«Είναι σαφής η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει οτιδήποτε χρειάζεται, όπως το ζητήσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι» λέει το ΔΝΤ
Μιλώντας χτες στο καθιερωμένο συνέδριο του οικονομικού περιοδικού «Economist», επανέλαβε και πάλι τη γνωστή εκβιαστική άποψη περί μονοδρόμων, υποστηρίζοντας ότι «όταν οι αγορές είναι κλειστές και δεν μπορείς να δανειστείς, όταν δεν υπάρχει άλλη χώρα εκτός Ευρωζώνης να σε δανείσει, τότε διαπραγματεύεσαι τους όρους της διάσωσής σου με τον καλύτερο τρόπο που μπορείς».
Από τη στιγμή που η μόνη λύση κατά τη συγκυβέρνηση, είναι η διαπραγμάτευση με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα των όρων σφαγής του ελληνικού λαού, η διαδικασία αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι τέλους. Για το συγκεκριμένο θέμα, ο υπουργός Οικονομικών υποστήριξε, ότι «...μέχρι τώρα έχουν υλοποιηθεί τα 2/3 της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής για την περίοδο 2010-2016 και τα 3/4 της απαιτούμενης προσαρμογής στην ανταγωνιστικότητα. Η εναπομείνασα προσαρμογή είναι δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη. Υπάρχει φως δηλαδή στην άκρη του τούνελ, απαιτείται υπομονή και νηφαλιότητα». Πρόσθεσε επίσης, ότι «...ο μείζον στόχος σήμερα είναι να αποκτήσουμε πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό από φέτος, ώστε να ζητήσουμε την εφαρμογή της ρήτρας για δραστική μείωση του δημόσιου χρέους».
Στην προκειμένη περίπτωση επιχείρησε να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό, σε ό,τι αφορά τη «δύσκολη εναπομείνασα προσαρμογή» που απαιτείται. Γιατί από τη θέση που βρίσκεται, είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από όλους, ότι η επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, για πολλά πολλά χρόνια, απαιτεί την περαιτέρω σκλήρυνση των πολιτικών λιτότητας, η οποία θα οδηγήσει σε νέα δεινά τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οσο για «φως στην άκρη του τούνελ», παραποιεί σκόπιμα την πραγματικότητα, καθώς επιδίωξή τους είναι, η κατάσταση φτώχειας και εξαθλίωσης που βιώνει σήμερα ο λαός, να αποτελέσει μία, μόνιμη και όχι προσωρινή, κατάσταση, προκειμένου να μπορέσει η οικονομική ολιγαρχία να αποσπάσει ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου.
Το επιβεβαίωσε, άλλωστε, και ο ίδιος, όταν επιχείρησε να τεκμηριώσει τη θέση ότι είναι σήμερα εφικτός ο συνδυασμός μίας κατάστασης λιτότητας για τα λαϊκά στρώματα, παράλληλα με την άσκηση ...αναπτυξιακών πολιτικών. Κατά τον υπουργό Οικονομικών, αυτό είναι δυνατό, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και από την Ευρωζώνη. Ως μια τέτοια προϋπόθεση θεωρεί την αξιοποίηση των 44 δισ. ευρώ που θα λάβει η Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά ταμεία τα επόμενα χρόνια (σε αυτά συμπεριέλαβε τα κεφάλαια του νέου ΕΣΠΑ, τα αναξιοποίητα κεφάλαια της περιόδου 2007 - 2013 και τα κεφάλαια για τον αγροτικό τομέα). Ενδιαφέρον όμως έχει η απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε για το «πώς σκοπεύουμε να αξιοποιήσουμε τα λεφτά αυτά». «Σκοπεύουμε να τα αξιοποιήσουμε -ανέφερε στη συνέχεια- με βάση το νέο αναπτυξιακό πρότυπο και το νέο πρότυπο απασχόλησης». Χορήγηση, δηλαδή, χωρίς φειδώ κρατικών κεφαλαίων στους μονοπωλιακούς ομίλους (αναπτυξιακό πρότυπο), στη βάση των διαλυμένων εργασιακών σχέσεων (πρότυπο απασχόλησης).
Εξηγήσεις έδωσε ο υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Μεταφορών και Υποδομών, ο οποίος ταύτισε την όποια «ανάπτυξη» με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ξένου και ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου. Ο Κ. Χατζηδάκης, πρόβαλε ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα μεγάλα δημόσια έργα, τις ιδιωτικοποιήσεις, μια «ανάπτυξη» που δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, καθώς το περισσότερο που μπορεί να εξασφαλίσει γι' αυτούς είναι μερικά μεροκάματα «πείνας», εργασιακές σχέσεις «λάστιχο», συμβολικές συντάξεις, ως απαράβατους όρους της «ανταγωνιστικότητας» που επιδοκιμάζουν και αξιώνουν οι πλουτοκράτες για να κάνουν τη «χάρη» να επενδύσουν.
Σ' αυτή τη βάση, η ομιλία του Κ. Χατζηδάκη είχε και πάλι αναφορές στις επιχειρηματικές συμφωνίες όπως της HP - «Cosco» - ΤΡΑΙΝΟΣΕ, στην ενίσχυση των εξαγωγών, στα... τουριστικά έσοδα. Η άποψη ότι η θέση της Ελλάδας στο ευρώ έχει διασφαλιστεί, αποτέλεσε για τον υπουργό και «εγγύηση» ότι αν και η κατάσταση παραμένει δύσκολη, θα έρθει η... ανάκαμψη. Φυσικά, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο περίφημο Ταμείο ενίσχυσης των «μικρομεσαίων» ύψους 1,5 δισ. ευρώ το οποίο όμως έρχεται ουσιαστικά να χρηματοδοτήσει τη δραματική συρρίκνωση των αυτοαπασχολούμενων και μικρών επαγγελματοβιοτεχνών, εμπόρων, επιλέγοντας να ενισχύσει τις πλέον εύρωστες από τις μεσαίες επιχειρήσεις που προσανατολίζονται σε δραστηριότητες που εντάσσονται στο γενικότερο μοντέλο που προτάσσει η ΕΕ, το οποίο με τη σειρά του διαμορφώνεται στη βάση των συμφερόντων των πολυεθνικών και των μονοπωλίων.
«Είναι σαφής η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει οτιδήποτε χρειάζεται, όπως το ζητήσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι», ανέφερε στην ομιλία του ο εκπρόσωπος της τρόικας στην Ελλάδα Πολ Τόμσεν. Από την ομιλία του επίσης προκύπτει, ότι η νέα μείωση μισθών και συντάξεων, αποτελεί πάντα το υπ' αριθμόν ένα μέτρο, σε περίπτωση που σημειωθούν αποκλείσεις από τους στόχους. Ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι η Ελλάδα μπορεί να πιάσει τους στόχους χωρίς νέα μέτρα σε επίπεδο μισθών και συντάξεων, εφ' όσον εξακολουθούν να τηρούνται οι στόχοι σε επίπεδο φοροδιαφυγής κλπ.
Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, έκανε λόγο και για «αδικίες», οι οποίες χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως «η επιμονή της φοροδιαφυγής» όπου, όπως ανέφερε, «πολλοί από τους πλούσιους δεν πληρώνουν τους φόρους τους», «η επιμονή των υψηλών τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες», καθώς και η επιμονή «για προστασία των θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα» σε αντίθεση με τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα.
Πρόκειται για απύθμενη υποκρισία, όταν από τη μια πλευρά εισηγείται την εφαρμογή μιας πολιτικής η οποία έχει αποθρασύνει τη μεγάλη εργοδοσία, που, στηριγμένη στα μέτρα των μνημονίων, καταπατά κάθε εργασιακό δικαίωμα και, από την άλλη, να μιλά για «αδικίες» στα θέματα της φοροδιαφυγής των πλουσίων και στην κερδοσκοπία των μεγάλων εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων.
Την ικανοποίησή του για την επιστροφή 19 δισ. ευρώ στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα μέχρι τα τέλη Μάρτη, εξέφρασε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γ. Ζανιάς. Υποστήριξε επίσης, ότι η ευρωπαϊκή συζήτηση για το πώς θα σωθούν οι τράπεζες στο μέλλον μετά την κυπριακή υπόθεση, δεν έχουν καμία συνάφεια με την ελληνική περίπτωση.