Τα προσωπικά βιώματα και η κοινωνία επιδρούν στον ψυχισμό, στη διάνοια, στα «έργα» κάθε ανθρώπου και, φυσικά, κάθε δημιουργού. Απόδειξη αυτής της νομοτέλειας είναι ο βίος και, σχεδόν, όλα τα έργα του πρόδρομου του σύγχρονου θεάτρου Αυγούστου Στρίντμπεργκ και βέβαια το αριστούργημά του, «Ο πατέρας» (1887). Εργο που εισήγαγε το νατουραλισμό στο θέατρο, με ομολογημένη από τον Στρίντμπεργκ, την επιρροή του πρωτοπόρου του κοινωνικο-ανθρωπολογικού νατουραλισμού, Ζολά. Εργο - αντανάκλαση της αστικής κοινωνίας - επόμενα και του θεσμού του γάμου - (για την εναντίωσή του στις φεμινίστριες του καιρού του και στο γάμο, ο Στρίντμπεργκ δικάστηκε για «βλασφημία» κατά της «ιερότητας» του γάμου), αλλά και των τραυματικών βιωμάτων του. Νόθος γιος μιας δούλας και του αφέντη της, εννιά χρονών ορφάνεψε από τη μάνα του, που λάτρεψε αλλά και μίσησε, γιατί τον γέννησε σαν ερωμένη του αφέντη της. Μεγάλωσε με μια σκληρή μητριά - επίσης πρώην δούλα και ερωμένη του πατέρα του. Ο Στρίντμπεργκ, επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές ιδέες, αντιδρούσε για την ανισοτιμία της γυναίκας και στο γάμο, με το σύζυγο να διαχειρίζεται την προίκα της συζύγου και όλα τα οικογενειακά θέματα (την αντίθεσή του αυτή την εκφράζει διά στόματος της συζύγου στον «Πατέρα»), αλλά και φοβόταν την εκδίκηση της γυναίκας. Ενιωθε αγάπη - μίσος - ζήλια για τις συζύγους του και τρόμο, μήπως τα παιδιά του ήταν τέκνα μοιχείας. Τα παιδικά τραύματα και τα συντρίμμια των γάμων του, ώθησαν τη θεματολογία του στη σύγκρουση των δύο φύλων, καθιστώντας τη δραματουργία του πανανθρώπινη. Στον «Πατέρα» (το έγραψε μετά το χωρισμό με την πρώτη γυναίκα του, με την υποψία ότι τα παιδιά του δεν ήταν πραγματικά δικά του), στη συζυγική σύγκρουση, το «αδύνατο» φύλο, σαν αράχνη, αθόρυβα, ύπουλα, νικά το «ισχυρό» φύλο με το μόνο αλλά αήττητο μητριαρχικό «όπλο» της. «Δηλητηριάζοντας» τον σύζυγο, υπονοώντας ότι γεννήτορας της κόρης τους μπορεί να ήταν οποιοσδήποτε άλλος, γι' αυτό μόνον αυτή, ως μήτρα - μάνα του παιδιού, δικαιούται να αποφασίζει για την τύχη του. Πρόκειται βέβαια για «πύρρειο νίκη». Ο πατέρας τρελαίνεται από την υποψία, η κόρη πληγώνεται ψυχικά, αλλά και η μητέρα, η Λάουρα, θα «βασιλεύει» πλέον στα συντρίμμια που προκάλεσε. Στο θέατρο «Στοά» το έργο ευτυχεί, κυριολεκτικά. Με τη μεταφραστική προσαρμογή, τη μουσική επιμέλεια και το έξοχο σκηνικό (ένα συμβολικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό, πολυεπίπεδο πατάρι, απλωμένο σε όλο το προσκήνιο, σε μαυρόγκριζες αποχρώσεις για να τονιστεί ο ψυχολογικός ζόφος και η αποξένωση του ζεύγους) και τα κοστούμια της Λέας Κούση. Πρωτίστως με τη μαεστρικής απλότητας, γυμνής, αφτιασίδωτης, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, αλήθειας, σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου. Σκηνοθεσία, χαμηλόφωνα «μουσικής» ψυχογραφικής δύναμης, που ευτυχεί και με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστικών ρόλων. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, διαθέτοντας τεράστια σκηνοθετική και ερμηνευτική πείρα στο νατουραλιστικό ήθος, αλλά και πνευματικότητα, γίνεται όλο και πιο ουσιώδης υποκριτικά. Με εκπληκτική απλότητα μέσων ανατομεί το χαρακτηρολογικό και ψυχολογικό «μεδούλι» του πατέρα, καταθέτοντας μια σπουδαία ερμηνεία. Φύσει μέγα υποκριτικό ταλέντο η Λήδα Πρωτοψάλτη, έπλασε μια «λογικά» δι-εκδικητική, στρατηγικά ήρεμη, γλυκόφωνα δηλητηριώδη γυναίκα-αράχνη. Πολύ καλές ερμηνείες, όμως, καταθέτουν και οι άλλοι ηθοποιοί: Νάντια Περιστεροπούλου, Αννα Κοζαδίνου, Γιώργος Ζιόβας, Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Στέφανος Καλαϊτζής.