Πέμπτη 12 Ιούλη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΟΡΤΕΝ ΤΙΛΝΤΟΥΜ
Κυνηγοί κεφαλών

Το νορβηγικό σινεμά, ανέκαθεν από τις εκτός συνόρων του οθόνες, επιχειρεί τώρα τελευταία δυναμική παρέμβαση. Το συγκεκριμένο αστυνομικό θρίλερ δράσης που έχει δυο βασικές ελλείψεις, ότι δεν υφίσταται κάποιο μυστήριο που αναζητά λύση και ότι δεν είναι δυνατόν ο θεατής να αισθανθεί συμπάθεια για κανέναν από τους ρόλους/χαρακτήρες, είναι μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου μυθιστορήματος του Νορβηγού συγγραφέα Γιου Νέσμπο που καθιερώθηκε διεθνώς από τη σειρά που ήρωα είχε τον εκκεντρικό αστυνομικό ονόματι Harry Hole και που του απέδωσε κέρδη εκατομμυρίων.

Ο Νέσμπο δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ότι κερδίζει περισσότερα χρήματα απ' όσα μπορεί να ξοδέψει. Ετσι τα έσοδα από τις πωλήσεις των βιβλίων του πηγαίνουν στο Ιδρυμα Harry Hole, το οποίο κάθε χρόνο, επιχορηγεί με πάνω από μισό εκατομμύριο νορβηγικές κορόνες, project που συνδέονται με την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού στην Αφρική. Ως τυπικός σκανδιναβός με «πρέπει» περί δεδηλωμένης κοινωνικής ευαισθησίας και «πολιτικά ορθής» συμπεριφοράς καλύπτεται πίσω από το άλλοθι της προσφοράς στο δοκιμαζόμενο τρίτο και τέταρτο κόσμο... Το σενάριο από το βιβλίο του «Κυνηγοί Κεφαλών» που σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, είχε πουληθεί πολύ πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο και μπορεί κανείς να στοιχηματίσει ότι το ίδιο συμβαίνει και για τα δικαιώματα κάποιου χολιγουντιανού ριμέικ, ακριβώς όπως συνέβη με τη σουηδική τριλογία «MILLENIUM» του Στιγκ Λάρσον.

Θρίλερ με έντονους ρυθμούς και συναρπαστική ροή που όσο πάει γίνεται «toomuch», θυμίζοντας Τσακ Νόρις α λα νορβηγικά, η ταινία αρχίζει υποσχόμενη με έναν κύριο τόνο χαρακτηριστικού, βόρειου στιλ, αστυνομικού φιλμ. Ξεκινά σαν ένα σχετικά νηφάλιο δράμα γκρίζων τόνων για το τίμημα της επιτυχίας και το προσηλωμένο, στην απόκτηση και κατοχή «αντικειμένων», συναισθηματικό κενό που χαρακτηρίζει τα μικροαστικά στρώματα και πολύ γρήγορα, παίρνει το δρόμο του μπουρλέσκ, του παράλογα διασκεδαστικού γκανγκστερικού δράματος.

Επίκεντρο της ιστορία ο Ρόγκερ (που μοιάζει ελαφρώς στον Christopher Walken), ένας πετυχημένος «κυνηγός κεφαλών», διευθυντών επιχειρήσεων, ο καλύτερος στη νορβηγική, τουλάχιστον, αγορά. Ο Ρότζερ διακατέχεται από κόμπλεξ κατωτερότητας - το λέει ο ίδιος ξεκάθαρα με voice over. Εχει να κάνει με το ύψος του: 1,68. Για να αποζημιώσει τη δίμετρη γυναίκα του, κάνει την ανάγκη του φιλότιμο και μετατρέπει το περιορισμένο του ύψος σε ιδιαίτερα αποτελεσματική κινητήρια δύναμη κέρδους. Αυτό συνιστά το ψυχολογικό σημείο εκκίνησης, απ' όπου αρχίζει να ξεδιπλώνεται το κουβάρι της αφήγησης. Ο Ρόγκερ δεν αρκείται στο να είναι ο καλύτερος κυνηγός διευθυνόντων συμβούλων της αγοράς. Θέλει τα καλύτερα ρούχα, τα πιο ακριβά κοσμήματα και την καλύτερη βίλα για την ωραιότερη και ψηλότερη σύζυγο πολυτελείας. Για τα εξτρά αυτά, χρειάζεται εξτρά κέρδος, που του αποφέρει η κλοπή και παράνομη εμπορία έργων τέχνης. Θύματα οι συνεντευξιαζόμενοι, εν δυνάμει διευθυντές... Ωσπου, ο δρόμος του διασταυρώνεται με εκείνον ενός γοητευτικού Δανού, πρώην μισθοφόρου στρατιωτικού, που στο υπό ανακαίνιση διαμέρισμα της γιαγιάς του φυλά έναν Ρούμπενς...

Ο ηθοποιός Αξελ Χένιε στο ρόλο του Ρόγκερ καταφέρνει να δώσει σάρκα και οστά στον κοντό, ευάλωτο αντιήρωα που το κόμπλεξ του αναμοχλεύει την ανθρώπινη συμπάθεια, διαμορφώνοντας έτσι μια βάση για ουσιαστική αφηγηματική σουσπάνς. Ο Χένιε επιτυγχάνει να μεταστρέψει τον ρόλο/χαρακτήρα που υποδύεται αρκετές φορές. Αισθάνεται ότι υπάρχει χώρος και τον καταλαμβάνει. Από καρατερίστας γίνεται κωμικός και ήρωας δράσης. Φαίνεται ότι δουλεύει πάνω στο ρόλο, σε αντιδιαστολή με τους δυο συμπρωταγωνιστές του, τον Δανό και την σύζυγό του, που τους έλαχαν χαρακτήρες που δεν βγαίνουν από τα πλαίσια επίπεδης καρικατούρας. Σε αυτό το σημείο, αναρωτιέται κανείς και για τον μισογυνισμό που κρύβεται πίσω από τους τρεις γυναικείους χαρακτήρες της ταινίας. Της συζύγου, της ερωμένης, αλλά και της Ρωσίδας πόρνης Νατάσα, που εμφανίζονται γυμνές σκηνή παρά σκηνή.

Η ταινία κρατά ζωντανή τη σουσπάνς, συχνά ευρηματική αλλά ακόμα πιο συχνά προβλέψιμη. Πάντως, το περίγραμμα της ίντριγκας είναι αρκετά φλου και ερωτηματικά μένουν αναπάντητα. Ο σκηνοθέτης δεν αρκείται να παραθέτει, το ένα μετά το άλλο, τρικ χολιγουντιανής έμπνευσης. Στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Νέσμπο - που δεν έχουμε διαβάσει - κατορθώνει να προσδώσει δικό του τόνο στην κινηματογραφική γλώσσα, χωρίς να αφήνει την επιφάνεια να ραγίζει και να σπάει σιγά - σιγά. Επεμβαίνει με τρόπο θορυβώδη. Με βίαιες υπερβολές και εντυπωσιακές ακρότητες. Απόδειξη, η σκηνή που ο Δανός με το αιμοβόρο σκυλί κυνηγά τον Ρόγκερ που βουλιάζει στο αποχωρητήριο. `Η ακόμα, η σκηνή που το τρελό φορτηγό πέφτει πάνω στο περιπολικό πολτοποιώντας τους πάντες και τα πάντα. Οσοι διάβασαν το βιβλίο ισχυρίζονται ότι η ταινία δεν φθάνει στο ύψος του μυθιστορήματος, καίτοι προσφέρει πολλές εκπλήξεις και δράση. Τα στοιχεία που λειτουργούσαν στο βιβλίο - παρά το γεγονός ότι φάνταζαν κατασκευασμένα - στην ταινία οπτικοποιούνται με απόλυτα σαφή τρόπο και δεν αφήνουν τίποτα στη φαντασία. Ο Ρόγκερ στο βόθρο π.χ. συνιστά παράδειγμα αυθεντικά σιχαμερό. Ακόμα η συχνότητα που η μια φαντασιακή σκηνή διαδέχεται την άλλη, δεν αποτελεί φυσιολογικά θετικό στοιχείο αλλά η σωρευτική της δράση, όσο πλησιάζει το τέλος, σε κάνει να θέλεις να αρχίσεις να γελάς με τον εαυτό σου που ακόμα κάθεσαι στην πολυθρόνα σου...

Η ταινία, σαν θρίλερ δράσης, είναι καλύτερη κινηματογραφικά από τη σουηδική τριλογία «MILLENIUM». Ενσυνείδητα και ως επί το πλείστον εύστοχα δουλεμένη, εμφανίζεται αρκετά έξυπνη και πλούσια σε γεγονότα ενώ ήδη κατατάσσεται στο κέντρο του νορβηγικού κύματος αστυνομικών θρίλερ. Απείρως πιο σημαντική από την ωμή ιστορία που αφηγείται η ταινία, είναι η καταγραφή και η ωμότητα του αξιακού συστήματος της μακρινής κοινωνίας που πλασάρεται ως υποδειγματικά πολιτισμένη και αμόλυντη, μόνο σε ό,τι δεν εμπλέκεται με τη μια και μοναδική θεότητα: το κέρδος. Οι λεκτικοί υπαινιγμοί για το αντίθετο, δεν πείθουν ως ηθικό δίδαγμα. Κάτι που ενισχύεται και από την παρατήρηση ότι η καταιγιστική δράση αποτελεί μια διάσταση που εύκολα μπορεί να περιθωριοποιήσει τη σύγχρονη κοινωνική κριτική, αυτήν την όμορφη πρόσοψη που γκρεμίζεται... Πάντως, δε θα χάσετε πολλά, αν δεν τη δείτε...

Παίζουν: Αξελ Χένιε, Σινέβε Μακόντι Λουντ, Νικολάι Κόστερ Βάλνταου, Γιούλιε Ελγκααρντ, κ.ά.

Παραγωγή: Νορβηγία, Γερμανία (2011).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ