Αρχές Ιουνίου, το Πανεπιστήμιο είχε κλείσει και άφηνα πίσω μου τη Σουηδία για την Ιταλία, όπου θα συναντούσα τους δικούς μου που θα έρχονταν από την Ελλάδα, αφού δεν μπορούσα να πάω η ίδια.
Η χούντα αριθμούσε κιόλας τέσσερα χρόνια στην εξουσία.
Μόλις που είχα σηκώσει το σακίδιό μου και άκουσα να με φωνάζουν. Με ζητούσαν στο τηλέφωνο, ένας κοινός τηλεφωνικός θάλαμος στην αρχή του μακρύ διαδρόμου. Ετρεξα τρομαγμένη.
Μου ζητούσαν να επικοινωνήσω μαζί τους για το εξής θέμα.
Κάποιος Σουηδός είχε παντρευτεί μια Ελληνίδα, είχαν αποκτήσει ένα παιδάκι που είχε αρχίσει να μιλάει και μου ζητούσαν να πάω να διδάξω το μικρό τη γλώσσα της μάνας του.
Η οικογένεια ζούσε σ' ένα χωριό της Σουηδικής Λαπωνίας, κοντά στην πρωτεύουσα Κιρούνα με 18.150 κατοίκους.
Εξήγησα τους λόγους της άρνησής μου να δεχτώ την πρόταση.
Είχα επισκεφθεί ελληνικές κοινότητες στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία, που υπήρχαν ελληνικά σχολεία, αλλά εκεί οι αριθμοί των μαθητών ήταν μεγάλοι, εξαιτίας της μετανάστευσης.
Επίσης είχα επισκεφθεί τέτοια σχολεία στην τότε Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία.
Επιπλέον, είχα συναντήσει εξόριστους Ελληνες, ή τα παιδιά τους, που είχαν ζήσει σε διάφορες λαϊκές Δημοκρατίες, και μιλούσαν κι έγραφαν υπέροχα ελληνικά.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές για διάφορες συμπεριφορές μας απέναντι στους ξένους που έχουν έρθει στη χώρα μας να βρουν δουλειά και να ζήσουν καλύτερα.
Βέβαια, είναι γνωστό ότι τα παιδιά τους παρακολουθούν όλες τις κλίμακες της δικής μας Παιδείας, αλλά τι γινόταν με τη γλώσσα των γονιών τους.
Πριν μερικές ημέρες άκουσα στις ειδήσεις ότι σε μια πόλη της Κρήτης, άρχισε να λειτουργεί ένα πρωινό σχολείο μερικών ωρών κάθε Σάββατο, για την εκμάθηση της αλβανικής γλώσσας για τα παιδιά των μεταναστών που προέρχονται από την Αλβανία.
Πιθανόν, ή, μάλλον, ελπίζω να υπάρχουν και αλλού παρόμοια σχολεία, και για άλλες γλώσσες και να μην το ξέρω.
Οταν ξέρεις τη γλώσσα της χώρας που ζεις και δουλεύεις, η εκμετάλλευση γίνεται μικρότερη.