωσης της εισροής πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και η ανάγκη υποκατάστασής τους από εθνικούς πόρους σε επενδύσεις, τα περιορισμένα όρια άντλησης άλλων πόρων, που στο παρελθόν ενίσχυαν τον προϋπολογισμό και η ανάγκη κάλυψης πολλαπλών κοινωνικών αναπτυξιακών ή άλλων επιλογών κάνουν τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος αναγκαία». Ενώ κινδυνολογώντας για την αναγκαιότητα των μέτρων σημειώνουν: «Οσο πιο έγκαιρα συντελούνται οι αλλαγές, τόσο μειώνεται η αβεβαιότητα και τόσο λιγότερο έντονες είναι οι αλλαγές που αφορούν σημαντικό μερίδιο ασφαλισμένων μετά από λίγα χρόνια.»
Στη γραμμή της κινδυνολογίας πιο συγκεκριμένα αναφέρουν ποιες είναι «οι διαστάσεις του προβλήματος» από τη δική τους σκοπιά και όχι βέβαια από τη σκοπιά των αναγκών των εργαζομένων και του εξευτελιστικού επιπέδου των συντάξεων. Ετσι ενώ καταγίνονται με μια σειρά στοιχεία και την «τέχνη της λογιστικής» δεν κάνουν την παραμικρή αναφορά για τις εκατοντάδες χιλιάδες των συνταξιούχων που ζούνε με συντάξεις των 120.000 δραχμών. Για τα ελλείμματα σημειώνουν πως «αυξάνουν σταδιακά για τα φτάσουν στο 11,10% του ΑΕΠ το 2030 και σε υψηλότερα επίπεδα στη συνέχεια. Για να υπάρχει μια αίσθηση της σημασίας των πιέσεων αυτών, το έλλειμμα του 2030 θα σήμαινε για το 2000 4,5 τρισεκ. δρχ. (αντί 1,3 τρισεκ.), που αντιπροσωπεύει το σύνολο του προϋπολογισμού για υγεία, πρόνοια, εκπαίδευση, άμυνα και τμήμα για συντάξεις το 2001. Οι προβλέψεις αυτές μπορούν να γείρουν προς δυσμενέστερη ή ευμενέστερη κατεύθυνση, ανάλογα με τις δημογραφικές (κυρίως) εξελίξεις».
Στο πνεύμα των οδηγιών της ΕΕ οι συντάκτες του κειμένου επαναλαμβάνουν τα γνωστά χιλιοειπωμένα κατασκευάσματα περί γήρανσης του πληθυσμού, αποκρύπτοντας συνειδητά ότι ο σοβαρότερος παράγοντας, στη σχέση εργαζομένων συνταξιούχων είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι και οι εκατοντάδες χιλιάδες ανασφάλιστοι εργαζόμενοι. Για τα στελέχη της κυβέρνησης «οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη δυναμική του ασφαλιστικού συστήματος είναι:
α) Η γήρανση του πληθυσμού και η συνεχώς φθίνουσα αναλογία πληθυσμού σε παραγωγικές ηλικίες προς τον πληθυσμό πάνω από 65 χρόνων.
Ο αριθμός των ατόμων στις ηλικίες συνταξιοδότησης θα αυξηθεί μέχρι το 2040 περίπου κατά 50% συγκριτικά με το 2000. Την ίδια περίοδο ο αριθμός των ατόμων που θα είναι στις ηλικίες εργασίας προβλέπεται να μειωθεί περίπου 13%. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η δραματική μείωση της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους από 2,1 που είναι σήμερα, κάτω από 1,2 μετά το 2040.
Το 2030, για να διατηρηθεί η σημερινή (αδύναμη έτσι κι αλλιώς) σχέση πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία προς πληθυσμό σε ηλικία σύνταξης θα έπρεπε να εργάζονται 7,14 εκατ. άτομα, έναντι 5 εκατ. ατόμων που προβλέπεται να είναι στην παραγωγική ηλικία.
Η δημογραφική αυτή μεταβολή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τις μελλοντικές προοπτικές του ασφαλιστικού συστήματος.
Σε μια τέτοια εξέλιξη για τη χρηματοδότηση του συστήματος θα απαιτούνταν αύξηση των εισφορών κατά 75% περίπου (ισόποσα και της κρατικής χρηματοδότησης ) ή θα έπρεπε το συνολικό κόστος των συντάξεων να μειωθεί κατά αντίστοιχο ποσοστό.»
Επιπλέον στη «μαύρη λίστα» μπαίνει «Το καθεστώς πρόωρων συνταξιοδοτήσεων» που σήμερα οδηγεί πολύ σημαντικότερο τμήμα στη συνταξιοδότηση απ' ό,τι οι γενικοί κανόνες.
Πρόβλημα θεωρούν: τον "τρόπο αύξησης" των συντάξεων, τιςεισφορές (σε σχέση με τις παροχές), το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξιμων απολαβών».
Ισχυρίζονται επίσης ότι «άλλοι παράγοντες, όπως η ανεργία, το συνολικό επίπεδο απασχόλησης κλπ. επηρεάζουν σε πολύ μικρό βαθμό τη δυναμική του συστήματος, ιδιαίτερα αν ο ορίζοντας είναι μακροχρόνιος και όχι βραχυχρόνιος».
Ετσι κατά την άποψή τους «τα δυνατά εργαλεία» για την ανατροπή των ασφαλιστικών δικαιωμάτων είναι:
Για να ισχυριστούν ψευδώς στη συνέχεια ότι: «η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος έχει τους ακόλουθους στόχους: