Τα παραπάνω, βέβαια, συνιστούν απλώς τους όρους και τις προϋποθέσεις, αναπόφευκτα δηλαδή συστατικά δυσλειτουργίας για τη δραματουργική κατασκευή ενός οικογενειακού δράματος. Παρότι αυτό το κινηματογραφικό είδος, που στις μέρες μας ανθεί, κάνει κατάχρηση της λύσης της «θεραπείας», ο Πέιν, χωρίς τη βοήθεια θεραπείας, κάνει με το οικογενειακό του δράμα καλή δουλειά! Στην ταινία, πάρα πολλά έχουν να κάνουν με το τι κάνει κανείς και τι δεν κάνει, αλλά και με το να μην έχεις την παραμικρή ιδέα για το αν αυτό που κάνεις είναι το σωστό. Με ειρωνεία, σαρκασμό, ευαισθησία και τεχνογνωσία η ταινία δείχνει πως και οι πιο παράλογες καταστάσεις εμφανίζονται ακριβώς τη στιγμή που ο ανθρώπινος πόνος βρίσκεται στο απόγειό του. Το φιλμ δομείται πάνω σε πορτρέτα απολύτως κοινών ανθρώπων που μέσα στη δυσκολία τους χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και τη σιγουριά τους, πασχίζουν όμως να ανακτήσουν ή να διαμορφώσουν μια νέα, μια καινούρια ισορροπία βασισμένη σε διαφορετικές βάσεις από εκείνες της πρότερης, της αρχικής δηλαδή ισορροπίας.
Ο Πέιν αφήνει τη διαμόρφωση της ουσίας της ταινίας στα καδραρίσματα των προσώπων και των χώρων, όπως επίσης στους μεστούς, καθημερινούς, ρεαλιστικούς διαλόγους. Με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και με γραμμική σκηνοθεσία, χαμηλών τόνων - σύμφωνα με το γνωστό, προσωπικό του στιλ - ο Πέιν φτιάχνει μια ανθρώπινη ταινία που αγγίζει το θεατή, ακριβώς γιατί αναφέρεται σε χαρακτήρες και προβλήματα που ελάχιστα απέχουν από αυτά που απασχολούν έναν κοινό άνθρωπο. Βέβαια αντικειμενικά είναι ο Κλούνι που επωμίζεται το βάρος της ταινίας, αυτός συνιστά τη ραχοκοκαλιά και το μοχλό εξέλιξης της ιστορίας. Οπως σ' αυτόν ανήκει η μερίδα του λέοντος των επαινετικών σχολίων και απόψεων για το αποτέλεσμα. Ο Κλούνι ενσαρκώνει, μετατρέποντας σε ερμηνευτική ωριμότητα τη σιγουριά που του χαρίζουν τα φυσικά του προσόντα και οι διάσπαρτοι, πρωτόγνωρα αστείοι τόνοι, το ρόλο ενός καταθλιπτικού, αποξενωμένου και μπερδεμένου μεσήλικα που αναζητά υπαρξιακή αποκατάσταση. Με απλότητα, ειλικρίνεια, πειστικότητα και πλήθος εκλεπτυσμένα κωμικών στιγμών - ακριβώς λόγω της αφαιρετικής, ερμηνευτικής προσέγγισης που έχει χαράξει - ο Κλούνι συνθέτει εξαίρετα το πορτρέτο αυτού του «μικρού» πολιτισμένου, συμπαθητικού ανθρώπου. Δίπλα του και γύρω του κινούνται υποστηρικτικά γνωστοί και άγνωστοι καρατερίστες ηθοποιοί με ερμηνείες άξιες μνείας.
Αξια συμπρωταγωνίστρια του δικηγόρου Κινγκ, η 50ή Πολιτεία των ΗΠΑ, η εξωτική Χαβάη. Γνωστή και ως επίγειος παράδεισος. Αυτή την εικόνα θέλουν οι παραγωγοί της ταινίας να πάρουμε εμείς, οι θεατές, οι εν δυνάμει αυριανοί τουρίστες. Γι' αυτό και η ξενάγηση στην ιδιαιτερότητα του τόπου και του πολιτισμού εισβάλλει εμφατικά παντού σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη ισοπεδωτικά παγκοσμιοποιημένη ομοιομορφία. Αξονας της ξενάγησης, που γύρω του περιστρέφεται όλη αυτή η ιδιαίτερη ομορφιά, από την τροπική φύση ως τις εξωτικές γεύσεις, μυρωδιές και ήχους, η μουσική ενός πολιτισμού και ακούσματα που πλημμυρίζει ή μάλλον κατακλύζουν ευχάριστα κάθε μόριο της ταινίας.
Παίζουν: Τζορτζ Κλούνι, Σέιλιν Γούντλι, Αμάρα Μίλερ, Νικ Κρόουζ, Μπο Μπρίτζες, Μάθιου Λίλιαρντ, Τζούντι Γκριρ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).