Η πρώτη μας νιότη περιπλανιόταν στους δρόμους της πόλης, προσπαθώντας να ανοίξει ένα πέρασμα για το μέλλον ανάμεσα σε χειμάρρους από χιλιάρικα, ορδές νεόπλουτων μικροαστών που «έρχονταν» και ανταλλακτήρια παλαιών περγαμηνών.
Η πρώτη μας νιότη ταξίδευε στα όνειρά της σε δωμάτια με βιβλία και «βινύλια», η πρώτη μας νιότη με άρβυλα από το «Μοναστηράκι» περπατούσε κάθε μέρα από τον λασπωμένο Πειραιά του Μάρκου στα ηλεκτρικά βράδια του ροκ.
Τα σκιρτήματα και τα ερωτηματικά ξεπηδούσαν από τις ρωγμές του χρόνου κάθε ώρα, χάραζαν μπράτσα και καρδιές, αναζητούσαν τις δικές τους μουσικές.
Μέσα από τις ίδιες ρωγμές ξεπήδησαν αυτές οι μουσικές κι αυτά τα τραγούδια, τόσο προσωπικές την ώρα που διαλύονταν - αλίμονο - οι μεγάλες παρέες, τόσο λίγο μοναχικές όσο χρειαζόταν για να μην πάψουμε να αναζητούμε συνεχώς το βλέμμα των άλλων, τόσο γλυκές σαν μέλι, όσο για να θυμόμαστε και κυρίως να μην πικραινόμαστε.
Στη φλόγα του μικρού καντηλιού που έκαιγε πάντα μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού, με το ύψος της τόσο όσο έπρεπε για τη μνήμη της προσφυγιάς, «συναντιόταν» η αξιοπρέπεια του μπουζουκιού, τα τραγούδια του ελεύθερου αέρα του «βουνού», η ποίηση των αδούλωτων και η σχόλη της Κυριακής. Αυτά μας κράτησαν. Αυτά μας κρατάνε, παρέα όμως και με κάτι άλλα τραγούδια που μπορείς να τα διακρίνεις όταν «βρέχει στην εθνική οδό» από εκείνο το κόκκινο φουλάρι που έχουν δεμένο στο λαιμό τους.