Αρχίζει αύριο στην Ολομέλεια της Βουλής η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2001 και θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή τα μεσάνυχτα, με την ψηφοφορία
Αρχίζει αύριο στην Ολομέλεια της Βουλής και θα ολοκληρωθεί - με την ψηφοφορία - τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 22 του Δεκέμβρη, η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2001. Και ο νέος κρατικός προϋπολογισμός - ο 17ος προϋπολογισμός που φέρει τη σφραγίδα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ - κινείται στον αστερισμό της αντιλαϊκής πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόζεται αδιάκοπα από τις αρχές της δεκαετίας του '90, σε παραλλαγές «μπλε» και «πράσινου» χρώματος.
Οπως προκύπτει από τις μέχρι σήμερα αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων, των συνταξιούχων και άλλων φορέων που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, η κυβέρνηση Σημίτη επιδιώκει με τον προϋπολογισμό του 2001 την παραπέρα διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους «έχοντες» και «μη έχοντες». Στην ουσία, πρόκειται για έναν ακόμα προϋπολογισμό, μέσω του οποίου η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δηλώνει την αμέριστη υποταγή της στις αξιώσεις του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτεί την περαιτέρω φορολογική αφαίμαξη των μισθωτών, των συνταξιούχων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Του λόγου το αληθές, για τη φιλοσοφία και την κατεύθυνση του νέου προϋπολογισμού - ότι δηλαδή κινείται στον αστερισμό της λογικής του «παίρνω τα πολλά από τους φτωχούς και οικονομικά αδύνατους και τα λίγα από τους πλούσιους και οικονομικά ισχυρούς για να τα αναδιανείμω με τη μορφή ελεημοσύνης στα πλατιά λαϊκά στρώματα και πλουσιοπάροχων μποναμάδων στους μεγαλοεπιχειρηματίες και γενικά τους μεγαλοέχοντες - μεγαλοκατέχοντες», αποτελούν και τα εξής:
Πρώτον, το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα - που η παράδοση θέλει τη μερίδα του λέοντος να την πληρώνουν οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα - αυξάνονται και το 2001, με ρυθμό πάνω από 8%, δηλαδή περίπου τριπλάσιο του πληθωρισμού. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προϋπολογίζει μια αύξηση 8,1% στα συνολικά φορολογικά έσοδα (από άμεσους και έμμεσους φόρους), ώστε να διαμορφωθούν στο ποσό των 11.769,3 δισ. δρχ. από 10.890,2 δισ. δραχμές που ήταν φέτος. Αν στο ποσό αυτό προστεθούν και τα «μη φορολογικά έσοδα» (το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχεται από τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και την εκποίηση ακίνητης περιουσίας του δημοσίου), τότε το σύνολο των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού προβλέπεται να ανέλθει το 2001 στο ποσό των 12.600 δισ. δραχμών, από 11.650 δισ. δραχμές φέτος.
Δεύτερον, το γεγονός ότι από τα 16,4 τρισεκατομμύρια των συνολικών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού, τουλάχιστον τα 9 τρισεκατομμύρια - δηλαδή πάνω από το 50% των συνολικών δαπανών - θα δοθούν είτε στους τραπεζίτες - δανειστές του δημοσίου για την αποπληρωμή παλιών χρεών του δημοσίου είτε θα σπαταληθούν στις ΝΑΤΟικού προσανατολισμού στρατιωτικές δαπάνες, περιορίζοντας έτσι σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα τα περιθώρια για άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Ετσι, σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι κυβερνώντες, όλες οι δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα κινούνται σε εφιαλτικά χαμηλά επίπεδα, ενώ μικρότερες θα είναι ουσιαστικά και οι χρηματοδοτήσεις προς τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων.
Τρίτον, για τους μισθωτούς και συνταξιούχους του δημοσίου προϋπολογίστηκαν και για το 2001 εισοδηματικές αναπροσαρμογές στον αστερισμό της λιτότητας, δίνοντας έτσι το σήμα για ανάλογη εισοδηματική πολιτική και στον ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, προβλέπονται ονομαστικές αυξήσεις μισθών μόλις στο 2,2% για τους δημόσιους υπαλλήλους (δηλαδή μικρότερες του πληθωρισμού που αναμένεται να τρέχει με ρυθμό γύρω και πάνω από 3%), ενώ απροσδιόριστο μέχρι στιγμής είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τους συνταξιούχους.
Τέταρτον, ελέω σφαγιασμού των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες και το περιβόητο έργο της αποκατάστασης των σεισμοπαθών, καθώς οι δαπάνες που προβλέπονται από τον Τακτικό Προϋπολογισμό για την αντιμετώπιση αναγκών των σεισμοπαθών ανέρχονται στο ποσό των 20 δισ. δρχ., δηλαδή είναι μειωμένες δραστικά κατά 50% από αυτές που προβλέπονταν για το 2000 (40 δισ. δρχ.)!