Κυριακή 1 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23

Η θυσία της Μαργαρίτας Γκοτιέ
Ηθική ανύψωση ή καλοστημένη παγίδα;

Η τελευταία φράση του Αλέξανδρου Δουμά, υιού, σφραγίζει την αφήγηση της "Κυρίας με τας καμελίας" ως εξής: "Η ιστορία της Μαργαρίτας αποτελεί εξαίρεση. Αν ήταν κάτι γενικό, δε θα άξιζε τον κόπο να καταγραφεί". Ο συγγραφέας ταυτίζει λογοτεχνικότητα και κοινωνική πραγματικότητα, εξαιρώντας μολαταύτα την ηρωίδα του από το πλήθος, για να δημιουργήσει το αρχέτυπο της αγνής πόρνης, όπως μας την παραδίδει ο 19ος αιώνας, σ' ένα Παρίσι που κατοικείται από την αθλιότητα των ταπεινών και από τη διαφθορά της υψηλής κοινωνίας. Ο ρεαλισμός του Δουμά υιού μεταφέρει τον αναγνώστη σε κειμενική σκηνή, που εκλαμβάνεται ως κοινωνική και περιγράφει έναν ιστορικό περίγυρο, στον οποίο οι μυθιστορηματικοί ήρωες προσδίδουν συγκινησιακές - βιωματικές λειτουργίες.

Η Μαργαρίτα Γκοτιέ γεννιέται, άλλωστε, από τη "συνάντηση" της Μαρί Ντιπλεσίς, της μοιραίας πόρνης που ερωτεύτηκε παράφορα ο συγγραφέας, και της Μανόν Λεσκό, της ηρωίδας του Αβά Πρεβό, στην οποία οφείλουν πολλά η Μαργαρίτα και ο Αρμάνδος της "Κυρίας με τας καμελίας". Η Μανόν Λεσκό αναφέρεται συχνά στο μυθιστόρημα του Δουμά, αναγόμενη σε σημείο τριβής μεταξύ του συγγραφέα και των ηρώων του, αλλά και μεταξύ της Μαργαρίτας και του αγαπημένου της Αρμάνδου. Ο Δουμάς εφευρίσκει μια ιδιάζουσα αφηγηματική τεχνική, μέσω της παρουσίας στο μυθιστόρημά του ενός άλλου μυθιστορήματος, που λειτουργεί ως λυδία λίθος για τον ίδιο και για τους ήρωές του. Ο ρεαλισμός του στηρίζεται στο παράδειγμα, που αποτελούν δυνητικά η Μανόν Λεσκό για την Μαργαρίτα Γκοτιέ και ο Ντε Γκριέ για τον Αρμάνδο Ντιβάλ. Εξάλλου, ο Αρμάνδος χάρισε στην Μαργαρίτα το μυθιστόρημα του Πρεβό, γράφοντας αυτή την παράδοξη αφιέρωση: "Η Μανόν στη Μαργαρίτα, ταπεινοφροσύνη".

Οταν δε ο πατέρας του Αρμάνδου ζητάει από το γιο του να εγκαταλείψει την αγαπημένη του, χρησιμοποιεί το παράδειγμα προς αποφυγήν του ήρωα του Πρεβό: "Κάθε Μανόν μπορεί να δημιουργήσει έναν Ντε Γκριέ". Και ο Αρμάνδος απαντά: "Δεν υπάρχουν πλέον τα νησιά, όπου εξόριζαν τις πόρνες. Αν υπήρχαν, θα ακολουθούσα τη δεσποινίδα Γκοτιέ".

Η εκδοτική ...πραγματικότητα της λογοτεχνίας

Η εκδοτική πραγματικότητα λειτουργεί ως μέτρο συχνογραφικής αναδύσεως του φαινομένου της πορνείας στη λογοτεχνία, με αποτέλεσμα την αναγωγή ενός κοινωνικού μορφώματος σε ανοιχτό πεδίο ασκήσεως παραδειγματικών μεγεθών. Η μυθοπλαστική δύναμη της λογοτεχνίας επιτρέπει τη συνολική θεώρηση ενός φαινομένου, είτε περιγραφικά διά της ιστοριογραφικής αναλύσεως της πορείας του, είτε δι' αποδομιστικών ενεργειών, που οδηγούν στη βαθμίδα μηδέν μιας διαχρονικής οντικής πραγματικότητας.

Εντούτοις, η λογοτεχνία είναι μία πραγματικότητα, η ιστορία και η κοινωνιολογική της υπόσταση είναι μία άλλη. Οι λογοτεχνικοί ήρωες εκφράζουν και ενσαρκώνουν ανθρωπολογικές ποιότητες, ζω-γραφίζουν τη φασματική ουσία της καθημερινότητας και, παράλληλα, προκρίνουν το σημείο εκείνο, που επιτελεί την υπέρβαση με παγκόσμιο απότοκο το όντως Ον. Δι' αυτού χαράσσεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ διαφορών στον πυρήνα μιας ενιαίας ειδοποιού διαφοράς στις εκφράσεις του εξ-αιρετικού.

Ως κοινωνικό φαινόμενο, η πορνεία μεταφέρεται στο έργο του Δουμά υιού μετουσιωμένη από τη συμπάθεια του συγγραφέα για τα φτωχά πλάσματα ενός κατώτερου θεού. Ο ίδιος υπήρξε νόθος γιος του δημιουργού των "Τριών σωματοφυλάκων" και μιας ενάρετης πλύστρας, της Κατρίν Λαμπέ. Οι περιθωριακές συντεταγμένες της ζωής των γυναικών, που ζουν χάρη στο όμορφο κορμί τους, προκαλούν στον Δουμά υιό τον οίκτο και ένα είδος κατανοήσεως σύμφυτης προς το οικείο οικογενειακό του παρελθόν. Ομως, δεν είναι μόνο αυτό. Ο 19ος αιώνας, χαίνουσα πληγή για τις λιγότερο ευνοημένες κοινωνικές τάξεις, ευνοεί τις ζυμώσεις, που θα οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση της κοινωνικής αντινομίας. Από αυτήν θα ξεπηδήσει ο επαναστατημένος άνθρωπος, έτοιμος να αγωνιστεί για την υπόθεση της πάλης των τάξεων. Η μορφή της πόρνης, στην πάλη αυτή, κλιμακώνει - αν όχι τη σύγκρουση στο πλαίσιο ενός δυνάμει υπάρχοντος φεμινιστικού κινήματος - την αντιπαράθεση, που τοποθετεί τους αδύνατους απέναντι στους δυνατούς.

Η Μαργαρίτα Γκοτιέ ενσαρκώνει, στο μικρόκοσμο του μυθιστορήματος του Δουμά, τη ρομαντική ιδεολογία που κινεί τα νήματα των πράξεων της ηρωίδας, από το τελευταίο σκαλοπάτι της υποτέλειας στον καλομαθημένο εαυτό της και, συνεπώς, στον εραστή της στιγμής, που πληρώνει τα καπρίτσια της για να ικανοποιήσει τα βίτσια του.

Ο Αρμάνδος Ντιβάλ συναντά την Μαργαρίτα σε ένα θέατρο και θαμπώνεται από τη γοητεία της. Το ενδιαφέρον του γίνεται γρήγορα έρωτας και πάθος. Αλλά και η συμπάθεια που νιώθει στην αρχή η Μαργαρίτα για τον Αρμάνδο δεν αργεί να μεταβληθεί σε αληθινό έρωτα. Ωστόσο, μέχρις ότου η Μαργαρίτα δοθεί ολοκληρωτικά και οριστικά στην αγάπη του Αρμάνδου, προσπαθεί να αντισταθεί, γνωρίζοντας ίσως το κόστος του εξαγνισμού, σε μια κοινωνία που δε συγχωρεί εύκολα, ανίκανη να δει τις ρίζες της αμαρτίας, που πολλαπλασιάζεται από τη φτώχεια και την αθλιότητα. Η Μαργαρίτα δεν είναι ένας εωσφορίζων πεπτωκώς άγγελος. Η κάστα της καλλιεργήθηκε στα μικρά απομονωμένα χωριά της επαρχίας, στα κρύα προάστια του Παρισιού και στις σκοτεινές συνοικίες της Πόλης του Φωτός. Η μάνα της πέθανε από αρρώστια των πνευμόνων, αφήνοντας κληρονομιά στην όμορφη κόρη της την ίδια "επάρατο νόσο". Η Μαργαρίτα είναι ήδη άρρωστη, όταν γνωρίζει τον Αρμάνδο. Η αγάπη του την κάνει να ελπίζει στο θαύμα. Ομως, ο δρόμος προς την ηθική ανάληψη περνάει από την τιμωρία, που προσλαμβάνει νομοτελειακό χαρακτήρα: Σαν μια αναγκαία συνθήκη ανάμεσα στον αμαρτωλό που τολμά να ζητήσει συγνώμη και στη θεσμικά οργανωμένη κοινωνία που λειτουργεί βάσει υποκριτικής ηθικής. "Οταν ο θεός επιτρέπει την αγάπη σε μια πόρνη, αυτή η αγάπη, που στην αρχή μοιάζει με συχώρεση, αποβαίνει σχεδόν πάντα η τιμωρία της", παρατηρεί ο συγγραφέας. Η Μαργαρίτα σηκώνει ολομόναχη το σταυρό του μαρτυρίου, αποφασισμένη να υποστεί την καταδίκη της. Ούτως ή άλλως, η κοινωνία που τη θανατώνει τώρα την είχε προ πολλού αμετάκλητα εξορίσει στην άγονη γη του πληρωμένου έρωτα. Η ίδια, σε μια εκ βαθέων εξομολόγησή της στον Αρμάνδο, ξεχωρίζει τα σημεία εκείνα που συνθέτουν το τραγικό της υπάρξεώς της, καθώς και όλων των γυναικών που της μοιάζουν: "Δεν έχουμε φίλους. Εχουμε εραστές, που ξοδεύουν μια περιουσία, όχι για μας, αλλά για τη ματαιοδοξία τους. Μας απαγορεύεται να έχουμε καρδιά. Δεν είμαστε ανθρώπινα όντα, είμαστε πράγματα". Οι τραγικές αυτές διαπιστώσεις παίρνουν διαστάσεις καταγγελίας και καταξιώνουν την "Κυρία με τας καμελίας" σε κοινωνικό ντοκουμέντο, που υπερβαίνει την ερωτική ιστορία ανάμεσα σε μια πόρνη και σε έναν αστό, εκπρόσωπο του κατεστημένου.

Μια θυσία, παγίδα του κατεστημένου

Αν θεωρήσουμε τον Αρμάνδο Ντιβάλ υποκείμενο μιας δράσεως υπαγορευμένης από την αγάπη που ζητεί τα εαυτοίς, τότε η αναπόφευκτη σύγκρουση με το σύστημα αξιών της καθεστηκυίας τάξεως εστιάζεται στην πόρνη. Η Μαργαρίτα εξαγνίζεται, όμως η πορεία προς την εξιλέωση δημιουργεί αλυσιδωτές συγκρούσεις. Στο Παρίσι, η πόρνη είναι γνωστή σε πρώην και σε δυνάμει μελλοντικούς εραστές. Οι δύο ερωτευμένοι βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο στην εξοχή, όπου κανείς δε γνωρίζει το παρελθόν της Μαργαρίτας. Εκεί, όπως εξομολογείται ο Αρμάνδος στον Αλέξανδρο Δουμά μετά το θάνατο της Μαργαρίτας "Η "πολυτελής" πόρνη εξαφανιζόταν σιγά σιγά. Είχα δίπλα μου μια νέα γυναίκα, όμορφη, που την αγαπούσα και μ' αγαπούσε και που την έλεγαν Μαργαρίτα: Ο ήλιος φώτιζε την αγαπημένη μου, όπως θα φώτιζε την πιο αγνή αρραβωνιαστικιά". Οι μήνες στην εξοχή ήταν ο μόνος επίγειος παράδεισος που γνώρισε η Μαργαρίτα, το μόνο διάλειμμα στις δυστυχίες της. Σύντομα, η κατάσταση μεταβάλλεται εχθρικά, όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο ο κ. Ντιβάλ πατήρ, για να θυμίσει στη Μαργαρίτα αυτό που υπήρξε και αυτό που εξακολουθεί να είναι στα μάτια του κόσμου. Αν και διαισθάνεται την αληθινή αγάπη της για τον Αρμάνδο, απαιτεί την απομάκρυνσή της από το γιο του. Τα επιχειρήματά του ατράνταχτα: Ο Αρμάνδος έχει το μέλλον μπροστά του και ένα άσπιλο όνομα, που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Εκτός αυτού, ο κ. Ντιβάλ έχει μια κόρη της παντρειάς. Η οικογένεια του μέλλοντος γαμπρού θέλει να συμπεθεριάσει με ανάλογη χρηστών ηθών οικογένεια: "Το μέλλον ενός παιδιού, που δε σας έκανε τίποτα και που έχει το δικαίωμα να ελπίζει, βρίσκεται στα χέρια σας". Σ' αυτά τα λόγια, η καρδιά της Μαργαρίτας γίνεται κομμάτια μαζί με όλες τις αντιστάσεις της. Σέβεται τον κ. Ντιβάλ και σκέφτεται την κόρη και το γάμο της. Η Μαργαρίτα Γκοτιέ έχει αφήσει πολύ μακριά πίσω της την πόρνη πολυτελείας. Εχει ανυψωθεί σε σφαίρες, που δεν είναι εύκολο στον απλό άνθρωπο να διεισδύσει. Μόνο η ίδια μπορεί, μετά το θάνατό της, να εξηγήσει στο τελευταίο της γράμμα στον Αρμάνδο: "Οταν σκεφτόμουν ότι μια μέρα αυτός ο γηραιός κύριος, που με εκλιπαρούσε για το μέλλον του γιου του, θα έλεγε στην κόρη του να αναφέρει το όνομά μου στις προσευχές της, μεταμορφωνόμουν και ένιωθα υπερήφανη για τον εαυτό μου". Η ηθική αυτή ανύψωση της πόρνης, το πλησίασμά της τόσο κοντά στην αγιοσύνη, η αυταπάρνησή της και τα συναισθήματα αλληλεγγύης για μια άγνωστη, στοιχειοθετούν την εικόνα μιας κάθαρσης στα όρια της τραγικής εξιλέωσης: Στο τέλος, η Μαργαρίτα πεθαίνει μόνη, βουτηγμένη στα χρέη, σε ένα σπίτι που κατακλύζουν οι κλητήρες, εν αναμονή του θανάτου της για να πάρουν όλα όσα έχουν προσημειώσει, προκειμένου να πληρωθούν οι χρεοφειλέτες.

Η Μαργαρίτα δεν κατόρθωσε, τελικά, να φύγει με τον Αρμάνδο στην Ιταλία, να ξεφύγει από την κοινωνική αθλιότητα και να αλλάξει ζωή. Ηταν βέβαια καταδικασμένη από την υπόστασή της, που την κατατάσσει στην τεράστια λίστα των μοιραίων. Αναρωτιέται εντούτοις ο πολιτικά συνειδητοποιημένος αναγνώστης - θεατής - ακροατής σε τι χρησίμευσε η θυσία της Μαργαρίτας, πέρα από το γεγονός ότι την έκανε ηρωίδα ενός μυθιστορήματος, ενός θεατρικού έργου και μιας όπερας, γεγονός που τέρπει οπωσδήποτε έναν διανοούμενο και, mutatis mutandis, τον ευαίσθητο γυναικείο πληθυσμό, εκείνον που βρίσκει καταφυγή σε ρομαντικές φαντασιώσεις.

Στην πραγματικότητα, η θυσία της Μαργαρίτας σκιαγραφεί την καλοστημένη παγίδα, που περιμένει τον μοιρολάτρη και τον ηττοπαθή. Το κατεστημένο, δρώντας ύπουλα και βάσει υποβολής και επιβολής, ξέρει καλά πού θα βρει τα θύματά του για να κατασκευάσει πλουσιοπάροχα άλλοθι για κάθε περίπτωση.

Προσωπικά, θα προτιμούσα μια "αναιδέστατη" Μαργαρίτα, στρατευμένη στην υπόθεση της αποκάλυψης του κοινωνικού ψεύδους. Μια Μαργαρίτα, που θα εκφραζόταν κάπως έτσι:

Ακριβέ μου αγαπημένε,

η απουσία σου με σκοτώνει

πιο αμετάκλητα (!) κι από

τη φυματίωση. Ελα όσο πιο

γρήγορα μπορείς. Αρνούμαι

οποιαδήποτε θυσία, γιατί

πιστεύω μόνο σε αγώνες

που δικαιώνονται".

Μαρίκα ΘΩΜΑΔΑΚΗ

Αν. καθηγήτρια Φιλ/κής Σχολής Παν/μίου Αθηνών


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ