Παρέμβαση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο Στρασβούργο
Την εκμετάλλευση του δικαιώματος των εργαζομένων στις διακοπές που μετατρέπεται σε εμπόρευμα από το κεφάλαιο με τη στήριξη της ΕΕ, κατήγγειλε ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Κώστας Δρούτσας, την Τετάρτη στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, στη συζήτηση σχετικά με την έκθεση για την «Προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές της χρήσης αγαθών υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης».
Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, «το δικαίωμα των εργαζομένων στην ανάπαυση και σε διακοπές έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα, από το οποίο πλουτίζει το κεφάλαιο. Οι χρονομεριστικές μισθώσεις (η πολυετής αφαίμαξη των υποψήφιων τουριστών με μεγάλα τουριστικά γραφεία - ξενοδοχεία) και τα νέα προϊόντα που προωθούνται σε αυτά τα πλαίσια έρχονται να εκμεταλλευτούν το διαρκή περιορισμό χρόνου διακοπών, τη συμπίεση των εισοδημάτων και την προσπάθεια των εργαζομένων να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμα φτηνότερες διακοπές, δημιουργώντας τζίρους που ξεπερνούν τα 11 δισ. ευρώ».
Ο Κ. Δρούτσας υπογράμμισε ότι «οι δόλιες και επιθετικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν εταιρείες, πολλές φορές, "φάντασμα", προκειμένου να πείσουν και να ξεγελάσουν τους αγοραστές ξεκινούν, στην καλύτερη περίπτωση, από τα μικρά γράμματα των συμβολαίων, από παραπλανητικές διαφημίσεις, κουραστικές παρουσιάσεις, υπόσχεση δώρων κ.ά. που καταλήγουν σχεδόν πάντα στην άμεση και πιεστική υπογραφή δεσμευτικών εγγράφων», ενώ «τα παράπονα που φτάνουν στις οργανώσεις καταναλωτών για απάτες, υπέρογκα έξοδα συντήρησης, εκδόσεις πιστωτικών καρτών, σημαντικές μειώσεις τιμών στην επαναπώληση λόγω εξόδων μάρκετινγκ κλπ. είναι άπειρα».
Καταλήγοντας ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, επισήμανε ότι «η ένταξη και άλλων προϊόντων στην οδηγία για τις χρονομετρικές πιστώσεις όπως διακοπές σε πλοία, club, τροχόσπιτα εξασφαλίζει νομική κάλυψη και νέα κέρδη στις δραστηριότητες του κεφαλαίου» και «το δικαίωμα υπαναχώρησης περιορισμένο σε 10 ημέρες που συνοδεύεται από πρόστιμο της τάξης του 3% του συνολικού ποσού δε λύνει το πρόβλημα, αντίθετα η ΕΕ μεταφέρει την ευθύνη στις πλάτες των εργαζομένων όπως κάνει με όλα τα καταναλωτικά προϊόντα».