Πολλοί λάτρεις της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου πήγαν στην Πνύκα, για να "ξανασυναντηθούν" με τον μυριάκριβο Ποιητή της Ρωμιοσύνης,μέσω της πειραματικής παράστασης - προσέγγισης του σκηνοθέτη και ηθοποιό Βασίλη Παπαβασιλείου στο τεράστιο ποιητικό έργο του Ρίτσου, με τίτλο "Ο κύριος Γιάννης Ρίτσος".
Η παράσταση, εντελώς διαφορετική από όσες - ποιητικές ή θεατρόμορφες - υπήρξαν στο παρελθόν με ποίηση του Ρίτσου, έγινε, σύμφωνα με ένα από τα συνδετικά κείμενα που έγραψε ο Β. Παπαβασιλείου, "μετά από "παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών για να τιμηθούν, παράλληλα, η Πνύκα και ο Ρίτσος". Θετικό γεγονός είναι μια "παραγγελία" τιμής στον Ρίτσο. Αρκεί αυτή να προετοιμάζεται έγκαιρα και να στηρίζεται έτσι που να αναλογεί, κατά το δυνατόν περισσότερο, στο γιγάντιο (ανθρώπινο, αγωνιστικό, ποιητικό) μέγεθος του Ρίτσου.
Αν, όπως υποπτευόμαστε, η "παραγγελία" ήταν χρονικά και οικονομικά πιεσμένη, τότε το πείραμα του Β. Παπαβασιλείου, αν και δεν αναλογεί στα μεγέθη του Ρίτσου, είναι ενδιαφέρον και ίσως ένας μικρός "άθλος" (λόγω του τεράστιου του ποιητικού έργου του Ρίτσου και της μεγάλης δυσκολίας να επιλέξει και να συνθέσει κανείς τα χαρακτηριστικότερα αποσπάσματα των έργων του).
Ο Β. Παπαβασιλείου είναι καλλιτέχνης που διανοείται, διαλέγεται με τα κείμενα. Τον γοητεύει κυρίως ο πνευματικός "κόσμος" των κειμένων και σ' αυτόν, με τις "αναγνώσεις" του, υποτάσσει τον συναισθηματικό. Κάποτε υπέρμετρα, τόσο που η διάνοια μοιάζει σαν "πολέμιος" της ψυχής. Οποιος θελήσει να συνθέσει ένα αφιέρωμα στον άνθρωπο και ποιητή Ρίτσο, μετά από μακρόχρονη μελέτη του "ωκεάνιου" ποιητικού και πεζογραφικού έργου του, οφείλει, επιλέγοντας τα καλύτερα "κοράλλια" του, να συμπυκνώσει επί σκηνής όλα τα χαρακτηριστικά, όλη την ουσία, όλη την ομορφιά του. Δύσκολο, ίσως ακατόρθωτο, ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο Β. Παπαβασιλείου προσπάθησε να δει ανθρώπινες πλευρές του Ρίτσου και να ιχνογραφήσει κάποιες βιωματικές αποχρώσεις σε έργα του, συνθέτοντας ένα "σενάριο". Ενα "προσχέδιο" σκηνικής προσέγγισης του Ρίτσου, αποτελούμενο από ελάχιστα σπαράγματα στίχων και αποσπάσματα της ποιητικής "Ελένης" και πεζογραφικών έργων ("Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων", "Αρίοστος", "Αργά, πολύ αργά"), συνδεμένα με σχολιαστικά κείμενα που έγραψε ο ίδιος ο Β. Παπαβασιλείου. Το ενδιαφέρον "προσχέδιο" μας θύμισε το δραματουργικό "εύρημα" του έργου του Μπ. Ζακ "Ζουβέ - Ελβίρα" και την εξαίρετη σκηνική "ανάγνωσή" του από τον Β. Παπαβασιλείου. Οπως στο έργο του Μπ. Ζακ παρουσιάζεται ο περίφημος Γάλλος σκηνοθέτης Λ. Ζουβέ να "σχεδιάζει" και να διδάσκει σε μια ηθοποιό το ρόλο της Ελβίρας, έτσι και ο σκηνοθέτης - ηθοποιός Β. Παπαβασιλείου μαζί με τον συνεργάτη - συμπαίκτη του Νίκο Σακαλίδη,"πρόβαρε" το πώς θα μπορούσε, τι να περιλαμβάνει και πώς να "παιχτεί" από τον ηθοποιό ένα αφιέρωμα στον Ρίτσο. Μια παράσταση - "πρόβα" ψυχρά ορθολογική και ηθελημένα αποστασιοποιητική, με τον Β. Παπαβασιλείου να αυτοσχεδιάζει υποκριτικά, να "ταυτίζεται" συναισθηματικά, μόνο με την ερμηνεία του προσώπου της "Ελένης".
Ενδιαφέρον, οπωσδήποτε, το εγχείρημα του Β. Παπαβασιλείου. Ηταν όμως μια πρώτη "σπουδή" πάνω στο βίο και το έργο του Ρίτσου, καθώς έδωσε μια πολύ περιορισμένη - κι απέχουσα από τις κυρίαρχες και αντιπροσωπευτικότερες - πτυχή τους.
Εγκαιρα, ο Νίκος Κούνδουρος προειδοποίησε τους θεατές της παράστασής του "Εγώ, η Αντιγόνη" για το τι θα δουν στην Επίδαυρο. Δεν έκρυψε τίποτα. Εξέφρασε την απώθησή του για τον Σοφοκλή και την τραγική "Αντιγόνη" του. Γι' αυτό και έγραψε μια δική του, περιληπτική, εκδοχή του μύθου των Λαβδακιδών και της σοφόκλειας "Αντιγόνης". Ενα "παραμύθι", ένα "λιμπρέτο" με χορικά και διαλόγους, το οποίο επί το πλείστον πεζολογεί, αλλά διαθέτει και μερικές ποιητικής έξαρσης φράσεις, το οποίο θέλησε να το σκηνοθετήσει ο ίδιος σαν μια μορφή "ορατορίου" και με μια σύνθετη, θεαματικού χαρακτήρα, σκηνική φόρμα. Σαν μελόδραμα, χορόδραμα και πρόζα, ταυτόχρονα.
Με αυτά και μόνο τα δεδομένα, μπορεί να "κριθεί" η παράσταση του Ν. Κούνδουρου. Ηταν ένα μελόδραμα, με λυρικότατη μουσική του Μιχάλη Γρηγορίου(θύμιζε συχνά Χατζιδάκι), άρτια εκτελεσμένο από την πολυμελή Ορχήστρα της Κρατικής Οπερας της Σόφιας, σε διεύθυνση Μίλτου Λογιάδη και την επίσης πολυμελή χορωδία "Fons Musicalis", σε διεύθυνση Κωστή Κωνσταντάρα,που χρειάστηκε να καταλάβουν όλη την ορχήστρα, καθώς και από τις εξαίρετες φωνές της Λυδίας Κονιόρδου, Σαββίνα Γιαννάτου, Τάσση Χριστοδουλίδη (κορυφαίοι). Ηταν ένα χορόδραμα, με καλοσχεδιασμένη χορογραφία της Νατάσας Ζούκα(σχόλιο για τον πόλεμο) καλοδιδαγμένη από την ίδια. Ηταν και θέατρο πρόζας, με τους ηθοποιούς ενός "μπουλουκιού" που, τοποθετημένη σ' ένα τεράστιο πατάρι περίμεναν την ώρα τους να αναπαραστήσουν και μερικές από τις κορυφαίες σκηνές της σοφόκλειας "Αντιγόνης". Θέατρο, που, παρότι ποσοτικά περιορισμένο, έπασχε σε σχέση με τις άλλες παραμέτρους του θεάματος, καθώς οι άξιοι, οπωσδήποτε, ηθοποιοί είχαν να υπερασπιστούν ένα κείμενο που"περιέγραφε" επιφανειακά την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Αίμονα, τον Κρέοντα, τον Τειρεσία, τον Αγγελιοφόρο. Ενα κείμενο που "διηγείται" την τραγωδία ως"παραμύθι" του έρωτα και του θανάτου. Οι Δήμητρα Χατούπη, Χρήστος Τσάγκας, Κατερίνα Παυλάκη, Μάνος Σταλάκης, Μιχάλης Αεράκης, Μανόλης Σορμαϊνης,κατέθεσαν το μέγιστο των ερμηνευτικών ικανοτήτων τους, αλλά για ρόλους"σκιές", τόσο που να μοιάζουν σαν να έχασαν εκείνοι την αίσθηση του μέτρου, ενώ το ερμηνευτικό μέτρο έλειψε από τη σκηνοθεσία, η οποία σε τελευταία ανάλυση ελέγχεται και την έλλειψη κάθε μέτρου του σκηνικού, έλλειψη όχι μόνο σε βάρος της σκηνικής αισθητικής, αλλά κυρίως σε βάρος του μνημείου. Τα καλαίσθητα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ υπηρέτησαν τη σκηνοθετική πρόθεση.
Αν κάποιος βγήκε κερδισμένος από αυτή το σκηνικό εγχείρημα ήταν ο Μιχάλης Γρηγορίου και η κυρίαρχη με το χορικό λόγο της Λυδία Κονιόρδου,καθώς επιβεβαίωσε τις τραγουδιστικές της ικανότητες.
ΘΥΜΕΛΗ