Κυριακή 8 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 38
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Βαθύ νυστέρι στα εισοδήματα - Αθιχτοι οι τρισεκατομμυριούχοι

Τα σχέδια προγράμματος της σοσιαλδημοκρατικής - πράσινης κυβέρνησης στους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής για το 2000 και έπειτα έχουν προκαλέσει αντίδραση σε ευρύτατα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας. Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι με τα όσα έχουν ανακοινώσει ως τώρα οι οικονομικοί υπουργοί της προβλέπεται να μπει βαθύ μαχαίρι στα εισοδήματα των εργαζομένων και ανέργων, των συνταξιούχων, γενικότερα των εξαρτημένων επαγγελμάτων, ενώ με τα νέα φορολογικά σχέδια θα χαριστούν "χοντρά ποσά" στις τράπεζες, στα τραστ, στις πολυεθνικές, που κάθε χρόνο αυξάνουν τα κέρδη τους κατά εκατοντάδες δισεκατομμύρια μάρκα.

Συγκεκριμένα οι τρεις οικονομικοί υπουργοί - Οικονομικών: Χανς Αϊχελ, Εθνικής Οικονομίας: Βέρνερ Μίλερ και Εργασίας: Βάλτερ Ρίστερ - δημοσιοποίησαν τον περασμένο μήνα τα προγράμματα που θα φέρουν στις αρχές του φθινοπώρου για συζήτηση και έγκριση στο Μπούντεσταγκ - στο Βερολίνο - και προβλέπουν στο σύνολό τους τα εξής μέτρα:

Το κράτος πρέπει στα επόμενα χρόνια να αποσυρθεί σταδιακά από το καθεστώς της κοινωνικής ασφάλισης και της επιδότησης της οικονομίας. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις οφείλουν να αναλάβουν μεγαλύτερη ατομική ευθύνη, το μερίδιο της συμμετοχής του κράτους (δαπάνες του κράτους) στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες της κοινωνίας από το 48% στο μεικτό κοινωνικό προϊόν, που είναι σήμερα, να μειωθεί στο 45% έως το 2002 και από κει και πέρα να κατέλθει στο 40%. "Πολίτες και οικονομία πρέπει να μειώσουν τις αξιώσεις τους προς το κράτος", δήλωσε ο υπουργός Μίλερ και πρόσθεσε ότι συμφωνεί και υποστηρίζει τις πολιτικές και οικονομικές θέσεις που περιέχονται στο κοινό "μανιφέστο" του Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ και του Αγγλου πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ.

Για τους ειδικούς στα οικονομικά αυτό δε σημαίνει τίποτα άλλο από μεγάλες περικοπές στις κρατικές δαπάνες για κοινωνικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, με άλλα λόγια στις τσέπες των χαμηλόμισθων εργαζομένων, των ανέργων, των συνταξιούχων κλπ., αλλά και στα ταμεία των δήμων και κοινοτήτων.

Οι εκπρόσωποι της οικονομίας (τα τραστ, οι βιομηχανίες, οι τράπεζες) επικρότησαν τις κινήσεις αυτές, δηλώνοντας ότι ακολουθούν την "ορθή κατεύθυνση" και ότι δεν πρέπει να αργήσει η εφαρμογή τους. Τις επικρότησε και ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατίας, Φρίντριχ Μερτς, λέγοντας ότι με τους στόχους αυτούς ο υπουργός έχει την έγκριση "και του δικού του αντιπολιτευόμενου κόμματος". Υπολόγισε μάλιστα ότι σε μια μείωση των κρατικών δαπανών θα επιτευχθεί μέσα σε δέκα περίπου χρόνια "οικονομία (εξοικονόμηση) 400 δισεκατομμυρίων μάρκων".

Λιτότητα διαρκείας

Ο υπουργός Οικονομικών Αϊχελ, από την πλευρά του, αποβλέπει στη δημιουργία οικονομιών στον κρατικό προϋπολογισμό του 2000 κατά 30 δισεκατομμύρια μάρκα, με προοπτική το ψαλίδισμα να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Σαν δικαιολογία για το μέτρο προβάλλει το τεράστιο δημόσιο χρέος, που βέβαια δεν το δημιούργησε η σημερινή, αλλά η προηγούμενη κυβέρνηση του καγκελάριου Κολ. Σε οικονομίες αποβλέπει και ο υπουργός Εργασίας Βάλτερ Ρίστερ. Στο στόχαστρο μπαίνουν:

Για μια διετία "πάγωμα" των μισθών και ημερομισθίων, μείωση διαφόρων επιδομάτων, όπως κοινωνικής βοήθειας (για χρονίως ανέργους), για δύο τουλάχιστον χρόνια η προσαρμογή των συντάξεων να μη γίνεται με βάση τις αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων, αλλά με βάση την αύξηση του πληθωρισμού (που κατά κανόνα είναι μικρότερη) και φυσικά να γίνει "λέπτυνση" του κρατικού προϋπολογισμού με απολύσεις και με τα μέτρα του υπουργού Μίλερ που προαναφέραμε.

Η εξαγγελία των υπό έγκριση μέτρων αποτέλεσε, όπως ήταν φυσικό, ψυχρολουσία για τα πλατιά κοινωνικά στρώματα, που είχαν πιστέψει στις προεκλογικές υποσχέσεις για "κοινωνική δικαιοσύνη" και για μια "άλλη πολιτική" απ' αυτήν της προηγούμενης κυβέρνησης. Και αυτή η απογοήτευση εκφράζεται και σε επιστολές αναγνωστών διαφόρων εφημερίδων, που δηλώνουν ότι δε βλέπουν διαφορά μεταξύ του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Σρέντερ και του Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου Χ. Κολ.

Η απογοήτευση - και αφύπνιση - πολλών σοσιαλδημοκρατών και "πράσινων" εκλογέων ενισχύεται από το γεγονός ότι ενώ θα χαρατσωθούν οι χαμηλόμισθοι και οι άνεργοι, δεν πρόκειται να θιγούν οι κάτοχοι του μεγάλου κεφαλαίου. Εγιναν πραγματικά προτάσεις για κάποια φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά οι υπουργοί και ο καγκελάριος δήλωσαν ότι δε θα επιβληθούν νέοι φόροι με τη δικαιολογία ότι τα κέρδη τους θα επενδύονται σε έργα και συνεπώς θα δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.

Η γερμανική οικονομία, είπαν, δεν πρέπει να επιβαρύνεται, για να διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της. Τα ίδια βέβαια επιχειρήματα επικαλούνταν και η κυβέρνηση Κολ, αλλά νέες θέσεις εργασίας δε δημιουργούνταν, παρά την ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά - το εξωτερικό εμπόριο της Γερμανίας κατέχει κορυφαία θέση διεθνώς - και το ότι τα κέρδη των τραστ, των τραπεζών, των μεγαλοεξαγωγέων αυξάνονται συνεχώς.

Οι πλούσιοι πλουσιότεροι

Πρόκειται για μερικές δεκάδες (ή ίσως εκατοντάδες) γερμανικές οικογένειες που ανεβαίνουν κάθε χρόνο αλματωδώς τις βαθμίδες της οικονομικής ολιγαρχίας. Οι στατιστικές και οι αριθμοί μιλούν εύγλωττα γι' αυτό. Πραγματικά, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η κινητή ιδιωτική περιουσία στη Γερμανία έχει φτάσει τα 5,7 τρισεκατομμύρια μάρκα. Αν μάλιστα σ' αυτόν τον αριθμό προστεθεί και η ακίνητη περιουσία, τότε η ιδιωτική περιουσία ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 14,7 τρισεκατομμυρίων μάρκων. Αυτά τα τεράστια ποσά ή μένουν κατατεθειμένα στις τράπεζες και εισπράττονται τα επιτόκια ή μετέχουν στα χρηματιστήρια, με αύξηση των κερδών, αλλά δε μετέχουν σε επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστικό της ταχείας αύξησης των κερδών και στη συνέχεια της αύξησης της ακίνητης περιουσίας των ολιγάριθμων οικογενειών είναι το γεγονός ότι - σύμφωνα με πολύ πρόσφατη δήλωση του προέδρου του ΚΟΔΗΣΟ Λόταρ Μπίσκι - από το 1997 η αξία της πρόσθετης ακίνητης περιουσίας ανέρχεται σε 321 δισ. μάρκα. Ο Μπίσκι πρόσθεσε - κάτι το αυτονόητο - ότι "η συμμετοχή των νοικοκυριών της Ανατολικής Γερμανίας στον τεράστιο πλούτο ήταν ελάχιστη". Το ίδιο αυτονόητο είναι ότι με τα νέα υπό ψήφιση οικονομικά μέτρα λιτότητας θίγονται περισσότερο ανατολικογερμανικές οικογένειες, αφού οι μισθοί, τα ημερομίσθια και οι συντάξεις φτάνουν το 70-80% των αντίστοιχων δυτικογερμανικών και για τους γνωστούς λόγους η ανεργία είναι πολύ μεγαλύτερη στην πρώην ΓΛΔ.

Ακούγεται και το επιχείρημα για την αποφυγή της φορολόγησης των μεγάλων περιουσιών ότι, αν "τρομάξουν" οι πολυεκατομμυριούχοι, θα αποσύρουν τις καταθέσεις τους και θα τις τοποθετήσουν στον "φορολογικό παράδεισο" του Λουξεμβούργου και του Λιχτενστάιν. Η απάντηση που δίνεται από γνώστες της κατάστασης σ' αυτό είναι ότι και τώρα υπάρχει φοροδιαφυγή, ενώ επιπλέον η προτεινόμενη φορολόγηση είναι μηδαμινή, ώστε να μην "τρομάξουν" οι Γερμανοί Κροίσοι.

Ας σημειωθεί ότι ένα από τα βασικά "πιστεύω" της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και του καγκελάριου Σρέντερ είναι "όσο το δυνατό λιγότερο (κοινωνικό) κράτος, όσο περισσότερο ατομική πρωτοβουλία". Αυτό το "Κρέντο" κατά τα αμερικανικά πρότυπα φτάνει μέχρι το σημείο να βρίσκει την ανταπόκρισή του στα προτεινόμενα μέτρα του υπουργού Εργασίας για τις μελλοντικές συντάξεις. Η σκέψη του είναι να καθιερωθεί μια μικρή σχετικά βασική σύνταξη και για τα υπόλοιπα να φροντίσει η "ατομική πρωτοβουλία", δηλαδή ο καθένας μόνος του (ιδιωτική σύνταξη). Τι θα γίνει όμως με τους χαμηλόμισθους και τους οικογενειάρχες, με τους - χωρίς ευθύνη τους - ανέργους; Πού θα βρουν τα περισσευούμενα για να ασφαλιστούν ιδιωτικά;

Δυσαρέσκεια και ανησυχία

Από όλα αυτά αυξάνεται η δυσαρέσκεια και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τα κυβερνώντα κόμματα στην κατιούσα κλίμακα. Οι αρνητικές αυτές αντιδράσεις εκφράζονται και στις καθημερινές σχεδόν δηλώσεις εκπροσώπων φιλικών στο SPD οργανώσεων, όπως οι ηγεσίες πολλών συνδικάτων, αλλά και από τη βάση ως την κορυφή των σοσιαλδημοκρατών και των πράσινων.

Ενδεικτικές για παρόμοιου περιεχομένου αντιδράσεις είναι οι ακόλουθες:

Η δήλωση του Ντίτερ Σούλτε, προέδρου της Ενωσης Γερμανικών Συνδικάτων. Πρόκειται για ρεφορμιστικό στέλεχος και φίλο του SPD, αλλά δήλωσε με ανησυχία: "Η κυβέρνηση κέρδισε τις εκλογές με κοινωνικά θέματα. Είναι εξωπραγματικό η κυβέρνηση να ζητάει τα πάντα από τους εργαζόμενους και από την άλλη πλευρά (από το κεφάλαιο) να μη ζητάει τίποτα. Η κυβέρνηση εγκαταλείπει παραδοσιακές θέσεις του SPD". Η αναπληρώτριά του στην προεδρία, η Ούρσουλα Ενγκελεν - Κέφερ, συμπλήρωσε: "Είναι απαράδεκτο να εισπράττουμε από τους ανέργους και να αφήνουμε ανενόχλητες τις μεγάλες περιουσίες". Πολύ χαρακτηριστική και η δήλωση του Κλάους Τσβίκε, προέδρου της μεγαλύτερης γερμανικής ομοσπονδίας, του Συνδικάτου των Μεταλλεργατών: "Η κοκκινο - πράσινη συμμαχία - είπε - επιβαρύνει τις σχέσεις της με τα συνδικάτα. Οσα δηλώνει ο υπουργός Μίλερ αποτελούν "σκάνδαλο" και η οικονομική πολιτική του δεν είναι διαφορετική από την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης".

Αυτό όμως που "έτσουξε" περισσότερο την ηγεσία του SPD είναι η ανοιχτή επιστολή του σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού του Σάαρ Ράινχαρτ Κλιμτ προς την εθνική διεύθυνση του κόμματος. Μ' αυτήν επικρίνει την ηγεσία και προσωπικά τον καγκελάριο ότι με το "μανιφέστο" Σρέντερ - Μπλερ εγκαταλείπονται οι σοσιαλδημοκρατικές θέσεις, ότι με την πολιτική των οικονομιών - κάνει λόγο για 150 δισ. έως το 2003 - αμφιβάλλει πως θα επέλθει βελτίωση της κατάστασης και ότι θεωρεί δίκαιο να υποβληθούν σε υποχρεώσεις και όσοι διαθέτουν υψηλές ατομικές ιδιοκτησίες - περιουσίες. "Η εισαγωγή φορολογίας της ατομικής ιδιοκτησίας εκατομμυριούχων αποτελεί για μένα κοινωνική δικαιοσύνη".

Μερικοί σοσιαλδημοκράτες απέδωσαν το κίνητρο της επιστολής σε καθαρά τακτικούς λόγους. Είπαν ότι στις 5 Σεπτέμβρη γίνονται βουλευτικές εκλογές στο Σάαρ και αλλού και ο Κλιμτ διαφοροποιείται από τον Σρέντερ για να μη χάσει δυσαρεστημένους σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόρους. Αλλοι βρήκαν ότι πίσω από τον Κλιμτ βρίσκεται ο προσωπικός του φίλος Οσκάρ Λαφοντέν, που μ' αυτόν τον τρόπο θέλει να εκδικηθεί τον Σρέντερ.

Οποιο και αν είναι αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Σρέντερ θα συνεχίσει αυτήν την οικονομική (και την ίδια εξωτερική) πολιτική του, έστω και αν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση της δημοτικότητας των σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων.

Το δήλωσε αυτό επανειλημμένα και κάλεσε τους διαφωνούντες να πειθαρχήσουν. Είναι σίγουρο, διαβεβαίωσε, ότι η πλειοψηφία του κόμματος είναι μαζί του. Για κάθε ενδεχόμενο αποσκοπεί να αλλάξει τη δομή της ηγεσίας και θα ορίσει τον Φραντς Νιντεφέρινγκ, αναπληρωτή του προέδρου του SPD, υπεύθυνο για την εσωτερική οργάνωση (και πειθαρχία) του κόμματος. Δεν μπορούσε ο Σρέντερ να κάνει αλλιώς. Γιατί η πολιτική του "Νέου Κέντρου", όπως αποκαλείται από τον ίδιο, δεν είναι άλλη πολιτική, αλλά απλώς άλλη κυβέρνηση με μικροδιαφορές στη διαχείριση των συμφερόντων του μεγάλου γερμανικού κεφαλαίου.

Θανάσης ΒΟΡΕΙΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ