Τον Ιούνη του 1964, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, κλήθηκαν στην Ουάσιγκτον για διαβουλεύσεις πάνω στο Κυπριακό, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού. "Ηταν τότε μια περίοδος - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - που η ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή είχε ανατραπεί υπέρ των Ρώσων και η Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ υφίστατο δεινή δοκιμασία εξαιτίας της ελληνοτουρκικής κρίσης. Ενας ανοιχτός πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα εκλόνιζε τη στιγμή εκείνη το ΝΑΤΟ και θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στα αμερικανικά συμφέροντα στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Για να αποσοβήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, επενέβη τότε δραστήρια ο Λευκός Οίκος και το Αμερικανικό Πεντάγωνο". Με την παρέμβασή τους αυτή, οι Αμερικανοί επιχείρησαν να εντάξουν το Κυπριακό στα ΝΑΤΟικά πλαίσια, να το αποσπάσουν από τον ΟΗΕ, να το αποδιεθνοποιήσουν και να το καταστήσουν ελληνοτουρκική διαφορά (βλέπε: Ν. Κρανιδιώτη: "Ανοχύρωτη Πολιτεία, Κύπρος 1960 - 1974", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος Α' σελ. 190 και 198).
Ο Γ. Παπανδρέου - συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Στ. Κωστόπουλο, τον αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού και γιο του Ανδρέα Παπανδρέου, τον διευθυντή του διπλωματικού του γραφείου Ι. Σωσίδη και τον ιδιαίτερο γραμματέα του Α. Μοθωνιό - έφτασε στην Ουάσιγκτον στις 23/6/1964 κι από την επομένη άρχισε έναν ευρύ κύκλο συναντήσεων και συζητήσεων γύρω από το Κυπριακό με κορυφαίους Αμερικανούς αξιωματούχους προεξέχοντος του Προέδρου Τζόνσον. Οι συναντήσεις αυτές έχουν περάσει στην ιστοριογραφία μυθοποιημένες. Στόχος δε αυτής της μυθοποίησης ήταν - και παραμένει για όσους ακόμη και στις μέρες μας καταφεύγουν σ' αυτήν - να φτιαχτεί για το Γ. Παπανδρέου μια εικόνα που δεν την είχε ποτέ και που αν υποτεθεί ότι την είχε κάποτε, την έχασε οριστικά στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και της μεταπελευθερωτικής περιόδου: Πρόκειται για την εικόνα του εθνικού - λαϊκού ηγέτη που πάνω απ' όλα έβαζε το συμφέρον της πατρίδας, του μεγάλου πατριώτη που υπερασπίστηκε την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, που δε δέχτηκε τάχα να υποταχτεί στις απαιτήσεις των Αμερικανών και που δήθεν αντιτάχθηκε στα σχέδιά τους. Βεβαίως, ουδέν αναληθέστερον τούτων των ισχυρισμών. Ο Γ. Παπανδρέου δε διανοούνταν μια λύση του Κυπριακού έξω από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Γι' αυτό στις συναντήσεις του στην Ουάσιγκτον, εκτός από ορισμένες κορόνες που ξεστόμισε, δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να αποδεχτεί πλήρως τους αμερικανικούς σχεδιασμούς για το Κυπριακό, προσαρμόζοντας οποιαδήποτε διεκδίκηση επί του θέματος αυστηρά μέσα στο αμερικανονατοϊκό πλαίσιο. Ετσι, δέχτηκε να αρχίσουν αμέσως έμμεσες ελληνοτουρκικές συνομιλίες για το θέμα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών και υπό την τυπική ομπρέλα του ΟΗΕ, για να τηρούνται και τα προσχήματα (βλέπε πρακτικά των συνομιλιών που είχε ο Γ. Παπανδρέου στις ΗΠΑ στο: Π. Πετρίδη: "Ο Γεώργιος Παπανδρέου και το Κυπριακό ζήτημα 1954 - 1965", εκδόσεις "University Studio Press", σελ. 233 - 270).
Οι έμμεσες ελληνοτουρκικές συνομιλίες άρχισαν στη Γενεύη στις αρχές Ιούλη του 1964. Και ήταν έμμεσες γιατί οι δύο πλευρές δε θα έρχονταν σε απευθείας συζητήσεις. Ολος ο διάλογος θα διεξαγόταν μέσω τρίτων και ειδικότερα μέσω των Αμερικανών. Να πώς: Βάσει των όσων είχαν συμφωνηθεί λίγες μέρες πριν στην Ουάσιγκτον, οι συνομιλίες διεξάγονταν τυπικά υπό την αιγίδα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Επικεφαλής των συνομιλιών ήταν ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Φινλανδός διπλωμάτης Σακάρι Σεβέρι Τουομιόγια. Ομως επειδή, δήθεν, αυτός δε θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος των εργασιών μόνος του, κανονίστηκε να πάρει για βοηθό του τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον. Ετσι και έγινε. Ο Ντ. Ατσεσον έφτασε στη Γενεύη στις 5 Ιούλη του 1964 κι αμέσως έγινε ο κύριος ρυθμιστής όλου του διαλόγου, πλαισιωμένος από τον Ελληνα αντιπρόσωπο πρεσβευτή Δ. Νικολαρεϊζη, τον Τούρκο αντιπρόσωπο καθηγητή Ερίμ και τον Βρετανό παρατηρητή λόρδο Χουντ, ειδικό απεσταλμένο του Φόρεϊν Οφφις, με αποστολή την προστασία των βρετανικών συμφερόντων.
Στο διάστημα Ιούλη - Αυγούστου 1964 ο Ντιν Ατσεσον υπέβαλε δύο σχέδια για τη λύση του Κυπριακού. Και τα δύο προωθούσαν τη διχοτόμηση της Κύπρου. Το πρώτο προέβλεπε την "ένωση" της Νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής - μεταξύ άλλων - βασικές προϋποθέσεις:
- Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.
- Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν δηλαδή ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.
- Να συσταθεί διεθνής επιτροπή διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν τα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων (Βλέπε: Ν. Κρανιώδη: "Ανοχύρωτη Πολιτεία", τόμος Α' σελ. 213 - 216, "Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού, εκδόσεις "Θεμέλιο", σελ 25, Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον εμφύλιο στη Χούντα", τόμος Ε' σελ. 36 - 38 κ.ά.).
Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της Κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα. "Μου χαρίζουν μια πολυκατοικία και μου ζητούν ένα ρετιρέ" συνήθιζε να λέει ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος, όπως φαίνεται σε επιστολή του προς τον Ατσεσον (με ημερομηνία 22/8/1964) θα προτιμούσε να εκμισθωθεί από την Τουρκία - αντί να της δοθεί κατά κυριαρχία - η περιοχή της Καρπασίας. "Δεχόμεθα - γράφει - επίσης να εκμισθώσουμε στην Τουρκία μια περιοχή, για μια λογική περίοδο, για την εγκατάσταση μιας τουρκικής βάσης". Παράλληλα, από ελληνικής πλευράς αντιπροτείνεται αυτή την περίοδο - όπως προκύπτει από πλήθος πηγών και από τα βρετανικά αρχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας - ακόμη και η παραχώρηση του Καστελόριζου στην Τουρκία, εφόσον η τελευταία συνηγορούσε στην Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Τελικά, ο Ατσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:
- Η περιοχή της Καρπασίας - μειωμένη, όμως, έκταση σε σχέση με αυτή που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο - να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.
- Αντί για δημιουργία Τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ. (Ν. Κρανιώδη: "Ανοχύρωτη Πολιτεία", τόμος Α', σελ. 217 - 218, "Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού", εκδόσεις "Θεμέλιο", σελ 29 - 30, Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον εμφύλιο στη Χούντα", τόμος Ε' σελ. 51 - 52 κ.ά.). Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον αλλά το απέρριψε η Τουρκία.
Τελικά οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη υπό την αιγίδα των Αμερικανών έφτασαν σε αδιέξοδο και για το λόγο ότι μέσα στο μήνα Αύγουστο του '64 σημειώνονται ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή Τυλληρίας της Κύπρου, με πρωταγωνιστή τον Γρίβα, που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε ελληνοτουρκική σύγκρουση αν ληφθεί υπόψη ότι η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε κωμοπόλεις και χωριά της Μεγαλονήσου. Πάντως, πριν την οριστική κατάρρευση των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων στη Γενεύη υπό τον Ατσεσον, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να επιβάλουν δυναμικά τα διχοτομικά σχέδιά τους. Συγκεκριμένα, έπεισαν την Αθήνα - που γι' αυτό το λόγο έστειλε τον υπουργό Αμυνας Π. Γαρουφαλιά στις 20/8/1964 στη Λευκωσία - να προωθήσει σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου - Ελλάδας. Η πραξικοπηματική αυτή ένωση θα γινόταν πραγματικότητα ύστερα από ταυτόχρονη σχετική απόφαση των Κοινοβουλίων των δύο χωρών. Ομως οι Αμερικανοί δε σταμάτησαν εδώ. Ενημέρωσαν την Τουρκία για το ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης και την κάλεσαν να είναι έτοιμη μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε (Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 56 - 62 κ.ά.). Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι τελικά Αθήνα και Λευκωσία, φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της πραξικοπηματικής ένωσης, που θα είχε ως προαποφασισμένο αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση.
Μετά την κατάρρευση των προαναφερόμενων αμερικανικών σχεδίων και μέχρι την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, το Κυπριακό γνώρισε διάφορες φάσεις στην εξέλιξή του. Στα πλαίσια του ΟΗΕ σημαντικές ήταν οι επιτυχίες - προς την κατεύθυνση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης με πλήρη σεβασμό του ενιαίου και αδιαίρετου της Κυπριακής Δημοκρατίας - όπως η έκθεση που κατέθεσε στον Οργανισμό, το Μάρτη του '65, ο αντικαταστάτης του αποθανόντος Τουομιόγια, Γκάλο Πλάζα. Ο Πλάζα στην έκθεσή του υποστήριζε τη δημιουργία ενός ενιαίου και ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής πλευράς, αποκλείοντας κάθε διχοτομική λύση ή τη λύση της ένωσης της νήσου με την Ελλάδα (βλέπε αναλυτικά αποσπάσματα της έκθεσης: Ν. Κρανιδιώτης: "Ανοχύρωτη Πολιτεία", στο ίδιο, σελ. 278 - 286). Ομως, η ελληνική πλευρά δεν αξιοποίησε την έκθεση αυτή. Πέραν των πολιτικών εξελίξεων που συνέβησαν στη χώρα το 1965, πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυρίαρχες ελληνικές πολιτικές δυνάμεις δεν είχαν καμία διάθεση να να αναζητήσουν λύσεις στο Κυπριακό έξω από το αμερικανονατοϊκό πλαίσιο. Ετσι η κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου (η μόνη κυβέρνηση που μπόρεσε να κρατηθεί από τις τότε κυβερνήσεις που εναλλάσσονταν σε σύντομα χρονικά διαστήματα στην περίοδο 1965 - 67), επιστρέφοντας στη λογική των σχεδίων Ατσεσον - κι έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του υπόλοιπου αστικού πολιτικού κόσμου - ξεκίνησε έναν απευθείας διάλογο με την Τουρκία για το Κυπριακό, επιδιώκοντας την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα στη βάση κάποιων ανταλλαγμάτων που θα παραχωρούνταν προς την τουρκική πλευρά. Ταυτόχρονα - και για να έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης - κατέστησε τον Γρίβα γενικό δερβέναγα του Νησιού, διορίζοντάς τον διοικητή όλων των στρατιωτικών δυνάμεων που έδρευαν εκεί.
Η λογική εξεύρεσης λύσης του Κυπριακού στο προαναφερόμενο πλαίσιο συνεχίστηκε και επί χούντας, πολλαπλασιάζοντας τα δεινά του λαού της Μεγαλονήσου.
Γ. Π.
Στο επόμενο: Το Κυπριακό στα χρόνια της χούντας