Η κωμωδία της Γιάκομπσεν δε γίνεται ποτέ ενοχλητική και ξετυλίγεται σε τόνους χαμηλούς, με αφηγηματικές στρατηγικές που ισορροπούν με τρόπο λεπτεπίλεπτο την απαισιοδοξία και το χιούμορ... Η σκηνοθετική γραμμή που επιμηκύνει κάπως παραπάνω τις σκηνές, προσδίδει στην ιστορία έναν ιδιαίτερο τόνο, ένα κράμα αμηχανίας και ανίας. Οι διάλογοι, η μουσική, η γλώσσα της εικόνας, οι διάσπαρτες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ο ρυθμός, το αισθησιακό και το σουρεαλιστικό στοιχείο λειτουργούν σαν συγκριτικό προτέρημα, σε σχέση με άλλες ταινίες του είδους.
Ηδη στην εισαγωγή συναντάμε την 16χρονη Αλμα να αυνανίζεται στο πάτωμα της κουζίνας δίπλα στο ακουστικό του τηλεφώνου απ' όπου βγαίνει μια βιαστική φωνή που πουλά, ακριβά, τηλεφωνικό σεξ. Η Αλμα διανύει την ηλικία που αισθήσεις κι ένστικτά ξυπνούν, σε όλους τους τόνους ξεκαθαρίζει ότι θέλει να βρει κάποιον να κάνει έρωτα, να ξεφορτωθεί την παρθενιά της. Ψάχνεται να βάλει τάξη στα συναισθήματά της. Εξάλλου, αυτό μοιάζει να 'ναι ό,τι πιο αξιόλογο μπορεί κανείς να κάνει στην απομακρυσμένη, στην καταθλιπτική «τρύπα» στην άκρη του κόσμου που κατοικεί με την μητέρα της, η οποία παρά λίγο να λιποθυμήσει στη θέα του υπέρογκου τηλεφωνικού λογαριασμού και μιας έφηβης κόρης σε μόνιμη υπερδιέγερση. Αν όχι η μοναδική, είναι από τις ελάχιστες φορές που βλέπουμε στο σινεμά «μια» και όχι «έναν» έφηβο να βρίσκεται απέναντι στις ορμόνες και την λίμπιντό του... Κι αυτό σε έναν θλιβερά μικρό τόπο όπου τίποτα, ποτέ δε συμβαίνει... όπου οι έφηβοι, η Αλμα και οι κολλητές της, όλες τους χαρακτήρες λοξοί και ενδιαφέροντες, πνίγουν την πλήξη τους στους ήχους της νεανικής μουσικής και το αλκοόλ και την ανία τους, καπνίζοντας στη στάση του λεωφορείου. Διέξοδος για την Αλμα ο συμμαθητής Αρτουρ, προσωποποίηση του αντικείμενου του πόθου της... Αλλά όταν η ιστορία μαζί του ξεστρατίζει κι εκείνη αντιμετωπίζει την περιφρόνηση του περίγυρου αποφασίζει να κάνει κάτι γι' αυτό. Απλά συμπαθητική!
Παίζουν: Χελένε Μπέργκσχολμ, Μάλιν Μπγιέρχοβντε, Μπεάτε Στέφρινγκ, Χενριέτε Στέενστρουπ, κ.ά.
Παραγωγή: Νορβηγία (2011).