Σημαντικό «όπλο» για την εμπορευματοποίηση του Πολιτισμού από το αστικό κράτος, το εισιτήριο στην πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί μέχρι και... αίτημα των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών
Icon |
Το παραπάνω περιστατικό επανέφερε στην επιφάνεια το ζήτημα της πρόσβασης του λαού στα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, δηλαδή στην πολιτιστική κληρονομιά του. Για το ΚΚΕ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Δωρεάν πρόσβαση του λαού στους αρχαιολογικούς χώρους και τα κάθε είδους μουσεία, που πρέπει να αποτελούν αποκλειστικά κρατική ιδιοκτησία. Σε συνδυασμό με τις θέσεις του για την ξεκούραση και τις διακοπές του λαού, το ΚΚΕ αντιλαμβάνεται την πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά και τις διακοπές ως δικαιώματα του λαού, στα οποία δεν χωρά ούτε υποψία εμπορευματοποίησης.
Φυσικά, για το κράτος των αστών, τόσο η πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά, όσο και οι διακοπές, αποτελούν πεδία κερδοφορίας... όταν δεν εκλαμβάνονται εντελώς ως προνόμια για τους λίγους. Στην προσπάθειά τους μάλιστα να «τεκμηριώσουν», αν όχι να ιδεολογικοποιήσουν, αυτήν την καραμπινάτη αντιδραστική - αντιλαϊκή πολιτική τους, σκαρφίζονται επιχειρήματα βγαλμένα εντελώς από τη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς, υπογραμμίζοντας και με αυτόν τον τρόπο το γεγονός, ότι για το κεφάλαιο και το πολιτικό προσωπικό του, τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μουσεία, το πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον, δεν είναι τίποτε περισσότερο από οικονομικά «φιλέτα».
Phasma |
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου που αντιμετωπίζουν αυτές οι ηγεσίες το ζήτημα του εισιτηρίου είναι η ΠΕΥΦΑ (Πανελλήνια Ενωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων). Η οποία, λίγες εβδομάδες πριν το περιστατικό στο Παλαμήδι, συγκεκριμένα στις 6/6, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία σημείωνε, ότι «κατά την διάρκεια του τελευταίου 3ημέρου, 3/4 & 5 Ιουνίου 2012 όπου η είσοδος ήταν ελεύθερη στους Αρχαιολογικούς Χώρους και τα Μουσεία μας, η απώλεια εσόδων για το Κράτος, υπολογίζεται περίπου σε πάνω από 500.000 ευρώ. Παρατηρήσαμε ότι το ως άνω 3ήμερο υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση από οργανωμένες κρουαζιέρες και γκρουπ, με αποτέλεσμα τα έσοδα που έχασε το Κράτος να μεταφερθούν στις αντίστοιχες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον Τουρισμό. Επίσης υπενθυμίζουμε ότι η ελεύθερη είσοδος κατ' Ετος είναι περίπου 50 ημέρες».
Eurokinissi |
Τι προτείνει, άραγε, η ΠΕΥΦΑ; Κατάργηση ακόμη και αυτών των ελάχιστων ημερών ελεύθερης πρόσβασης στο όνομα... της «απώλειας» εσόδων από τις κρουαζιέρες; Πιστεύει πραγματικά η ΠΕΥΦΑ ότι η «ελίτ» των κρουαζιερόπλοιων θα έχει πρόβλημα να πληρώσει είσοδο; Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που θα χάσει ακόμη και αυτήν την ελάχιστη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης στην πολιτιστική κληρονομιά του; Από τις 50 μέρες ελεύθερης πρόσβασης κινδυνεύει η πολιτιστική κληρονομιά ή από το ξεπούλημά της στο κεφάλαιο, την εμπορευματοποίησή της, την υπαγωγή της στα συμφέροντα των τουριστικών επιχειρήσεων (με πολύ χειρότερο τρόπο από αυτόν που συνειδητά προβάλλει η ΠΕΥΦΑ) τα χάλια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με ευθύνη του αστικού κράτους; Οι απόψεις της διοίκησης της ΠΕΥΦΑ είναι «βούτυρο» στο «ψωμί» της ασκούμενης αντιδραστικής πολιτικής στον πολιτισμό. Πολιτική που χτυπά και τα δικαιώματα των αρχαιοφυλάκων.
Αλλά η ΠΕΥΦΑ δεν είναι ο μόνος συνδικαλιστικός φορέας που έχει τέτοιες απόψεις και δεν είναι μόνο σήμερα που προβάλλονται αυτές με αφορμή την κρίση. Εχει αξία να θυμηθούμε λοιπόν τη στάση τους σε σχέση με την πολιτική του κράτους στο συγκεκριμένο ζήτημα. Στις 18 Απριλίου του 1996 η ΠΟΣΥΠΠΟ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού) προχώρησε σε τετράωρη, πανελλαδική στάση εργασίας, με κύριο αίτημα το διπλασιασμό του επιδόματος από το Ταμείο Αλληλοβοήθειας. Ο διπλασιασμός, σύμφωνα με την ΠΟΣΥΠΠΟ, θα προερχόταν από νέους πόρους, τους οποίους ζητούσε, ανάμεσά τους... και την επιβολή εισιτηρίου σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους τις Κυριακές και τις αργίες, δηλαδή τις μόνες μέρες που ήταν ελεύθερη η είσοδος για το λαό! Ζητούσαν μάλιστα το 50% από το εισιτήριο.
Η ΠΟΣΥΠΠΟ προσπάθησε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ζητούσε από το λαό αύξηση του μισθού της αντί από την κυβέρνηση(!) με το «επιχείρημα» ότι «η επιβολή εισιτηρίου μεθοδεύεται από το υπουργείο Πολιτισμού», πράγμα που ήταν αλήθεια μεν, αλλά ακριβώς γι' αυτό και η ΠΟΣΥΠΠΟ θα έπρεπε να σηκώσει τον κόσμο στα πόδια ενάντια σε αυτήν τη μεθόδευση και όχι να την εκμεταλλευτεί, δίνοντας ταυτόχρονα και άλλοθι στην αντιδραστική κυβερνητική πολιτική.
Την ίδια μέρα της κινητοποίησης, ο «Ρ» δημοσίευε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες, με πρόταση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και τη σύμφωνη γνώμη του σωματείου των αρχαιοφυλάκων, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο «αποφάσισε να καταργήσει το δικαίωμα του λαού να έχει έστω μια μέρα της βδομάδας ελεύθερη είσοδο στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία μας». Πρόσθετε ότι η δικαιολογία που προβλήθηκε ήταν τα... «διαφυγόντα κέρδη» (σ.σ. σας θυμίζει κάτι..;), επειδή το φυλακτικό προσωπικό αδυνατούσε να ελέγξει τους τουρίστες που έμπαιναν στους αρχαιολογικούς χώρους ως μονάδες και συγκροτούνταν πάλι σε γκρουπ μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους, επειδή τα γκρουπ πλήρωναν εισιτήριο.
Γι' αυτόν τον πραγματικό γελοίο λόγο, κράτος και συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες οδήγησαν στην απόφαση του υπουργού Πολιτισμού τον Ιούνιο του 1996, με την οποία μπήκε η «ταφόπλακα» στην ελεύθερη είσοδο στους Ελληνες πολίτες κατά τις Κυριακές στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Απόφαση που ισχύει μέχρι και σήμερα με ελάχιστες εξαιρέσεις (κάποιες Κυριακές εκτός τουριστικής περιόδου, επίσημες αργίες κ.λπ.).
Το γεγονός ότι η επιβολή εισιτηρίου στον ελληνικό λαό για να δει την πολιτιστική του κληρονομιά ακόμη και τις Κυριακές αποτελούσε τμήμα της πολιτικής εμπορευματοποίησης του πολιτισμού που ήδη διαμορφωνόταν σε πιο συγκεκριμένο πλαίσιο από τα τέλη της 10ετίας του '90 με «μπούσουλα» τη Συνθήκη του Μάαστριχτ επιβεβαιώθηκε το 2000, οπότε η κυβέρνηση «εφηύρε» ακόμα μία εξόφθαλμα παράλογη δικαιολογία, αυτήν τη φορά για να αυξήσει την τιμή των εισιτηρίων! Ετσι, το Μάη του 2000, το ΚΑΣ ενέκρινε αλματώδη αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν διπλάσια! Η δικαιολογία; Η μεγάλη πτώση των εσόδων από εισπράξεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους! Λόγος ο οποίος αφενός παραπέμπει σε μια αντίληψη «μαγαζιού» για την πολιτιστική κληρονομιά, αφετέρου θα έπρεπε λογικά να οδηγήσει σε μείωση της τιμής και όχι σε αύξηση.
Γι' αυτό και οι φόβοι και οι διαπιστώσεις του ΚΚΕ, όπως τους έθεσε σε Ερώτησή του το 2000 με αφορμή την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, όχι απλώς επιβεβαιώθηκαν, αλλά εξακολουθούν να είναι επίκαιροι: «Επειδή το ΚΚΕ πιστεύει πως έναν από τους βασικούς παιδευτικούς μηχανισμούς της χώρας μας αποτελούν τα ελληνικά μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, φοβάται πως η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, στο διπλάσιο σε ορισμένες περιπτώσεις, θα σημάνει δραστική απομάκρυνση των λαϊκών στρωμάτων από τους χώρους αυτούς και, επομένως, άρση της δυνατότητας των εργαζομένων να αποκτούν βασικές πολιτιστικές πληροφορίες που θα τους βοηθούσαν να αναβαθμίσουν το παιδευτικό τους επίπεδο».
Ομως, όλα αυτά τα μέτρα στηρίζονταν, όπως είπαμε, στην πολιτική εμπορευματοποίησης του Πολιτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο είχε ήδη γίνει νόμος του κράτους το πολυνομοσχέδιο του ΥΠΠΟ το 1997, με το οποίο ιδρύθηκαν... 13 Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου στον Πολιτισμό, θέτοντας τις πρώτες ισχυρές βάσεις για την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των κρατικών πολιτιστικών δομών, στο όνομα της αγοραίας «ευελιξίας» και με το γνωστό παραμύθι... «προς χάρη του δημοσίου συμφέροντος»! Οταν ανοίγεις το δρόμο να ιδιωτικοποιηθούν οι ίδιες οι αρχαιότητες, τότε η επιβολή εισιτηρίου και οι αυξήσεις του λαμβάνουν τις πραγματικές διαστάσεις ως προς τις αιτίες τους.
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα πτυχή του ζητήματος που εξετάζουμε είναι και οι στατιστικές «αλχημείες» του κράτους στην προσπάθεια να «δικαιώνει» την αντιλαϊκή πολιτική του. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Ιανουάριο του 2002, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, αποφάσισε να συμπεριλαμβάνει στις μετρήσεις επισκεψιμότητας των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, ακόμη και τις περιορισμένες κατηγορίες επισκεπτών οι οποίοι έμπαιναν με ελεύθερη είσοδο. Ετσι, τον Απρίλη του ίδιου χρόνου «προέκυψε» αύξηση επισκέψεων σε σχέση με τον Απρίλη του 2001! Κι όμως, τα ίδια αυτά στοιχεία έδειχναν, αν «διαβάζονταν» σωστά, ότι χωρίς τα δωρεάν εισιτήρια, η επισκεψιμότητα είχε πέσει! Εδειχναν επίσης, ότι ένας στους τέσσερις επισκέπτες στους αρχαιολογικούς χώρους και σχεδόν ο ένας στους δύο στα μουσεία, ήταν δικαιούχοι ελεύθερης εισόδου! Μάλιστα, την ίδια χρονιά, το μέτρο της δωρεάν εισόδου στα κρατικά μουσεία της Βρετανίας απέφερε αύξηση της επισκεψιμότητας κατά 62%!
Βέβαια, όλα τα παραπάνω έχουν σημασία μόνο στο βαθμό που το αστικό κράτος θα ενδιαφερόταν πραγματικά για την αύξηση της πρόσβασης του λαού στην πολιτιστική του κληρονομιά. Αν όμως συνέβαινε αυτό... δεν θα ήταν αστικό το κράτος. Ετσι, το πρώτο τετράμηνο του 2008, η μείωση στην επισκεψιμότητα των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων κατρακύλησε στο 40%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2007, με «πρωταθλητές» στη μείωση να βρίσκονται εμβληματικά μουσεία όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό (-47,1%) και των Δελφών (-64,4%). Στο αρνητικό ρεκόρ του -78,5% του μουσείου της Αρχαίας Ολυμπίας πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι εκείνη τη χρονιά, η Αρχαία Ολυμπία έγινε «κάρβουνο» από τις πυρκαγιές μαζί με όλη την Πελοπόννησο.
Στα παραπάνω στοιχεία υπήρχε και μια ενδιαφέρουσα «λεπτομέρεια»: Οι εισπράξεις είχαν πολύ μικρότερη συνολική μείωση σε σχέση με τις επισκέψεις και κατέγραφαν ένα -12,2% για τα μουσεία και -10,2% για τους αρχαιολογικούς χώρους. Δεδομένου ότι η ιδιωτικοοικονομική διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενδιαφέρεται πρωτίστως για την είσπραξη, τέτοιου είδους μετρήσεις και αποτελέσματα αποτελούν «βούτυρο» στο «ψωμί» της εμπορευματοποίησης. Πιο απλά, το αστικό κράτος δεν έχει κανένα πρόβλημα να μην πηγαίνει ο εργαζόμενος και η οικογένειά του στο μουσείο, αφού το μουσείο, ως «αυτόνομος» και οικονομικά «αυτοτελής» οργανισμός όπως ορίζει η αγορά, μπορεί να βγάζει τα λειτουργικά του έξοδα μετατρεπόμενο σε «μαγαζί» για δεξιώσεις, ιδιωτικές εκθέσεις και γενικά «δραστηριότητες» της «ελίτ». Αλλωστε, την ίδια χρονιά με τα παραπάνω, το 2008, ψηφίστηκε ο ιδρυτικός νόμος του νέου Μουσείου Ακρόπολης, με τον οποίο, για πρώτη φορά ελληνικό κρατικό μουσείο ιδρυόταν χωρίς καμία οργανική σχέση με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, με τα παραπάνω αγοραία χαρακτηριστικά. Ανοίγοντας έτσι το δρόμο για το σύνολο των κρατικών μουσείων.
Το ότι το εισιτήριο έχει αναβαθμιστεί σε βασικό συστατικό, ακόμη και κριτήριο, άσκησης της κρατικής πολιτιστικής πολιτικής αποδεικνύεται και από το πρόγραμμα για την αναβάθμιση των αρχαιολογικών χώρων σε ό,τι αφορά στις υποδομές φιλοξενίας των επισκεπτών που είχε αναγγελθεί το 2010. Ο «Ρ» σημείωνε μεταξύ άλλων: «(...) ποιος θα έλεγε όχι σε υποδομές που θα εξασφάλιζαν το δικαίωμα των ΑμΕΑ, π.χ., να επισκεφθούν και να γνωρίσουν αυτά τα μνημεία; (...) με την προϋπόθεση ότι στις προθέσεις του κράτους είναι η απόδοση του συνόλου της κληρονομιάς στο λαό και όχι στους "τουρ οπερέιτορς". Δεν είναι όμως έτσι. Διότι το πρόγραμμα δεν αφορά σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους όπως θα όφειλε, αλλά μόνο σε όσους έχουν εισιτήριο εισόδου, δηλαδή 176 χώροι. Και ούτε καν στο σύνολο των τελευταίων, αλλά, ακόμη πιο στοχοπροσηλωμένα και με βάση τις προτεραιότητες που τέθηκαν, σε αυτούς που κάνουν το μεγαλύτερο "ταμείο"! Τη "βιτρίνα" δηλαδή θέλει να "αναβαθμίσει" το κράτος με υποδομές όπως χώρους στάθμευσης, κυλικείο ή αυτόματους πωλητές νερού, τουαλέτες, αυτόματους ξεναγούς, εκπαιδευτικά προγράμματα, ενημερωτικό υλικό κ.λπ., ανάλογα με την κατηγοριοποίηση που έθεσε το υπουργείο».
Το ζήτημα της πρόσβασης στην πολιτιστική κληρονομιά, μέρος του οποίου είναι το εισιτήριο και η τιμή του, είναι πολυσύνθετο και σχετίζεται άμεσα με την πολιτική εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, αλλά και της γης και του περιβάλλοντος και του ελεύθερου χρόνου. Γι' αυτό και η αντιμετώπισή του από το λαϊκό κίνημα πρέπει να είναι ενιαία, τόσο ως στόχος, όσο και στο ζήτημα της συμμετοχής των εργαζομένων στον πολιτισμό, στην πάλη για να καταστεί η πολιτιστική κληρονομιά πραγματική λαϊκή περιουσία.