Κυριακή 4 Απρίλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
Το Κυπριακό και η χούντα

A' MΕΡΟΣ

Η επιβολή της αμερικανόπνευστης δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απρίλη 1967, αν υπήρξε τραγωδία για την Ελλάδα, για την Κύπρο και το λαό της ήταν πραγματική συμφορά. Κανείς δεν έχει αμφιβολία επ' αυτού. Αλλωστε η εθνική καταστροφή που σημάδεψε το τέλος του καθεστώτος, το 1974, είναι φανερή ως τις μέρες μας, έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στις μνήμες των ανθρώπων και σε κάθε γωνιά του μαρτυρικού νησιού. Βέβαια, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η τουρκική εισβολή και κατοχή, η διά των όπλων ντε φάκτο διχοτόμηση, το δράμα των χιλιάδων προσφύγων, των αγνοουμένων και των οικογενειών τους, καθώς και τόσα άλλα που ακολούθησαν, δε συνέβησαν από τη μια μέρα στην άλλη. Πριν να φτάσουμε στη συμφορά, είχαν προηγηθεί βήματα προς αυτήν και χρειάστηκε πολύ δουλιά από μέρους του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού - αλλά και όσων κινούνταν στις λογικές της διχοτόμησης - για να έρθει ο τραγικός Ιούλης του '74.

Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε αυτή την πορεία - στα βασικά της, τουλάχιστον, σημεία - διευκρινίζοντας ευθύς εξαρχής ότι πρόκειται για ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής και κυπριακής ιστορίας, που συνδέεται με χίλια δυο νήματα με τη διεθνή πραγματικότητα στην οποία εντάσσεται και που φυσικά οι πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του θα περάσουν χρόνια για να φωτιστούν πλήρως.

Στην πεπατημένη των προκατόχων

Η πρώτη χουντική κυβέρνηση υπό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλια τόνισε ευθύς εξαρχής με τις προγραμματικές της δηλώσεις πως σκοπό της είχε "να οδηγήση, διά διαπραγματεύσεων και της ειρηνικής οδού, το μέγα θέμα, το Κυπριακόν, εις ευτυχή λύσιν: Την Ενωσιν της Κύπρου μετά της μητρός Ελλάδος, χωρίς εντεύθεν να παραγνωρίζη τα δικαιώματα της μειονότητος". Τι σήμαιναν όλα αυτά;

Σήμαιναν πολύ απλά ότι η χούντα δεν επιθυμούσε να ανατρέψει τα βασικά σημεία της πολιτικής των προκατόχων της - των κυβερνήσεων, δηλαδή, του Κέντρου - στο πρόβλημα της Κύπρου. Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή που εδραιώθηκε στην εξουσία, θέλησε να συνεχίσει αυτή την πολιτική, στις βασικές της συνισταμένες, και νόμισε μάλιστα ότι μπορούσε να την ολοκληρώσει, κλείνοντας το ζήτημα μια και καλή. Την αισιοδοξία της αυτή τη βάσιζε στο γεγονός ότι στηριζόταν στα όπλα και στην υποστήριξη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, ότι είχε καταργήσει οποιαδήποτε διαδικασία αστικοδημοκρατικού ελέγχου από κόμματα και κοινωνικές δυνάμεις και ότι δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Ετσι χάραξε μια πολιτική γραμμή πάνω στο κυπριακό ζήτημα που μπορεί να συνοψιστεί στα παρακάτω: φρόντισε να το αποεθνοποιήσει, να το κρατήσει αυστηρά μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, να το καταστήσει ελληνοτουρκική διαφορά, αναζητώντας μια λύση στο πλαίσιο του "δούναι και λαβείν" μέσω του διαλόγου με τη γειτονική χώρα και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της, ούτως ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα στη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Το ΝΑΤΟ κηρύσσει ελληνοτουρκικό διάλογο

Η γραμμή αυτή πέρασε από το στάδιο της θεωρίας στο στάδιο την άμεσης υλοποίησης όταν τον Ιούνη του 1967 ξέσπασε ο αραβοϊσραηλινός "πόλεμος των 6 ημερών". Το ξέσπασμα αυτού του πολέμου, γράφει ο Κ. Χατζηαργύρης, "αποτέλεσε (...) τον καταλύτη και σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις του κυπριακού προβλήματος. Αξίζει να σημειώσουμε πως, πέντε μόλις μέρες μετά την επίθεση του Ισραήλ εναντίον των Αράβων, το δυτικογερμανικό πρακτορείο ειδήσεων DNB έθεσε το ζήτημα της επανάληψης του ελληνοτουρκικού διαλόγου με την ευκαιρία της διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, που επρόκειτο να λάβει χώρα στο Λουξεμβούργο" (Α. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: "Ο Μακάριος και οι Σύμμαχοί του", εκδόσεις "Gutenmberg", σελ. 116-117).

Ο πόλεμος αυτός, που στόχο είχε - χωρίς, βεβαίως, να τον πετύχει - την ανατροπή των αντιιμπεριαλιστικών αραβικών καθεστώτων (το καθεστώς Νάσερ στην Αίγυπτο και το καθεστώς της Συρίας), ενεργοποίησε στο έπακρο το ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών για την Κύπρο - που ποτέ βεβαίως δεν είχε εκλείψει - υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να παραμεριστούν εμπόδια και να αποφευχθούν πιθανοί κλυδωνισμοί στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Επίσης, "ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος - όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Ν. Κρανιδιώτης - περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση στη Μέση Ανατολή κι έδωσε αφορμή για μια νέα αντιπαράταξη των ναυτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου" (Ν. Κρανιδιώτη: "Ανοχύρωτη Πολιτεία: Κύπρος 1960 - 1974", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος Α', σελ. 432).

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι, επομένως, απολύτως κατανοητό γιατί την πρωτοβουλία επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου για το Κυπριακό - που είχε διακοπεί με την εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών - ανέλαβε η ίδια η Ατλαντική Συμμαχία. Συγκεκριμένα, οι υπουργοί Εξωτερικών του ΝΑΤΟ με κοινό ανακοινωθέν που έβγαλαν στο πλαίσιο της διάσκεψής τους στο Λουξεμβούργο, στις 14 Ιούνη 1967, ανάμεσα στα άλλα, "εξέφρασαν την ελπίδα ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα επαναλάβουν τας συζητήσεις των επί του κυπριακού θέματος και των ελληνοτουρκικών θέσεων και ότι τούτο θα αποδώση ταχέως θετικά αποτελέσματα" (Σ. Γρηγοριάδη: "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 5ος, σελ. 153).

Το φιάσκο των συνομιλιών του Εβρου

Ο ελληνοτουρκικός διάλογος ξεκίνησε στις 9 και τελείωσε στις 10 Σεπτέμβρη του 1967 με δύο συναντήσεις που είχαν στην περιοχή του Εβρου, ο πρωθυπουργός της χούντας Κ. Κόλλιας και ο Τούρκος ομόλογός του Σ. Ντεμιρέλ. Η πρώτη συνάντηση έγινε στην τουρκική πόλη Κεσάν και η δεύτερη στην Αλεξανδρούπολη. Η χούντα των Αθηνών νόμιζε πως κρατούσε το κλειδί του Κυπριακού στο χέρι. Πατώντας στο έδαφος των προηγούμενων ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων - που είχαν γίνει από τις κυβερνήσεις του Κέντρου και περιστρέφονταν γύρω από τα ανταλλάγματα που θα έπαιρνε η Τουρκία για να αποδεχτεί την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα - μπήκαν κατευθείαν στο θέμα έχοντας την εντύπωση πως θα έφταναν σε συμφωνία μέσα σε λίγα λεπτά: "Με την Κυβέρνησιν Στεφανοπούλου - είπε ο Κόλλιας στον Ντεμιρέλ την πρώτη μέρα της συνάντησή τους στο Κεσάν - συνεζητούσατε Ενωσιν με εν αντάλλαγμα, την παραχώρησιν μιας στρατιωτικής βάσεως επί ενοικίω. Ημείς είμεθα διατεθειμένοι να δώσουμε τη βάσιν αυτήν με απόλυτον τουρκικήν κυριαρχίαν" (Σπ. Παπαγεωργίου: "Από τη Ζυρίχην εις τον Αττίλαν", εκδόσεις Γ. Λαδιά, τόμος Γ' σελ. 182). Ομως οι Τούρκοι δεν είχαν πια καμία διάθεση να συζητήσουν πάνω σ' αυτή τη βάση και απέρριψαν αμέσως οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση. Εμπειροι στην εκτίμηση των πολιτικών καταστάσεων έβλεπαν πως το καθεστώς των Αθηνών, με την υπερεθνικιστική του πολιτική υπέρ της Ενωσης, τους έδινε αρκετές ευκαιρίες να εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της ειρήνης και της ανεξαρτησίας της Κύπρου, που η χούντα, όπως άλλωστε διακήρυττε, επιδίωκε να προσαρτήσει στην Ελλάδα. Ο χρόνος δούλευε για τους Τούρκους που τώρα πια είχαν κάθε λόγο περιμένουν ως τη στιγμή που θα ήταν σε θέση να επιβάλουν μια ανοιχτή διχοτόμηση. Ετσι η συνάντηση του Εβρου κατέληξε σε φιάσκο, τελείωσε, όντως, σε λίγα λεπτά αλλά με τα αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που περίμενε το καθεστώς των συνταγματαρχών. Η συνάντηση την επομένη στην Αλεξανδρούπολη έγινε για τυπικούς αποκλειστικά λόγους και κυρίως για να κρατηθούν τα προσχήματα. Δύο μήνες μετά, μια νέα θύελλα θα σάρωνε την Κύπρο...

Διολίσθηση προς τη διχοτόμηση - ο Σάιρους Βανς στο προσκήνιο

Ο Νοέμβρη του 1967 υπήρξε μήνας αρκετά κρίσιμος για τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Πολλοί θεωρούν καθοριστικής σημασίας όσα συνέβησαν εκείνες τις μέρες στην Κύπρο και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση προς την τραγωδία της. Αλλά ας δούμε, σε συντομία, τι είχε γίνει:

Οι Τουρκοκύπριοι ελέγχανε τότε τα υψώματα Κοφίνου - Αγίου Θεοδώρου, μια στρατηγικής σημασίας τοποθεσία στην κεντρική οδική αρτηρία Λευκωσίας - Λεμεσού. Στις 14 Νοέμβρη μια αστυνομική περίπολος δέχτηκε επίθεση από τα υψώματα, εμποδίστηκε να προχωρήσει και η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε τη βοήθεια της Εθνικής Φρουράς για τη συνοδεία των αστυνομικών οργάνων στο Θύλακα Κοφίνου - Αγίου Θεοδώρου. Ο Γρίβας, διοικητής της ΑΣΔΑΚ (Ανώτατη, Στρατιωτική Διοίκηση Αμυνας Κύπρου) σε συνεννόηση με την Αθήνα συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και επιτέθηκε με βαρύ οπλισμό εναντίων των τουρκοκυπριακών θέσεων, με αποτέλεσμα να φτάσουν τα πράγματα ως τα πρόθυρα της τουρκικής εισβολής. Ισχυρές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι της Αλεξανδρέτας και η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε τον πρωθυπουργό Ντεμιρέλ να χρησιμοποιήσει στρατό έξω από τα τουρκικά σύνορα.

Για να μην προκύψουν ανεξέλεγκτες εξελίξεις κινητοποιήθηκαν ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ και όπως ήταν φυσικό το θέμα διευθετήθηκε στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ο πρόεδρος Τζόνσον έστειλε σε Αθήνα, Αγκυρα και Λευκωσία ως μεσολαβητή τον Σάιρους Βανς, που είχε διατελέσει στο παρελθόν υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ και διέθετε μεγάλη πείρα στην προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων σε δύσκολες περιοχές (είχε δράσει στην περιοχή της Κεντρικής Αμερικής, στον Παναμά και στον Αγιο Δομίνικο). Ο Βανς χωρίς καθυστέρηση πρότεινε ένα σχέδιο απεμπλοκής από την κρίση που περιλάμβανε τέσσερα σημεία: την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, την έναρξη ελληνοτουρκικού διαλόγου, τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και την αριθμητική μείωση της αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η χούντα δέχτηκε αμέσως το σχέδιο Βανς - τουλάχιστον ως προς τους δύο πρώτους όρους που την αφορούσαν άμεσα - ενώ ο Μακάριος το απέρριψε κατηγορηματικά. Ετσι η ελληνική μεραρχία έφυγε οριστικά από την Κύπρο.

Πολλοί θεωρούν την επιχείρηση Κοφίνου σαν προβοκάτσια, στημένη από τη χούντα και τους Αμερικανούς, που αποσκοπούσε να προκαλέσει την τουρκική αντίδραση ώστε να αποσυρθεί η μεραρχία από την Κύπρο για να μείνει αυτή ανυπεράσπιστη απέναντι στην Τουρκία. Η εν λόγω άποψη κυριάρχησε στις συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο αρχηγών στην ελληνική Βουλή, το Φλεβάρη του 1986, σχετικά με το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου και ενισχύθηκε από τις καταθέσεις του Κ. Κόλλια και Γ. Παπαδόπουλου στην ανακριτική κοινοβουλευτική επιτροπή (Κ. Κάππου: "Εγκλημα εναντίον της Κύπρου, εκδόσεις "Γνώσεις", σελ. 41-47). Αναμφίβολα, αν κρίνει κανείς και από τη συνέχεια που είχαν τα πράγματα, οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν πια την ελληνική μεραρχία στην Κύπρο γιατί λόγω του όγκου της και του χαρακτήρα της ως μια μεγάλη μονάδα του ελληνικού στρατού, θα ήταν ισχυρή αιτία για έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, εάν και εφόσον επιλεγόταν κάποια στιγμή η λύση της τουρκικής εισβολής για τη διχοτόμηση του νησιού. Εχει πάντως σημασία να σημειωθεί ότι με την αποχώρηση της μεραρχίας η τουρκοκυπριακή πλευρά, έχοντας την έγκριση της Τουρκίας και των ΗΠΑ προχώρησε σε μια σαφή διχοτομική ενέργεια: Συγκρότησε "Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση" στην Κύπρο - με καταστατικό χάρτη (κάτι σαν σύνταγμα) - που λειτούργησε μάλιστα αποτελεσματικά και οργάνωσε τους Τουρκοκυπρίους πολιτικά, οικονομικά κοινωνικά, θέτοντας τις βάσεις για ό,τι έμελλε να επακολουθήσει (βλέπε αναλυτικά: Ν. Κρανιδιώτη: "Ανοχύρωτη Πολιτεία: Κύπρος 1960 - 1974", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος Α', σελ. 495-498).

Η διολίσθηση προς την ανοιχτή διχοτόμηση είχε αρχίσει, πια, να μπαίνει σε πολύ επικίνδυνη φάση.

Γ. Π.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ