"Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο". Με αυτή τη σοφιστεία προσπαθεί ο υπουργός Γεωργίας να εμφανίσει σαν επιτυχία την πρόσφατη κατ' αρχή συμφωνία για την ΚΑΠ που θα εφαρμοστεί στα πλαίσια της "Ατζέντας 2000" στην επταετή περίοδο 2000-2006.
Βασικό στοιχείο της "επιτυχίας" αυτής ο υπουργός Γεωργίας και η κυβέρνηση θεωρούν το πρόσθετο δημοσιονομικό όφελος για τη χώρα μας, το οποίο το υπολογίζουν στα 150 εκατ. ΕΥΡΩ ή σε 52,8 δισ. δραχμές.
Ο υπολογισμός, όμως, αυτός είναι κάλπικος και επιλεκτικός γιατί βασίζεται μόνο στις επιδοτήσεις και δεν παίρνει υπόψη του τις μειώσεις των τιμών των αντίστοιχων προϊόντων, που είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αυξήσεις των επιδοτήσεων, με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα για τους αγρότες να είναι αρνητικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα δημητριακά, στα οποία η επιδότηση αυξήθηκε κατά 12 ΕΥΡΩ/τόνο (από 54 σε 66 ΕΥΡΩ/τόνο) ενώ η τιμή μειώθηκε κατά 24 ΕΥΡΩ/τόνο (από 119,19 σε 95,19 ΕΥΡΩ/τόνο).
Με βάση το συνολικό ύψος της παραγωγής δημητριακών (σιτάρι σκληρό - μαλακό, κριθάρι, βρόμη και καλαμπόκι) της χώρας μας, που ανέρχεται στα 4.500.000 τόνους περίπου, το δημοσιονομικό όφελος της χώρας μας, δηλαδή τα επιπλέον κοινοτικά κονδύλια που θα έρθουν στη χώρα μας και θα διατεθούν στους αγρότες, από την αύξηση των επιδοτήσεων ανέρχονται στα 54 εκατ. ΕΥΡΩ (4.500.000 τόνοι επί 12 ΕΥΡΩ/τόνο = 54.000.000 ΕΥΡΩ) ή 19 δισ. δραχμές. Οι αγρότες όμως που θα πάρουν αυτά τα επιπλέον ποσά από τις επιδοτήσεις, θα χάσουν διπλάσια από τη μείωση της τιμής και συγκεκριμένα 108 εκατ. ΕΥΡΩ (4.500.000 τόνοι επί 24 ΕΥΡΩ/τόνο = 108.000.000 ΕΥΡΩ) ή 38 δισ. δραχμές, με συνέπεια η συνολική απώλεια να ανέλθει στα 54 εκατ. ΕΥΡΩ ή 19 δισ. δραχμές. Στον όρο, όμως, "δημοσιονομικό όφελος της χώρας" που χρησιμοποιεί ο υπουργός Γεωργίας και δίνει την εντύπωση ότι οι αγρότες βγήκαν κερδισμένοι από αυτή τη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται μόνο η αύξηση των επιδοτήσεων και όχι η μείωση των τιμών, με αποτέλεσμα τα κονδύλια που παίρνει η χώρα μας από την ΕΕ για τα δημητριακά να εμφανίζονται μεγαλύτερα, αλλά οι τελικές συνέπειες για τους αγρότες να είναι αρνητικές.
Η κατ' αρχήν συμφωνία των υπουργών Γεωργίας συμφέρει την ΕΕ, επειδή μειώνονται τα κονδύλια του κοινοτικού προϋπολογισμού για τα δημητριακά, παρ' όλο που αυξάνονται οι επιδοτήσεις. Και αυτό γιατί με τη μείωση των τιμών καταργείται στην πράξη η παρέμβαση που στήριζε τις υψηλότερες τιμές και κόστιζε μεγαλύτερα ποσά στην ΕΕ από την αύξηση των επιδοτήσεων.
Το παράδειγμα των σιτηρών ισχύει και για το βοδινό κρέας. Θα ισχύσει και για τα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα με την αλλαγή των κανονισμών τους με αποτέλεσμα η κατ' αρχήν συμφωνία των υπουργών Γεωργίας να μειώνει δραστικά τις δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού, που αποτελούσε στόχο της Γερμανίας. Να φορτώνει τις μειώσεις αυτές στους αγρότες που είναι τα θύματα αυτής της συμφωνίας και ταυτόχρονα να αξιοποιείται από το υπουργείο Γεωργίας και την κυβέρνηση στην προσπάθειά τους να εξαπατήσουν τους αγρότες και την κοινή γνώμη.
Επειδή όμως το "ψέμα έχει κοντά ποδάρια", πολύ σύντομα οι μικρομεσαίοι αγρότες θα καταλάβουν το περιεχόμενο και το χαρακτήρα αυτής της συμφωνίας. Αλλωστε, έχουν πια πολύχρονη αρνητική εμπειρία από τέτοιου είδους κυβερνητικές "επιτυχίες", με αποτέλεσμα όσο περισσότερα κυβερνητικά πανηγύρια βλέπουν και ακούνε, τόσο μεγαλύτερα δεινά περιμένουν.
Τα τελευταία όμως χρόνια οι μικρομεσαίοι αγρότες έχουν καταλάβει ότι με τους αγώνες τους μπορούν να αποτρέψουν τις πολιτικές που τους ξεκληρίζουν. Και ο καλύτερος τρόπος συνέχισης και ενίσχυσης αυτών των αγώνων είναι η καταδίκη στις Ευρωεκλογές της κυβέρνησης και των κομμάτων που συμφωνούν με την "Ατζέντα 2000" και θεωρούν μονόδρομο την ΕΕ και η ενίσχυση του ΚΚΕ που η πολιτική του είναι πολιτική σύγκρουσης και ρήξης με την ΕΕ και όχι πολιτική εξωραϊσμού και υποταγής.
Γ. Σ.