Σε «εθνική επιταγή» ανάγει η διοίκηση της εταιρείας την παράδοση μέρους της δραστηριότητάς της σε ιδιωτικά συγκροτήματα
Λίγο πριν εισαχθούν προς έγκριση στο ΔΣ της ΔΕΗ τα μνημόνια συνεργασίας της επιχείρησης με τη γερμανική RWE και την ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ για την κατασκευή τριών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, συνολικής ισχύος περίπου 2.500 MW, η διοίκησή της επιχειρεί ξανά να πείσει για το «αγαθό» των προθέσεών της και την ορθότητα των επιλογών της, επικαλούμενη το ...«εθνικό συμφέρον». Την ίδια ώρα, η ΓΕΝΟΠ - ΔΕΗ εξήγγειλε 24ωρη απεργία για τις 29 του Γενάρη. Σε μια μακροσκελή ανακοίνωσή της, η διοίκηση της ΔΕΗ υπερασπίζεται επιχειρηματικά και «πολιτικά» τα σχέδιά της, αλλά αυτό που προκύπτει με μια απλή ανάγνωση είναι η επιδίωξη της ριζικής ανατροπής της υφιστάμενης τιμολογιακής πολιτικής. Η ίδια η διοίκηση επισημαίνει ότι: «Εάν εγκριθούν τα δύο εξεταζόμενα Μνημόνια Συνεργασίας και στη συνέχεια αποφασιστεί η υλοποίησή τους, τότε το ποσοστό συμμετοχής της ΔΕΗ στο εγκατεστημένο παραγωγικό δυναμικό θα υποχωρήσει κάτω από το 70%, διότι οι νέες εταιρείες με την RWE και τη "Χαλυβουργική" θα έχουν τελείως αυτοδύναμη δραστηριότητα και θα υποβάλλουν προσφορές, για την καθημερινή ένταξή τους στο Σύστημα, ανεξάρτητα από την πολιτική προσφορών που θα ακολουθεί η ΔΕΗ».
Αυτό σημαίνει ότι οι ανατιμήσεις των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος δε θα υπόκεινται πλέον στην αρμοδιότητα του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για βασικό επιχειρηματικό στόχο της διοίκησης της ΔΕΗ, για να λυθούν τα χέρια της ώστε να διαμορφώσει τιμολόγια που θα αντανακλούν «το πραγματικό κόστος» παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Δεδομένου ότι οι ανατιμήσεις στα τιμολόγια είναι ιδιαίτερα μεγάλες και σκληρές ακόμη και υπό τον όποιο περιορισμό «πολιτικού κόστους» μπορεί να έχει η κυβέρνηση, η συνέχεια αναμένεται ...τρομακτική για τα λαϊκά νοικοκυριά. Το μνημόνιο για την RWE αναμένεται να συζητηθεί στο ΔΣ της ΔΕΗ στις 29 του Γενάρη, την ίδια μέρα της απεργίας. Δεν έχει καθοριστεί ακόμη πότε θα εξεταστεί το μνημόνιο με τη «Χαλυβουργική».
Η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι τα σχέδιά της βασίζονται στους περιορισμούς που της έχουν επιβληθεί «ως πρώην μονοπωλιακή καθετοποιημένη επιχείρηση». Είναι μια από τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες της πολιτικής «απελευθέρωσης» από την ΕΕ και τις πρασινογάλαζες κυβερνήσεις. Ωστόσο εμφανίζεται απόλυτα προσαρμοσμένη στη νέα κατάσταση και εξερευνά τρόπους αύξησης των κερδών της. Επικαλείται τις διεθνείς ενεργειακές εξελίξεις και την είσοδο στην ελληνική αγορά ξένων κολοσσών για να δικαιολογήσει τις στρατηγικές της επιλογές. Δηλώνει ότι θα εφαρμόσει πλήρως το πρόγραμμα αντικατάστασης παλαιών μονάδων ισχύος 3.200 MW. Προσθέτει ότι με τις νέες μονάδες στις οποίες θα συμμετάσχει θα μπορεί να κάνει και εξαγωγές (που έχουν και πολύ χρήμα). Επισημαίνει ότι δεν πρόκειται να μείνει «θεατής στις εξελίξεις». Κάνει λόγο για ενίσχυση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και νέες προτάσεις συνεργασίας που της γίνονται.