Ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη ο όγκος των καταναλωτικών πιστώσεων, αγγίζοντας τον Αύγουστο του 1996 τα 500 δισ. δρχ., έναντι 230 δισ. δρχ. το Γενάρη του 1995!
Χρυσές δουλιές κάνουν οι τράπεζες εκμεταλλευόμενες τις ανάγκες των εργαζομένων που προκαλεί η πολυετής πολιτική λιτότητας και το καθεστώς της απελευθέρωσης των τραπεζών από κάθε περιορισμό και στον τομέα της λεγόμενης καταναλωτικής πίστης. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τομέας των καταναλωτικών δανείων, που από τον καιρό της απελευθέρωσης (1993) και μετά, παρουσιάζει εκρηκτικές διαστάσεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το συνολικό χρέος των νοικοκυριών από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε ενάμισι μόλις χρόνο και τετραπλασιάστηκε σε διάστημα δυόμισι χρόνων! Τον Αύγουστο του 1996 τα ανεξόφλητα υπόλοιπα στις τράπεζες άγγιξαν τα 500 δισ. δρχ. έναντι 230 δισ. δρχ. στις αρχές του 1995 και 128 δισ. δρχ. στις αρχές του 1994.
Οι συγκεκριμένοι αριθμοί δε θα ενδιέφεραν τόσο, αν η άσκηση της οικονομικής - και ειδικότερα της νομισματικής - πολιτικής έμενε ανεπηρέαστη από την εξέλιξή τους. Η αλματώδης άνοδος των καταναλωτικών πιστώσεων είναι ο βασικότερος παράγοντας που τροφοδοτεί την αποκαλούμενη "πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα", η οποία "τρέχει" με ρυθμούς γύρω ή και αρκετά πάνω από το 20% και διογκώνει τη ζήτηση - έστω και αν αυτή είναι ουσιαστικά στο μεγαλύτερο μέρος της τεχνητή - επομένως ενισχύει και τις πληθωριστικές πιέσεις. Εννοείται ότι δεν υπάρχει - και δεν μπορεί να υπάρξει - με το υφιστάμενο καθεστώς της απελευθερωμένης αγοράς, οποιαδήποτε παρέμβαση από μέρους της κυβέρνησης (ενώ όταν είναι, ας πούμε, για τη συγκράτηση των μισθών...), παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κι εκεί... με ρέγουλα. Οπως έγινε για παράδειγμα το περασμένο καλοκαίρι, που η Τράπεζα της Ελλάδος έλαβε κάποια μέτρα περιορισμού της αύξησης των καταναλωτικών πιστώσεων (αυστηρότεροι όροι χορήγησης κλπ.), χωρίς όμως να αποδώσουν όσο θα έπρεπε, αφού και μετά τα μέτρα ο ρυθμός αύξησής τους ήταν στο τέλος του 1996 18,6%. Η οικονομία, με τη βοήθεια των οικονομούντων αυτής της χώρας, βγαίνει χαμένη από την έξαρση των καταναλωτικών δανείων και την αλόγιστη χρήση "πλαστικού χρήματος".
Φυσικά, αυτό δεν ενδιαφέρει καθόλου τους τραπεζίτες, που με συνοπτικές διαδικασίες ικανοποιούν τις επιθυμίες των πελατών τους, εφόσον πληρούν κάποια τυπικά κριτήρια φερεγγυότητας. Στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης κατάστασης συμβάλλει η ανυπαρξία ελέγχων ή περιορισμών από την κεντρική τράπεζα - πάντα μέσα στα πλαίσια της "απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος". Τα πολύ υψηλά επιτόκια καταναλωτικών δανείων (που διατηρούνται σε τριπλάσιο σχεδόν ύψος από τα επιτόκια καταθέσεων), σε συνδυασμό με την τεράστια ζήτηση για δάνεια αυτής της μορφής, αποτελούν στην κυριολεξία χρυσωρυχείο για τις πιστώτριες τράπεζες.
Σχετικά με το "προφίλ" των δανειοληπτών, τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι υπάρχουν δυο βασικές κατηγορίες, δυσδιάκριτες πολλές φορές μεταξύ τους. Οι περισσότεροι προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών ελλείψει "ρευστού". Αλλοι, ακόμα και αν δε βρίσκονται σε "δεινή" οικονομική κατάσταση, παρασύρονται από τις διαφημίσεις και το βομβαρδισμό προτύπων που έχουν αποτέλεσμα τη δημιουργία δήθεν αναγκών που πρέπει οπωσδήποτε να ικανοποιηθούν. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα εξής:
Βασίλης ΡΑΓΙΑΣ