Πέμπτη 6 Μάη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
"Να γράφεις πάντα την αλήθεια"

Εξακολουθώ ακόμα να αισθάνομαι ανίσχυρη απέναντι στις λέξεις. Κι ας έχουν μέχρι τώρα χρησιμοποιηθεί χιλιάδες για να περιγράψουν τη φρίκη ενός "μοντέρνου" πολέμου ή το μεγαλείο ενός "παραδοσιακού" λαού, που δίνει όλο αυτό το διάστημα μαθήματα αγώνα κι αντίστασης σε όλους τους λαούς αυτού του κόσμου.

Εξακολουθώ ακόμα να αισθάνομαι αμήχανη απέναντι στις ερωτήσεις. Στις όποιες ερωτήσεις - προερχόμενες από φίλους ή συναδέλφους - που ζητούν άθελα να δώσεις απάντηση τα μάτια σου, θεωρώντας - τις περισσότερες φορές - δεδομένο πως αυτά έχουν περικλείσει μέσα τους εικόνες φρίκης, συντρίμμια και τεμαχισμένα πτώματα. Αλλά τελικά μόνο αυτά είναι πόλεμος; Η μήπως υπάρχουν κι άλλες εικόνες, που ζητούν άλλες λέξεις για να τις περιγράψεις;

***

Κι αλήθεια, πώς μπορείς να το κάνεις αυτό, χωρίς τον κίνδυνο να κατηγορηθεί η οπτική σου για άλλο μήκος κι άλλο πλάτος; Αλλά και πώς να νιώσεις ότι έχεις περιγράψει το Βελιγράδι, όταν αναφερθείς μόνο στα βομβαρδισμένα κτίριά του και παραλείψεις να μιλήσεις για τον έρωτα, που δείχνει να 'χει θεριέψει σ' αυτή τη χώρα, σαν αντίδοτο της ζωής απέναντι σε τόσο θάνατο; Πώς να μιλήσεις μόνο για τις τεράστιες ουρές των πολιτών - που έχουν στηθεί ήδη στο κέντρο της πόλης για ένα πακέτο τσιγάρα ή μια κονσέρβα - χωρίς να αναφερθείς στις αμέτρητες αγκαλιές, στα ατελείωτα φιλιά που πλημμυρίζουν όλες τις ώρες της μέρας τους δρόμους της; Γιατί σε καμιά άλλη πόλη - της χώρας μας ή του εξωτερικού - δεν έχω συναντήσει τόση ερωτική διάθεση. Την είδα σ' ένα λαό που βομβαρδίζεται. Και οφείλω να το επισημάνω...

***

Κρατώ ως εμπειρία ζωής εκείνο το βράδυ στις ανθρώπινες αλυσίδες, στη γέφυρα του Μπράνκοβα. Κρατώ, όμως, μέσα μου και την εικόνα του φεγγαριού που γέμιζε εκείνες τις μέρες αλλιώτικα πάνω απ' τα παγωμένα νερά του Δούναβη. Αλλά και το απροσδιόριστο αίσθημα - χαράς ή λύπης - που μου έδινε η γνώση πως το "όλο" θα το έβλεπα πλέον με σιγουριά απ' την Αθήνα. Με αυτή τη σιγουριά και με μια συγνώμη για την όποια λιγοψυχιά, θέλω να περιγράψω απ' την πόλη μου άλλες εικόνες, που ζητούν άλλες λέξεις.

Θέλω ν' αναφερθώ στον ήχο της σειρήνας, που στο άκουσμά της λυγίζουν τα πόδια σου, παγώνει το μέτωπο και τρέμουν τα χέρια σου. Θέλω να μιλήσω, όμως, και για τους ανθρώπους του Βελιγραδίου, που την ακούν και δεν κουνιούνται απ' τη θέση τους, συνεχίζουν να περπατούν στο δρόμο, να διαδηλώνουν, να πίνουν καφέ στα μαγαζιά τους. Θα 'θελα να μπορούσα να περιγράψω το βλέμμα, αυτό το απερίγραπτο βλέμμα της Νένας - μιας 45χρονης Γιουγκοσλάβας - που κόλλησε εμένα και την παρατήρησή μου "έχει χτυπήσει η σειρήνα κι εσείς βρίσκεστε ακόμα στο δρόμο" στον τοίχο. Μα μεταφέρω επί λέξει και τις δώδεκα γενναίες λέξεις της: "Είμαι Σέρβα. Είναι ντροπή να ακούω σειρήνα και να τρέχω να κρυφτώ...".

***

Θέλω να μιλήσω για μια άλλη κυρία - στεκόταν απέναντι απ' το βομβαρδισμένο κτίριο της σερβικής κρατικής τηλεόρασης - που ο βουβός πόνος της δεν επέτρεψε σε κανέναν να την πλησιάσει. Θέλω να περιγράψω το μαύρο πλεκτό σάλι της, που σκέπαζε το κεφάλι της, τους ώμους, την πλάτη της. Θέλω να περιγράψω τα μάτια της και μου 'ρχονται στο νου τρεις λέξεις: Γαλάζια, υγρά και... πεθαμένα. Γιατί τα "έξυπνα όπλα" δεν αφήνουν πίσω τους μόνο ξεσκισμένες σάρκες. Αφήνουν και ξεσκισμένες καρδιές.

Θέλω επίσης να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω την απίστευτη ευγένεια του Βόιν, αλλά και τη δυσφορία που αισθάνθηκε δύο φορές μέσα σ' ένα βράδυ. Πρώτη φορά όταν τον ρώτησα αν φοβάται τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς. "Μα είναι δυνατόν να ρωτάς τέτοια πράγματα; Βλέπεις κανέναν εδώ να φοβάται;", μου είπε επιτιμητικά η προσωποποίηση της ευγένειας. Και η δεύτερη όταν έκανε επίπληξη σε δύο νεαρούς που πατούσαν την κόρνα του αυτοκινήτου τους, φεύγοντας απ' τις ανθρώπινες αλυσίδες. "Λίγος σεβασμός. Ενοχλείτε μια ήσυχη πόλη που κοιμάται", είπε και το απίστευτο είναι πως το εννοούσε.

***

Κρατώ στα χέρια μου ένα στυλό. Μου τον έδωσε ο Μίλαν με την ευχή, επιθυμία ή προσταγή: "Να γράφεις πάντα την αλήθεια". Είναι το πιο ακριβό μου δώρο. Και σ' αυτό το στυλό οφείλω να παραδεχτώ πως η μόνη στιγμή που αισθάνθηκα πραγματικά τη φρίκη του πολέμου σ' όλο της το μεγαλείο δεν ήταν ούτε στα συντρίμμια του Αλέξινατς, ούτε στο βομβαρδισμένο κτίριο της τηλεόρασης, ούτε στη συντριβή που δημιουργεί ο πόνος και η απώλεια στους ζωντανούς. Την ένιωσα όταν είδα στη γέφυρα του Μπράνκοβα - την ώρα που οι καλλιτέχνες έπαιζαν μουσική και ο κόσμος τραγουδούσε - έναν πατέρα με σμπαραλιασμένα νεύρα και ένα 9χρονο παιδί - το παιδί του - να χτυπιούνται αναίτια και ανελέητα. Να χτυπιούνται μεταξύ τους, να κλαίνε μονάχοι τους και μετά να αγκαλιάζονται με λυγμούς...

Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ