Μου άρεσε πάρα πολύ. Οι μοναχικοί ενοικιαστές ήμασταν περισσότεροι από τις πολυμελείς οικογένειες.
Παραδίπλα από το κτίριο που στέγαζε και το δικό μου δωμάτιο βρισκόταν το Αστυνομικό Τμήμα. Ενιωθα ασφαλής.
Ηταν η εποχή των μεγάλων διαβασμάτων. Από αυτά είχα μάθει πώς είχαν δημιουργηθεί οι μαφίες «οικογένειες», από τα χαρτοπαίγνια, τα ραφτάδικα και τα ξυλουργεία που κατασκεύαζαν φέρετρα.
Μια μέρα, μου λέει ο ιδιοκτήτης. Μπορώ να σε δω. Με έβλεπε. Νομίζω ήθελε να πει, ιδιαιτέρως.
Στο βάθος του μαγαζιού ήταν ένα μικρό γραφείο, πάνω του χαρτιά και αποδείξεις πληρωμών - εισπράξεων, ένα επιτραπέζιο ημερολόγιο, και εκατέρωθεν από μια καρέκλα.
Καθίσαμε αντικριστά. Υστερα από τα συνηθισμένα μού είπε: Με έχει παρακαλέσει ένας πελάτης να του συστήσω κάποιον που θα μπορούσε να του μεταφράσει ένα κληρονομικό ντοκουμέντο. Μπορείς; Μπορούσα.
Ανέβαινα και μαζί μου ανέβαινε και μια ατμόσφαιρα κλεισούρας.
Βρέθηκα μπροστά σε μια μισόκλειστη πόρτα και την έσπρωξα. Η μπόχα από τον καπνό των τσιγάρων, των πούρων και των ποτών ήταν ζαλιστική.
Γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι με πράσινη τσόχα, επιτέλους την έβλεπα στην πραγματικότητα και όχι στις σελίδες των βιβλίων, κάθονταν άντρες, φορώντας καστόρινα καπέλα, με σκυμμένες πλάτες, έμοιαζαν όλες στο κύρτωμά τους, με το βλέμμα προσηλωμένο στη μέση του τραπεζιού που είχε σχηματιστεί ένας όγκος από πράσινα δολάρια.
Κοίταξα τα χέρια τους, έμοιαζαν αρπακτικά όρνια, αλλά τα όρνια είναι αρπακτικά.
Στο δεξί χέρι κάποιου, με ανασηκωμένο το γείσο του γκρίζου του καπέλου, βρισκόταν σε ανάπαυση ένα πιστόλι. Αυτόν πλησίασα και του είπα, εγώ μπορώ να μεταφράσω το έγγραφο.
Κάτσε πίσω μου, είπε.
Καθόμουν και περιεργαζόμουν το χώρο. Γυμνός.
Υστερα από αρκετή ώρα με περιεργαζόταν εκείνος.
Με τόσο λίγο βάρος, με τόσο κοντά μαλλιά σαν ψαλιδισμένος κατάδικος, με τέτοιο ένστικτο να πλησιάσω μόνο αυτόν, είπε ξαφνιασμένος: Εσύ;
Εβγαλε από την τσέπη του ένα έγγραφο και μου το έδωσε, λέγοντας: Μη σε νοιάζει για τα λεφτά.
Κοίταξα τα χέρια του. Ισως έτρεμαν λίγο. Θα είχε ξενυχτήσει.
Δεν είναι που έχω εμπιστοσύνη σ' εσένα, είπε. Σ' αυτό έχω, και με το βλέμμα του μου έδειξε το πιστόλι.
Η άγνοια σε οδηγεί και αλλού.