Τρίτη 30 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Μου τα 'χε πει...

Τα λελέκια ήρθαν. Τα βατράχια άρχισαν το βραχνό τραγούδι τους. Οπου να 'ναι φτάνουν και τα χελιδόνια. Ομορφαίνει η φύση. Μπουμπούκι σωστό. Ανθίζει. Οι μέλισσες αυτό περιμένουν.

Ομορφαίνει και η διάθεσή μας. Η γης, πρόκληση σωστή, περιμένει το τελευταίο φρεζάρισμα να σπαρθεί. Τα τριφύλλια πρασίνισαν. Τα στάρια χαϊδεύονται στο αεράκι. Ναι, ομορφαίνει η διάθεσή μας.

Ο,τι κι αν γίνει, εμείς θα δουλεύουμε. Είμαστε μέρος της λειτουργίας της φύσης. Εχουμε ερωτευτεί τη γένεση.

Τα πολεμικά ανακοινωθέντα δε μας σκιάζουν. Λύσαμε, με το δικό μας νου, βασικά ζητήματα. Ξέρουμε πια τι είναι χρεωκοπία, ελλείμματα, δανεισμός, μέτρα κι άλλα τέτοια. Ο,τι κι αν λένε, η λιτότητα σε βάρος μας δε δικαιολογείται. Ξέρουμε πια πως απ' το κακό θα βγει το καλό.

Ανάθεμά τους, μίλησε ο φίλος μας. Χαίρομαι που δουλεύω. Που σπέρνω. Ευτυχία το θέρισμα. Μεγάλη υπόθεση των ανθρώπων το ψωμί. Το ζήτημα είναι ν' αλλάξουμε τον κόσμο, απόσωσε το λόγο του κι άναψε τσιγάρο.

Σιωπούσαμε. Τι να πούμε; Τα ίδια και τα ίδια. Βαρεθήκαμε. Ανάψαμε κι εμείς τσιγάρο, παραγγέλλοντας δεύτερο διπλό τσίπουρο.

Ηταν παραμονή των τελευταίων εκλογών, άρχισε να μιλάει. Τα μαθήματα διακόπηκαν. Οι φοιτητές τράβηξαν για τον τόπο τους. Πατέρα, μου είπε, θα 'μαι αντιπρόσωπος του Κόμματος στο εκλογικό κέντρο. Ο,τι κι αν μου πεις, δε θα σ' ακούσω. Είναι καθήκον μου. Εκπληρώνουμε τα καθήκοντα που αναλαμβάνουμε. Εσύ μου το πρωτόμαθες.

Καθόμασταν στο τραπέζι. Τα μικρότερα αδέλφια της, η μάνα της, εγώ. Ο παππούς της σιωπούσε. Η γιαγιά έκανε πως δεν άκουγε. Σας καλώ να ψηφίσετε το Κόμμα. Ερχονται θύελλες.

Ξημερώσαμε κείνο το βράδυ. Από 'να σημείο και μετά, μόνο την άκουγα. Δεν είχα τι ν' αντιτάξω, σε τι να διαφωνήσω. Οφείλεις, μου είπε, να μην είσαι εμπόδιο στο νέο, που παλεύουμε να φέρουμε. Θα 'ναι κρίμα να μην το ζήσεις. Είσαι έντιμος δουλευτής. Σου καταλογίζω την ευκολοπιστία. Τόσα χρόνια εξαπάτηση έπρεπε να σου μάθουν να κρίνεις και ν' αποφασίζεις.

Είχε απογειωθεί. Μιλούσε για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία στέρεα και γι' αυτό πειστικά. Ακουγα. Δε μιλούσα. Δεν είχα τι να πω. Ο παππούς, παραδόξως, έμεινε ξύπνιος. Ακουγε και κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι. Οι άλλοι είχαν κοιμηθεί, άλλος στην καρέκλα του, άλλος στον καναπέ. Κανείς δεν πήγε στο κρεβάτι του.

Ακούς; είπε και σιώπησε. Ο πετεινός. Λάλησε ο πετεινός. Μια καινούρια μέρα ξημερώνει. Πρέπει να τη ζήσουμε σωστά. Πρέπει να 'μαι πριν τις 7 η ώρα στο εκλογικό κέντρο. Να με ξυπνήσεις.

Την ξύπνησα. Δεν κοιμήθηκα καθόλου. Σκεφτόμουν. Τη μια αποφάσιζα, την άλλη ξαποφάσιζα. Σ' όλη τη στράτα, ως το εκλογικό κέντρο, αυτό γινόταν. Μετέωρος ο νους μου.

Δεν της μίλησα. Είχα ταχυκαρδία. Τα χέρια μου έτρεμαν.

Είμαι σίγουρος πως δεν ψήφισα το Κόμμα. Ξεχώρισα το ψηφοδέλτιο. Πώς έγινε κι έβαλα άλλο στο φάκελο, δεν ξέρω. Το 'χω βάρος αβάσταχτο. Δεν με ξαφνιάζει τίποτε απ' όσα γίνονται και με τη δική μου ψήφο. Ολα μου τα είχε πει...

Την εξομολόγηση την ακούς. Δεν τη σχολιάζεις. Πολύ περισσότερο, όταν τη νιώθεις δική σου.


Ι. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ