ΧΑΛΙΦΑΞ, ΝΕΑ ΣΚΟΤΙΑ.-
Μέλη οικογενειών των επιβατών και του πληρώματος του μοιραίου "MD-11" που κατέπεσε στον Ατλαντικό το βράδυ της Τετάρτης συνέρρεαν χτες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ στη βραχώδη ακτή της Νέας Σκοτίας, για ν' αντιμετωπίσουν τη μαρτυρική διαδικασία της αναγνώρισης των νεκρών τους.
Τον διάπλου ενός υποβρυχίου, στο σημείο που το αεροσκάφος της μοιραίας πτήσης της "Swissair" κατέπεσε, διέταξαν χτες οι καναδικές αρχές, για να συνδράμει στις έρευνες και να χαρτογραφήσει το βυθό. Ειδικά συνεργεία συνέχιζαν χωρίς διακοπή τις έρευνες και την ανάσυρση υπολειμμάτων του αεροσκάφους και των επιβαινόντων.
Ο Μπενουά Μπουσάρντ, επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας Μεταφορών του Καναδά, δήλωσε ότι μέχρι στιγμής "οι ερευνητές δεν έχουν και πολλά για να βαδίσουν (...) τα πράγματα θα βελτιωθούν μόλις ανασύρουμε τα "μαύρα κουτιά"".
Οι εργασίες ανάσυρσης των υπολειμμάτων του σκάφους κάλυψαν 18 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αλλά τα συνεργεία δεν έχουν βγάλει από το βυθό παρά μόνο ένα κομμάτι του σκάφους που είναι "όσο κι ένα αυτοκίνητο", σύμφωνα με αξιωματικό του στρατού του Καναδά που συμμετέχει στις έρευνες. Ανάμεσα στα ευρήματα είναι ρούχα, πορτοφόλια, μπιμπερό, καθίσματα, και ανθρώπινα υπολείμματα. Οι σκηνές χαρακτηρίζονταν "φρικτές" από δημοσιογράφους.
Οι αρχές πραγματοποίησαν προετοιμασίες για να δεχτούν τις οικογένειες των θυμάτων, που άρχισαν να καταφθάνουν κατά δεκάδες. Μεταξύ των επιβατών ήταν εξέχοντες γιατροί, στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, 7 εργαζόμενοι στον ΟΗΕ, κλπ.
Τουλάχιστον 60 νεκροί έχουν ανασυρθεί από το βυθό, κατά τις εκτιμήσεις αξιωματούχων και έχουν μεταφερθεί σε μια στρατιωτική βάση έξω από το Χάλιφαξ για ιατροδικαστική εξέταση. Σύμφωνα με το "Ασοσιέιτεντ Πρες", από την πρώτη εξέταση των πτωμάτων δεν προέκυψε ύπαρξη φωτιάς κατά τη συντριβή. Μεταξύ των νεκρών, σύμφωνα με τις μέχρι χτες πληροφορίες, υπήρχαν και 10 Ελληνες. Η σύγχυση για τον αριθμό τους αποδόθηκε στο ότι μόνον δύο εξ αυτών είχαν ελληνικό διαβατήριο. Εξάλλου, η "Swissair" ανακοίνωσε ότι οι Αμερικανοί επιβαίνοντες ήταν λιγότεροι από ό,τι είχε πει αρχικά - υπολογίζονται σε 132-136.
Ουδείς μοιάζει να έχει ξεκάθαρη εικόνα των αιτιών του δυστυχήματος. Το "MD-11" χάθηκε από τα ραντάρ 90 λεπτά μετά την απογείωσή του από το Διεθνές Αεροδρόμιο "Κένεντι" της Νέας Υόρκης, με προορισμό τη Γενεύη - όπου δεν έφθασε ποτέ. Η ανακεφαλαίωση των λεπτομερειών της τραγωδίας: μετά την "κανονική" απογείωση, ο πιλότος Ουρς Ζίμερμαν και το πλήρωμα ανέφεραν την ύπαρξη πυκνού καπνού στο πιλοτήριο και ζητήθηκε προσγείωση στη Βοστόνη μετά από επαφή με τον πύργο ελέγχου Λόγκαν. Ειδοποιήθηκαν ότι το αεροδρόμιο του Χάλιφαξ ήταν κοντύτερα, αλλά δεν τα κατάφεραν ούτε ως εκεί: το σκάφος κατέπεσε 50 χιλιόμετρα δυτικότερα. Πληροφορίες έκαναν λόγο για "βραχυκύκλωμα" σε έναν ή περισσότερους κινητήρες του "Μακντόνελ Ντάγκλας".
"Ο πιλότος", έλεγε χτες στέλεχος της Ενωσης Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας του Καναδά στο "Ασοσιέιτεντ Πρες", "έκανε χρήση του όρου "PAN", που καταδεικνύει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά όχι απελπιστική κατάσταση". Προφανώς ο Ζίμερμαν ήλπιζε ότι θα προλάβαινε για μια αναγκαστική προσγείωση - και γι' αυτό απέρριψε στη θάλασσα αρκετά καύσιμα του σκάφους.
Δεν υπάρχει ένδειξη σαμποτάζ ή τρομοκρατικής ενέργειας (όπως άλλωστε είχε δηλώσει κι η Τζάνετ Ρίνο, υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, προχθές), αλλά ερευνητές κι εμπειρογνώμονες "δεν αποκλείουν τίποτε". Καναδοί ειδικοί στα εκρηκτικά και στελέχη του αμερικανικού Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (FBI), μαζί με ειδικούς της "Μακντόνελ Ντάγκλας" και της μητρικής της επιχείρησης "Μπόινγκ", βρίσκονται επιτόπου και εξετάζουν τα ευρήματα.
Αξιωματούχοι της FAA (του αμερικανικού ομοσπονδιακού γραφείου αερομεταφορών) είχαν από το 1996 συστήσει ειδικούς ελέγχους στα αεροσκάφη τύπου "MD-11" λόγω ενός "πιθανού" προβλήματος στα ηλεκτρικά, που προκαλεί κίνδυνο βραχυκυκλώματος κι εν συνεχεία βλάβης ή πυρκαγιάς. Η οδηγία της FAA, με τεχνική τεκμηρίωση της "Μακντόνελ Ντάγκλας", δεν ήταν δεσμευτική για ξένες εταιρίες αερομεταφορών, όπως η "Swissair", αλλά αφορούσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις με τέτοιου τύπου αεροσκάφη σε υπηρεσία.
Εκπρόσωπος της "Swissair" είπε πάντως ότι "η "Μπόινγκ" μας ζήτησε στις 16 Ιούνη του 1997 να κάνουμε μια τροποποίηση πριν από το τέλος του 1997, αλλά εμείς την είχαμε κάνει τρεις μήνες νωρίτερα, στις 6 Μάρτη του 1997".
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, εξέφρασε τη "βαθιά του θλίψη" για το αεροπορικό δυστύχημα. Με ανακοίνωσή του από τη Νέα Υόρκη, υπογράμμισε ότι μεταξύ των θυμάτων ήταν "πολλοί υπάλληλοι των Ηνωμένων Εθνών (...) ο χαμός τους θα γίνει αισθητός όχι μόνο σε προσωπικό, αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο".
Τη "λύπη" του καναδικού λαού εξέφρασε ο Καναδός πρωθυπουργός Ζαν Κρετιέν.