Τετάρτη 26 Αυγούστου 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μεταγωγή στο Τρίκκερι

3ο ΜΕΡΟΣ

Η μεταφορά των γυναικών στο λιμάνι, ως το πλοίο "ΗΛΙΟΥΠΟΛΙΣ", έγινε με αυτοκίνητα του στρατού. Διασχίζοντας την πόλη, όσο να φτάσουν στο λιμάνι, οι εξόριστες αποχαιρετούν τη Χίο με τούτο το αυτοσχέδιο τραγουδάκι:

Σ' άλλη εξορία πάμε και σ' αποχαιρετάμε/

μ' ευχές κι αγάπη, μ' ευχές κι αγάπη./

Το χρόνο μας τελειώσαμε μέσα στην αγκαλιά σου/

δε σ' είδαμε, μα νιώσαμε τους χτύπους της καρδιάς σου/

που μας μιλούσαν τρυφερά, Ομορφη Χίο γεια - χαρά./

Στα σύρματα δεν μπήκες, μα φταίνε οι συνθήκες/

να μας γνωρίσεις, να μας γνωρίσεις..../

πώς σ' εξορία ζήσαμε μια και μισή χιλιάδα/

γυναίκες π' αγαπήσαμε με θέρμη την Ελλάδα./

Κάθε γωνιά της τρυφερά, όμορφη Χίο έχε γεια!

Το Τρίκκερι είναι ένα νησάκι στον Παγασητικό Κόλπο, αγνάντια στο Βόλο. Εχει πολλά λιόδεντρα, καταπράσινους θάμνους και λιγοστούς κατοίκους - ψαράδες - που 'χουν τα σπίτια τους κάτω στο λιμανάκι.

Το ταξίδι τους έγινε σε τρεις αποστολές, από τις 4 έως τις 12 Απρίλη 1949. Μόλις ανοίχτηκαν στο Αιγαίο, τις άρπαξε η φουρτούνα και τις ρήμαξε η ναυτία. Εξουθενωμένες αποβιβάστηκαν στη στεριά. Κι έτσι, όπως ήταν άπνοες, σα νεκρές από την κακοπάθεια, τις διέταξαν να φορτωθούν τα συμπράγκαλά τους και να τα φέρουν μόνες κι αβοήθητες στον τόπο της μελλοντικής τους κατασκήνωσης. Μα ήτανε πολύ μακριά, πάνω από 2 χιλιόμετρα. Σκαρφάλωσαν έναν απότομο ανήφορο με την ψυχή στα δόντια, ίσαμε ν' ανέβουν στο Μοναστήρι. Κι από κει, απελπισμένες πήραν να κουτρουβαλούν μιαν απότομη κατηφόρα. Για να σταματήσουν μπροστά σ' ένα εγκαταλειμμένο στρατόπεδο. Λίγον καιρό πρωτύτερα είχαν αρπάξει από κει 3.500 - 4.000 εξόριστους και τους έκαναν μεταγωγή για το Μακρονήσι. Να τους "αναμορφώσουν" στους "Νέους Παρθενώνες" του Π. Κανελλόπουλου.

Τ' αντίσκηνα, ατομικά τα περισσότερα ή για 2 - 3 άτομα, κείτονταν καταγής κάτω από τα λιόδεντρα της πλαγιάς, κουρελιασμένα, καταστραμμένα. Εξαντλημένες από το κουβάλημα τόσο δρόμο, χωρίς να πάρουν ανάσα ρίχτηκαν στη δουλιά. Να εξασφαλίσουν γρήγορα την πάνινη στέγη πάνω από τα κεφάλια τους. Αλλες μπαλώνουν τ' αντίσκηνα, άλλες στεριώνουν πασσάλους, άλλες κουβαλάνε νερό από τα πηγάδια, μακρύτερα. Αλλες ανοίγουν αυλάκι για να μαζεύουν τα νερά της βροχής. Αλλες χτίζουν προστατευτικό τοιχάκι ολόγυρα στη σκηνή. Με μόχθο καταφέρανε να στεριώσουν τ' αντίσκηνα. Το ίδιο γινόταν και με τις άλλες αποστολές που κατέφταναν ύστερα από λίγες μέρες.

Η διοίκηση όρισε τη νέα κατασκήνωση. Χώρισε τις εξόριστες σε τρεις λόχους και τους περίφραξε μ' αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Χώρια οι γραμματισμένες από τις αγράμματες. Χώρια οι εύπορες από τις άπορες. Χώρια οι ανταρτοοικογένειες από τις εξόριστες που είχαν δική τους προσωπική δράση.

Νέα, αμέτρητα και σκληρά προβλήματα παρουσιάζονται τώρα στην πειθαρχημένη διαβίωσή τους: Πρέπει να κουβαλάνε το νερό από μακριά για την κουζίνα και την προσωπική τους χρήση. Να ξεφορτώνουν το καϊκι που έρχεται από το Βόλο με το εφόδιό τους και να το μεταφέρουν στη σκηνή - αποθήκη. Να ξεφορτώνουν τα καυσόξυλα και να τα κουβαλάνε στο μαγειρειό. Ενα πρωτόγονο καλύβι το μαγειρειό. Το χειμώνα πλημμύριζε νερά. Η κάπνα έπνιγε τις μαγείρισσες κατά την ετοιμασία του φαγητού. Οι "εστίες" τους ήτανε δυο μεγάλες πέτρες, για κάθε καζάνι. Το κατέβασμα των καζανιών από τις πέτρες - "εστίες" τους, προβληματικό κι επικίνδυνο. Πάνω από τις δυνάμεις των γυναικών. Ετσι πολλές έπαθαν εγκαύματα, σπλαχνόπτωση κι άλλες αβαρίες. Γι' αυτό οι μαγείρισσες ανανεώνονταν κάθε μήνα.

Πάνω στο Μοναστήρι βρίσκονταν 700 "προληπτικές". Οι γυναίκες αυτές χαρακτηρίζονταν έτσι, γιατί δεν είχαν δική τους προσωπική δράση. Τις είχαν συλλάβει προληπτικά μη τυχόν βοηθήσουν με ψωμί και πληροφορίες τους δικούς τους που πολεμούσαν στο βουνό. Κείνον τον καιρό, καλοκαίρι του 1949, με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού ενάντια στο ΔΣΕ, οι "προληπτικές" κουβαλιόνταν καραβιές - καραβιές στο Τρίκκερι. Ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε. Είχανε φτάσει στις 3.500 γυναίκες και παιδιά. Ολες κατασκήνωσαν γύρω από το Μοναστήρι. Η επικοινωνία του στρατοπέδου Χίου απαγορεύτηκε αυστηρά και με αυτές τις "προληπτικές".

Το συσσίτιο των εξορίστων, όπως το ξέρουμε συσσίτιο πείνας, εδώ στο Τρίκκερι κατάντησε συσσίτιο θανάτου, με την τόση πολυκοσμία. Μια κουτάλα νεροζούμι με μετρημένα σπειριά σκουληκιασμένα ρεβίθια ή μαυροφάσουλα, ήταν η μερίδα κάθε εξόριστης. Το ψωμί, ένα απαίσιο μίγμα 80 δράμια την ημέρα, δεν έφτανε ούτε για μια φορά. Τα παιδιά που ξεπέρασαν τα 180 και δε δικαιούνταν συσσίτιο, πεινούσαν, μαράζωναν κι έλιωναν.

Η διοίκηση της Χίου ακολούθησε το στρατόπεδο στο Τρίκκερι με την ίδια σύστασή της. Ηταν εκεί ο Πανάγος με τις λοβιτούρες του και τις κλεψιές του, ήταν παρών. Διαχειριστής όπως τον ξέρουμε. Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο υπήρχε στην αγορά του Βόλου τ' άρπαζε και το πέταγε στο καζάνι των εξορίστων. Σκοπός του πώς να κλέψει, καταδικάζοντας τις γυναίκες σε θάνατο. Εδώ, μες στο καλοκαίρι, τη βρωμιά και τη μύγα δε μοίρασε στις εξόριστες το καθιερωμένο σαπούνι που χορηγούσε ο Ερυθρός Σταυρός.

Στις έντονες, συνεχείς διαμαρτυρίες των γυναικών απάντησε με τιμωρίες και απειλές. Αργότερα μαθεύτηκε στο στρατόπεδο πως δικάστηκε ως καταχραστής του δημοσίου!

Τα λιγοστά πηγάδια που είχαν ανοίξει οι εξόριστοι άνδρες στην παραλία του Αϊ - Γιώργη δεν έφταναν να ξεδιψάσουν πεντέμισι χιλιάδες ανθρωπομάνι. Η τρόμπα δούλευε από τις 4 το ξημέρωμα για να κορέσει τη δίψα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Οι εξόριστες περίμεναν μπροστά σε διπλή μακριά ουρά, μαζί με τις στάμνες και τους κουβάδες τους να 'ρθει η σειρά τους να γεμίσουν. Στην αρχή ξεπηδούσε γάργαρο το νεράκι. Μα ύστερα από λίγο... λάσπωνε. Κι άντε υπομονή να ξαναφέρει η φλέβα νερό για να το αντλήσει η τρόμπα.

Κανένας στοιχειώδης όρος υγιεινής δεν προστάτευε τούτο το προγραμμένο πλήθος των εξόριστων γυναικών και παιδιών. Ούτε λίγο φάρμακο να απολυμανθεί το επιφανειακό νερό. Ούτε λίγος ασβέστης να σκεπάζονται τα υπαίθρια αποχωρητήριά τους. Μόνο κάθε Σάββατο, σε γενική τους εξόρμηση σκάβαν και τα έχωναν οι κοπέλες και φτου απ' την αρχή...

Τον Αύγουστο με το λιοπύρι, την ανυδρία και τα σύννεφα τις μύγες, έπεσε επιδημία δυσεντερίας στο στρατόπεδο. Τα 2/3 του κόσμου έπεσε στα στρωσίδια του, με πυρετό και διάρροιες. Ο γιατρός της Διοίκησης δε χορήγησε ούτε μια σουλφογκανιντίνη. Ανάμεσα στις εξόριστες δεν υπήρχε ούτε λεμόνι, ούτε ρύζι. Τότε πέθανε ένα παιδάκι από αφυδάτωση...

Μέσα στο καλοκαίρι άλλαξε η διοίκηση του στρατοπέδου. Ανάλαβε ο μοίραρχος Μαντούβαλος. Υποδιοικητής ο Κίτσος. Από τη συμμορία Καλαμπαλίκη. Νέα πιεστικά μέτρα επιβάλλουν στις εξόριστες. Είχαν και τη θρασύτητα να αξιώσουν να τους πλένουν οι γυναίκες και τα ρούχα τους. Φυσικά εκείνες αρνήθηκαν οριστικά και τελεσίδικα, αψηφώντας τις ποινές.

Οι εξόριστες αποκομμένες από τον άλλο κόσμο, μόνη παρηγοριά τους είχαν την αλληλογραφία τους. Καμιά άλλη επαφή με τον έξω κόσμο. Ομως, με υψηλό αγωνιστικό φρόνημα, με ακατάβλητη σωματική και ψυχική αντοχή αγωνίζονταν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια. Ως και τα βάσανά τους τα 'καναν τραγούδι:

Τρίκκερι

Εχουμε δω πέρα πλούτο αγριλιές/

μα φαγάκι λίγο κι άφθονες δουλιές./

Στήνουμε τσαντίρια δίχως αντοχή/

και την άλλη μέρα φτου κι απ' την αρχή./

***

Ωρες κυνηγάμε μια σταλιά νερό/

μας νυχτοχαϊδεύουν ποντικοί πρό/

Μα τα βάσανά μας τόσο τρομερά/

κάνουμε τραγούδι, γέλιο και χαρά./

***

Στη δουλιά ξεφτέρια, όλες στη γραμμή/

ξεφορτώνουμ' ώρες ξύλα και ψωμί./

Καθεμιά πριν φέξει για νερό τραβά/

και γυρνά το βράδυ μ' αδειανό τον κουβά.

Μα κείνο που απάλαινε τη φρίξη της ψυχής τους ήτανε η μαγεία της μουσικής: τα τραγούδια της χορωδίας. Τη χορωδία τη συγκρότησε και τη δίδαξε η συνεξόριστη μουσικός Ελλη Νικολαϊδη. Αποτελούνταν από 90 μέλη κι ήταν τετράφωνη! Τούτον τον καιρό του βαρύτατου πένθους που οι εξόριστες θρηνούσαν το χαλασμό του αντάρτικου και κινδύνευαν να βουλιάξουν στη θλίψη, η χορωδία στάθηκε πλάι τους πολύτιμος συμπαραστάτης και βοηθός.

Η τρομοκρατία ήταν μεγάλη κι η συγκέντρωση της χορωδίας απαγορευόταν! Ομως, οι κοπέλες - μέλη της - ενεργώντας με προφυλάξεις και βοηθό τους τις "τσίλιες" κύκλωναν λίγες λίγες τις σκηνές των θλιμμένων, για να τους τραγουδήσουν απαλά τα λεβέντικα τραγούδια της χορωδίας. Η μουσική με τη μαγεία της γλύκαινε τον αβάσταχτο πόνο τους, καταλάγιαζε την αντάρα της ψυχής τους. Τις βοηθούσε να συνεχίσουν τον αγώνα τους, πάντα ορθές.

Για να χαρίσουν στις εξόριστες, κείνες τις πικρές ώρες του στρατοπέδου, λίγη ψυχαγωγία και διδαχή, ετοιμαζόταν να παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό των γυναικών η τραγωδία του Αισχύλου "Προμηθέας Δεσμώτης". Διδαγμένες όπως αναφέρθηκε, από τη Χίο ακόμη, από τις φιλολόγους Ρόζα Ιμβριώτη και Λίζα Κόττου, στο Τρίκκερι ολοκληρώθηκε η ετοιμασία του. Τα μέλη του θιάσου και οι μοδίστρες "ενδυματολόγοι" συνέχισαν τη μελέτη του έργου, τις πρόβες και την ετοιμασία των κοστουμιών. Ολες εργάζονταν εντατικά μ' έναν παλμό για τη μεγάλη ώρα της παράστασης. Να ξαλαφρώσει λίγο η βαριά καρδιά των γυναικών. Την ημέρα της γενικής δοκιμής πολλές εξόριστες τρέξανε να χαρούν το σπάνιο θέαμα. Ο Δεσμώτης Προμηθέας (Κική Διονυσοπούλου) αλυσοδεμένος στο βράχο του, περήφανος κι ανυπόταχτος σκόρπιζε συγκίνηση και δέος στις δεσμώτισσες του Τρίκκερι.

Στα ριζά της πλαγιάς, κάτω, απλωνόταν γαλήνια η θάλασσα του Παγασητικού και τ' ασημένια πλούτη της στραφτάλιζαν στον ήλιο.

Ξαφνικά, σα ν' αναδύθηκαν από το κύμα, πρόβαλαν από το βάθος οι 24 Ωκεανίδες. Ομορφες, λυγερές, αληθινά νερένια πλάσματα, γεμάτα χάρη κι ομορφιά ανηφόριζαν την πλαγιά να φτάσουν τον απροσκύνητο κατάδικο. Οι πολύπτυχοι "ποδήρεις" χιτώνες τους, ριπιδίζονταν στο φύσημα του ανέμου και φάνταζαν παραμυθένιοι.

Κι όταν αντιλαλήσαν οι τρικκεριώτικες λοφοπλαγιές από το λόγο του αρχαίου τραγικού, ξαναζωντανεμένου με τη συγκλονιστική απαγγελία του Προμηθέα.

"Σέβου, προσκύνα, χάιδευε εσύ Ερμή, όσο θέλεις/

εκείνον που κρατεί την Αρχή./

Εγώ, όμως, το Δία τύραννο/

πιο λίγο τονέ λογαριάζω κι από το τίποτα!/

Σαν πέσει κάποτε, και θα πέσει/

τότε θα μάθει πως άλλο να 'σαι αφέντης/

κι άλλο δούλος".

Κείνη την ώρα στη θέση του Προμηθέα Δεσμώτη ήταν κάθε δεσμώτισσα του Τρίκκερι. Το "ΟΧΙ" στο Δία Τύραννο, ίδιο από χιλιετηρίδες για κάθε πρωτοπόρο μαχητή. Κι η αντιμετώπισή του από την εξουσία, πάντα ίδια. Σκληρή και ανελέητη.

Η διοίκηση του στρατοπέδου - η εξουσία - κατανοώντας το νόημα του έργου, απαγόρεψε την παράστασή του. Ετσι, οι εξόριστες στερήθηκαν τη διδαχή και την αισθητική του συγκίνηση. Ομως, δεν αποθαρρύνθηκαν. Λίγο αργότερα μελέτησαν και παρουσίασαν "τ' αρραβωνιάσματα" του Μπόγρη.

Συγκέντρωσαν λαογραφικό υλικό από τις μεγαλύτερες συνεξόριστές τους. Με βάση το υλικό αυτό έγραψαν σκετς που τα παρουσίασαν κάτω στο γήπεδο. Τα συνόδευαν με χορό και αθλητικά παιχνίδια. Αυτά ήταν τα περίφημα "απογεύματα", όπως ονομάστηκαν. Πρώτες παρουσίασαν το "απόγευμά" τους οι Πόντιες. Ακολούθησαν οι Κρητικές, οι Μακεδόνισσες, οι Ηπειρώτισσες και πολλές άλλες.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ