Από τη μεγαλειώδη διαδήλωση του ΠΑΜΕ στην Αθήνα την περασμένη Τετάρτη |
Θυμίζουμε μόνο ότι στα σενάρια των Αγγλων αναλογιστών - που δεν τολμήθηκε ούτε τότε να υιοθετηθούν εξ ολοκλήρου από την πρόταση Γιαννίτση - προέβλεπαν:
Εναλλακτικά στα σενάρια αυτά πρότειναν «ένα ριζικά διαφορετικό ασφαλιστικό σύστημα με 3 πυλώνες (χαμηλή ενιαία σύνταξη για όλους, ανταποδοτικό τμήμα σύνταξης χωρίς κρατική χρηματοδότηση, υποχρεωτική ασφάλιση με κεφαλαιοποιητικό σύστημα)».
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ότι το μοντέλο που λανσάρει σήμερα η κυβέρνηση δεν είναι καθόλου νέο. Η ίδια συνταγή, που με παραλλαγές και διαφορετική δοσολογία σερβίρεται από το υπουργείο Εργασίας σαν κάτι «νέο», είναι παλιά, όπως παλιές είναι και οι πραγματικές στοχεύσεις της ανατροπής που επωάζεται. Σημειώνουμε μόνο ότι τα σενάρια αυτά γίνονταν σε μια εποχή που δεν υπήρχε η καπιταλιστική κρίση, η κινδυνολογία τότε στηρίχτηκε στον μπαμπούλα των μελλοντικών «ελλειμμάτων», ενώ ακολούθησε μια δεκαετία ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης με κύριο χαρακτηριστικό την υψηλή καπιταλιστική κερδοφορία.
Αυτή την κερδοφορία επιδιώκει να εξασφαλίσει και σήμερα η κυβέρνηση με τις ανατροπές στο Ασφαλιστικό, χειροτερεύοντας τη θέση των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Σύμφωνα με την πρόταση του υπουργείου Εργασίας, το νέο μοντέλο περιλαμβάνει τη «βασική σύνταξη» ενιαία για όλα τα Ταμεία και το ανταποδοτικό τμήμα, για το οποίο το κράτος δε θα συνεισφέρει ούτε ένα ευρώ. Το σχήμα αυτό παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση και ως κάτι που θα ενίσχυε τις συντάξεις, αφού κάθε εργαζόμενος θα «έχτιζε» πάνω στη βασική σύνταξη και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να «μη χάνεται ούτε ένα ένσημο». Ομως η πραγματικότητα που προβάλλει σιγά - σιγά μέσα από τις «διευκρινήσεις» που δίνονται είναι τελείως διαφορετική.
Ετσι το βασικό τμήμα της σύνταξης - σύμφωνα με τα όσα έχουν ανακοινωθεί - δε θα ξεπερνά τη λεγόμενη προνοιακή σύνταξη (360 ευρώ) που δίνει σήμερα ο ΟΓΑ.
Σήμερα, κάποιος εργαζόμενος που έχει εργαστεί, π.χ., 15 χρόνια και με τα σημερινά δεδομένα κατοχυρώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης (με 4.500 ένσημα), παίρνει από το ΙΚΑ την κατώτερη σύνταξη που ανέρχεται στα 486 ευρώ. Με το νέο σύστημα, αν κάποιος βγει στη σύνταξη με τα 15 χρόνια εργασίας, η συνολική του σύνταξη (βασική μαζί με ανταποδοτική) δε θα μπορεί να ξεπερνά τα κατώτερα όρια του ΙΚΑ, δηλαδή το ποσό των 486 ευρώ. Πράγμα που σημαίνει ότι τα 4.500 ένσημα (15 χρόνια εργασίας) επί της ουσίας δεν υπολογίζονται στη σύνταξή του, δεν προσθέτουν κάτι επιπλέον και ας ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι θα μετράνε όλα τα ένσημα.
Με άλλα λόγια, η «βασική σύνταξη» δε θα προστίθεται πάνω στο ποσό που αντιστοιχεί σε 15 έτη εργασίας, αλλά θα συνυπολογίζεται με αυτά κατά τέτοιο τρόπο ώστε μαζί με τα 15 χρόνια εργασίας να μην ξεπερνά τα σημερινά κατώτερα όρια. Κάτι που σημαίνει βέβαια ότι ουσιαστικά καταργούνται και τα κατώτερα όρια των συντάξεων.
Από εκεί και πάνω, τα υπόλοιπα 20 χρόνια εργασίας (μετά τα 15) θα υπολογίζονται με κάποιους νέους συντελεστές αναπλήρωσης που η κυβέρνηση δεν έχει ανακοινώσει ακόμα. Είναι όμως φανερό ότι αφού τα 15 χρόνια εργασίας, συνυπολογίζοντας και τη «βασική», δε θα αντιστοιχούν σήμερα σε κάτι περισσότερο από 500 ευρώ, τα άλλα 20 χρόνια εργασίας (όταν πρόκειται για 35ετία) θα οδηγούν σε μια σύνταξη πολύ μικρότερη απ' ό,τι δίνει το ισχύον σύστημα. Αυτό θα επιτευχθεί και μέσα από τους νέους συντελεστές υπολογισμού του λεγόμενου αναλογικού τμήματος της σύνταξης και μέσα από τον υπολογισμό του συντάξιμου μισθού στο σύνολο του εργάσιμου βίου. Και ακριβώς αυτοί οι συντελεστές για τον υπολογισμό της σύνταξης στο «αναλογικό τμήμα» θα διαμορφωθούν έτσι, ώστε να οδηγούν σε χαμηλές συντάξεις, σε πολύ χαμηλότερες απ' ό,τι προκύπτει σήμερα και κατά συνέπεια θα εξαναγκάζουν σε παραπέρα παραμονή στην εργασία. Πόσο θα είναι αυτό;
Η τοποθέτηση που έκανε στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων την περασμένη Τετάρτη, μέρα της πανελλαδικής απεργίας, ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι άκρως ανησυχητική. Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την τοποθέτηση του αρμόδιου υπουργού για το ζήτημα των ορίων ηλικίας:
«Εδώ τίθεται το θέμα των ορίων ηλικίας. Αλλάζει η 37ετία που καθιερώθηκε στη δεκαετία του 2000; Η απάντηση είναι όχι. Ομως, η προσθήκη στην απάντηση είναι ότι τα 37 έτη δεν είναι πια όριο. Δεν είναι πλαφόν, μπορείς να φύγεις, αλλά ο υπολογισμός της σύνταξης θέλουμε να είναι τέτοιος που να σε κάνει να επιλέγεις την παραμονή και όχι το να φεύγεις. Δηλαδή, εμείς θα ευνοήσουμε αυτόν που παραμένει στο σύστημα με τους υπολογισμούς που θα κάνουμε».
Δηλαδή, από τα πλέον αρμόδια χείλη ομολογείται ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει τα χρόνια εργασίας και να εξαναγκάσει σε δουλειά και πέραν των 37 χρόνων (σήμερα ισχύει η 37ετία χωρίς όριο ηλικίας για την παροχή σύνταξης τον ιδιωτικό τομέα)! Και βέβαια εργασία και πέραν των 37 ετών - με δεδομένο ότι σήμερα οι νέοι μπαίνουν πιο αργά στην αγορά εργασίας, αλλά και θα αναγκαστούν σε χρονικές περιόδους ανεργίας - σημαίνει ότι θα φτάνουν να εργάζονται και μετά τα 65 και 67 χρόνια.
Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες, η ουσία δεν αλλάζει. Και η ουσία είναι ότι βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι το πάγωμα και η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης. Ολο λοιπόν το σύστημα μπαίνει κάτω από την «Δαμόκλειο Σπάθη» του κόστους. Με στοιχεία του 2008 (Κοινωνικός Προϋπολογισμός 2008), η συνολική δαπάνη του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (συντάξεις, υγεία και πρόνοια) ανέρχεται στα 33 δισ. ευρώ, η δε συμμετοχή του κράτους δεν ξεπερνά το ποσό των 11 δισ. ευρώ.
Είναι άραγε αυτό το κόστος τόσο δυσβάσταχτο για τον κρατικό προϋπολογισμό και την οικονομία της χώρας; Για την κυβέρνηση και τους βαστάζους της, τη ΝΔ και το ΛΑ.Ο.Σ., την ΕΕ και τον ΣΕΒ είναι. Στην πραγματικότητα η χρηματοδότηση από το κράτος είναι ελάχιστη και προεξοφλεί και τη μελλοντική χειροτέρευση των συντάξεων. Γιατί τα 11 δισ. ευρώ είναι μόλις το 4,6% του ΑΕΠ του 2008. Μάλιστα, με αυτά τα ποσά χρηματοδοτείται ένα σύστημα που δίνει 2,3 εκατομμύρια κύριες συντάξεις και 1 εκατομμύριο επικουρικές μαζί με τις Υπηρεσίες Υγείας, την Πρόνοια και το ΕΚΑΣ που εξασφαλίζονται μέσα από τα Ταμεία. Αυτή η δαπάνη των 11 δισ. ευρώ για το σύστημα, τα οποία η κυβέρνηση και άλλοι θεωρούν κάτι σαν «δημόσιο κίνδυνο», κίνδυνο που υπονομεύει το μέλλον της χώρας, είναι ίδια με τα κέρδη που εμφάνισαν την ίδια χρονιά 22 μόνο εταιρείες που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Αλλά για τα κέρδη αυτών των 22 εταιρειών δε μιλάει η κυβέρνηση. Σηκώνει όμως τον κουρνιαχτό της κινδυνολογίας. Οταν πρόκειται για την Κοινωνική Ασφάλιση. Γιατί βέβαια στη ζυγαριά της ταξικής πολιτικής οι 22 εταιρείες βαραίνουν πιο πολύ από τη ζωή 2,5 εκατομμυρίων συνταξιούχων και εκατομμυρίων ασφαλισμένων.