Το εξώφυλλο της επανέκδοσης της συλλογής «Ο λαός των μουνούχων» («Κέδρος») |
Στο πρώτο διήγημα, μέσω του παρελθόντος χρόνου, λέει τσεκουράτες ιστορικές αλήθειες για τη σύγχρονη διαβρωμένη κοινωνία. Την κοινωνία του «ευνουχισμού», της «ύπνωσης» και της εκμετάλλευσης του λαού από διεφθαρμένους εξουσιαστές, βροντοφωνάζοντας στο λαό να «ξυπνήσει». Το διήγημα αυτό («έχει κομμουνιστικό χαρακτήρα», κατά τον κριτικό Ηλία Γκανούλη) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πρόλογος» όλου του πεζογραφικού έργου του. Το δεύτερο διήγημα, από τα ωραιότερα της διηγηματογραφίας μας, ξεσκεπάζει την καταδυνάστευση της ανθρώπινης και κοινωνικής ζωής - και της σάρκας - από τον ασκητισμό και την υποκρισία της Εκκλησίας. Το τρίτο διήγημα, «Οι φυλακές», καταγγέλλει την απάνθρωπη σύγχρονη κοινωνία που οδηγεί τον άνθρωπο στην απόγνωση και την τρέλα. Που τον καταντά ακόμα και φονιά. Το διήγημα διαδραματίζεται σε ένα νησί, με φυλακές, από τις προμήθειες της οποίας πλουτίζουν επιχειρηματίες, οι οποίοι όταν κινδυνέψουν τα οφέλη τους εξωθούν την απερίσκεπτη φτωχολογιά του νησιού να ανάψει φωτιά και να κάψει ζωντανούς τους πεντακόσιους κρατούμενους της φυλακής.
Το εξώφυλλο της πρώτης, ψευδώνυμης, έκδοσης της συλλογής διηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων», από τις εκδόσεις «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας |
Διαφορετικός από τον αρχαίο φιλόσοφο ο βαρναλικός Σωκράτης βρίσκεται αντιμέτωπος με την αλήθεια. Ηδη καταδικασμένος να πιει το κώνειο, κάνει την απολογία του - την τελευταία ομιλία του - μπροστά σε δικαστές κοπρόσκυλα, στους δόλιους κατηγόρους του - Μέλητο, Ανυτο, Λύκωνα - και σε ένα αποχαυνωμένο πλήθος, που τάχα αποτελεί την «κοινή γνώμη». Ο βαρναλικός Σωκράτης, απολογούμενος, μην έχοντας τίποτα άλλο να χάσει, «ανακαλύπτει» και «αποκαλύπτει» την αλήθεια, το νόημα και σκοπό που θα έπρεπε να έχει η ανθρώπινη ζωή. Παραδέχεται σαν λάθος του την ιδεαλιστική του φιλοσοφία και την απαρνιέται. Κατηγορεί τους διεφθαρμένους εκπροσώπους της κοινωνίας αυτής, την τυφλή δικαιοσύνη της, τους άρχοντες που δυναστεύουν το λαό, τη θρησκοκαπηλία, την υποταγμένη διανόηση, αλλά και το λαό για την παθητικότητα και μοιρολατρία του, ενώ μόνο αυτός πρέπει και μπορεί να ανατρέψει όλη την κόπρο του Αυγείου, για να γίνει πραγματικά δική του αυτή η πατρίδα, δικά του τα αγαθά που αυτός παράγει και «μαζεύονται σε λίγα χέρια», για να γίνουν «όλος ο εαυτός του κι η ψυχή του δικά του».
Το 1946 δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» το πεζογράφημα «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης». «Συνέχεια», κατά κάποιο τρόπο, της «Αληθινής απολογίας του Σωκράτη», το έργο αυτό προσεγγίζει το μυθιστορηματικό είδος. Η βαρναλική Πηνελόπη είναι διαφορετική από τη μυθολογική. Οχι όμως φαντασιακή. Ο Βάρναλης και με αυτό το έργο συνθέτει μια αλληγορική σύγχρονη πολιτική σάτιρα. Βασιζόμενος σε διάφορες «θαμμένες» ιστορικο-αρχαιολογικές πηγές, τοποθετεί την Πηνελόπη στην πραγματική θέση της. Δεν είναι μόνο μια γυναίκα περιτριγυρισμένη από «μνηστήρες», του κρεβατιού και της εξουσίας. Είναι μια βασίλισσα που ασκεί εξουσία δικτατορικά. Καταδυναστεύει το λαό της και τους γειτονικούς λαούς. Και για να ενισχύει την εξουσία της δέχεται κοντά της ένα «γουρούνι», μεταμορφωμένο από την Κίρκη σε άνθρωπο - τον Ψευτοδυσσέα - που παρουσιάζεται ως ο αληθινός, ενώ εκείνη ξέρει ότι ο άντρας της πέθανε και ότι αυτός είναι ψεύτικος.
Στη διάρκεια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης γράφει τους «Δικτάτορες», που εκδόθηκαν το 1956. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο ιστορικού περιεχομένου, που αποσκοπούσε να διδάξει τον αγωνιστή κατά του φασισμού λαό μας, να τονώσει το φρόνημα και πάλεμα του λαού κατά της ξένης και ντόπιας βίας και τρομοκρατίας της δήθεν «δημοκρατικής» εξουσίας της αστικής τάξης. Πρόσωπα του έργου είναι κάμποσοι δικτάτορες που κυβέρνησαν τη Ρώμη, εκφυλίζοντας και το λαό τόσο που να θαυμάζει τα «θηρία του θρόνου και να διασκεδάζει με τα θηρία του αμφιθεάτρου».
Κλείνουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στο πεζογραφικό έργο του Βάρναλη, με λίγα λόγια για ένα μικρό αλλά απαστράπτον, με το λογοτεχνικό κάλλος, «διαμάντι» του. Ο λόγος αφορά στο σύντομο διήγημα «Το κελάδημα της Τσίχλας», γραμμένο στην Κατοχή, εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός της ΕΑΜικής Αντίστασης. Από μια οχτάχρονη παιδούλα, που πρόσφερε τη ζωούλα της θυσία στον απελευθερωτικό αγώνα. Ενα κοριτσάκι, σύνδεσμος μεταξύ των ανταρτών και του κατεχόμενου χωριού της. Μετέφερε σημειώματα, προδόθηκε, παραδόθηκε στους Γερμανούς κι αρνήθηκε να μιλήσει, επιλέγοντας περήφανα και συνειδητά - αυτή, ένα μικρό παιδί - το θάνατο κι όχι την προδοσία.